Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΑΠΗ - ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΚΟΝΙΣΤΡΕΣ 2008


Στη μνήμη του συζύγου μου
Γιώργου Νικολάου





Εισαγωγή

Στις γραμμές αυτού του βιβλίου θα βρείτε διάφορα έθιμα, γιορτές και εκδηλώσεις, ασχολίες από τη ζωή του χωριού μας και της γύρω περιοχής. Περιστατικά που συνέβαιναν παλαιότερα, αλλά και ιστορίες για παλιά και καινούργια που έχετε ακούσει από τους γονείς σας και τους δασκάλους σας.
Η γνωριμία αυτή θα σας κάμει ν΄αγαπήσετε περισσότερο τον τόπο μας και τους ανθρώπους του.
Όλα αυτά θα είναι οι συνδετικοί κρίκοι της ιστορίας του χωριού μας που θα πρέπει να τη μεταδώσουμε στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας και γενικά στις μελλούμενες γενιές.
Ατίθασες όμως σκέψεις και βιώματα των παιδικών μου αλλά και των μετέπειτα χρόνων, ξεπηδούν αυθόρμητα, και αδιάκριτα παρουσιάζονται εκεί που δεν το περιμένει κανείς.

Εκδρομές και ταξίδια

Παιδιά! Σας αρέσουν οι εκδρομές;
Μάααλιστα! Θα ερχόταν η απάντηση από πολλά στοματάκια, αν η ερώτηση αυτή γινόταν μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας.
Μερικές φορές ύστερα από μια κακοκαιρία, στο προαύλιο του σχολείου ακούονταν φωνές. Εκ-δρο-μή, εκ-δρο-μή.
Ήταν τα παιδιά. Οι δάσκαλοι τις περισσότερες φορές δεν τους χάλαγαν χατίρι. Εγώ που ξέρω ότι στα παιδιά αρέσουν οι και τα ταξίδια, σκέφτηκα σήμερα να σας πάρω μαζί μου.
Θα πάμε όπου είχα πάει κι εγώ, από μικρή μέχρι σήμερα. Δεν θα χρησιμοποιούμε μόνο τα ποδαράκια μας, αλλά και διάφορα μέσα συγκοινωνίας.
Θα γνωρίσουμε την ιδιαίτερη πατρίδα μας , αλλά και άλλα μέρη.
Θα μιλάμε για τους τόπους αυτούς , όχι μόνο της εποχής εκείνης, αλλά και για ότι αξιόλογο έγινε στους προηγούμενους και στους μετέπειτα χρόνους. Συγχρόνως θα εξετάζουμε και τις διαφορές του τότε και του σήμερα.

Για τη θάλασσα

Πώς να το πω τώρα, εκδρομή ή ταξίδι;
Ήμουνα πολύ μικρή. Ένα καλοκαίρι, γύρω στα 1937, οι γονείς μου αποφάσισαν να πάμε στην Πλατάνα, για να κάνουμε μπάνια στη θάλασσα. Θα μέναμε εκεί για λίγες ημέρες. Φυσικά όσες άντεχε το πορτοφόλι του πατέρα.
Και το σπουδαίο ήταν, ότι ο ίδιος δεν θα ερχόταν, για να μη κλείσει το σιδηρουργείο του. Έπρεπε να δουλέψει. Ενώ εμείς θα δροσιζόμασταν στα νερά της γαλάζιας νεράιδας, της θάλασσας, εκείνος θα λουζόταν στον ιδρώτα, δίπλα στο αναμμένο καμίνι, σφυροκοπώντας στο αμόνι με τα γερά του μπράτσα το πυρωμένο σίδερο.
Ήταν σιδεράς. Και πολύ του ταίριαζε το ποίημα που μας έχει αφήσει ο ποιητής Τέλος Άγρας .Δε νομίζω πως θα έχετε αντίρρηση να το ακούσετε και σεις. Για μένα το ποίημα αυτό είναι ένας ύμνος στη μνήμη του πατέρα μου.

Ο σιδεράς
τα μπράτσα του, για ιδέστε,
γυαλίζουν μελανά.
Τη νύχτα την ημέρα
σκυφτός σφυροκοπά.

Τα ουράνια δεν τα ξέρει
ποτέ του γαλανά.
Τη φλόγα, το σφυρί του
θωρεί παντοτινά.

Τη νύχτα, την ημέρα,
σκυφτός σφυροκοπά,
δίχως να παίρνει ανάσα
στ’ αμόνι του χτυπά.

Έχει παιδιά, γυναίκα
γι’ αυτούς τόσον καιρό
σιδερικά σκαρώνει
κάθε λογής σωρό.

Τη νύχτα την ημέρα
σκυφτός σφυροκοπά,
δίχως να παίρνει ανάσα
στ’ αμόνι του χτυπά.

Η μητέρα είχε αναλάβει τις προετοιμασίες παρ’ όλη την κούραση μιας χωρικής πολύτεκνης μάνας. Ύστερα από μεγάλη ανυπομονησία, έφτασε η μέρα της αναχωρήσεως.
Πρώτα-πρώτα βγήκε στην αυλή το γαϊδουράκι μας. Αυτό ήταν το μεταφορικό μας μέσον. Η μάννα ανάλαβε το φόρτωμα. Δεξιά κι αριστερά στο σαμάρι έδεσε γερά με την τριχιά (χοντρό σχοινί), μπόγους γεμάτους ρούχα και καλαμένια κακολυριάνικα κοφίνια (καλάθια) με διάφορα χρειαζούμενα. Μεσοσάμαρα (καταμεσής στο σαμάρι) φόρτωσε εμένα, που ήμουν η μικρότερη.
Η συνοδεία ξεκίνησε.
Μπροστά εγώ με το γαϊδουράκι, πίσω η μητέρα, με μια βέργα στο χέρι και πιο πίσω ένα τσούρμο παιδιά και ένα πάρα πάνω, γιατί μαζί μας είχαμε πάρει και μια μικρή γειτονοπούλα, που την αγαπούσαμε πολύ. Η μητέρα παρακινούσε το γαϊδουράκι να περπατήσει πιο γρήγορα φωνάζοντας κάθε λίγο: «ντε, ντεεε…». Όσο για το φρένο… το γαϊδουράκι σταματούσε πρόθυμα όταν άκουγε «σι, σιιι…».
Αυτοί που χρησιμοποιούσαν γάιδαρο, απαραιτήτως κρατούσαν μια βέργα στο χέρι, κτυπώντας το κατά διαστήματα στα καπούλια.
Αυτοί που χρησιμοποιούσαν άλογο κρατούσαν στο χέρι καμουτσί (μαστίγιο). Με μια γερή βιτσιά ανάγκαζαν το άλογο να καλπάζει.
Αμ’ οι άλλοι, οι ζευγολάτες. Την .ώρα που τα βόδια τους έβαζαν όλη τους τη δύναμη σέρνοντας το αλέτρι, την ώρα που το υνί με τη δύναμή τους ανασήκωνε το υγρό χώμα, κρατούσαν στο χέρι τη βουκέντρα (μακρύ ξύλο που στη μια του άκρη υπήρχε αιχμή από σίδερο). Και δεν ξεχνούσαν να κεντούν τα καημένα τα ζώα, για να τα αναγκάσουν να περπατήσουν πιο γρήγορα.
Να τι γράφει σχετικά, σε μια στροφή ενός ποιήματός του, ο Ιωάννης Πολέμης.

Το υνί χαράζει ακούραστα
το αυλάκι το βαθύ,
ξεσκάβοντας, τινάζοντας
την πέτρα, το κοτρόνι.

Κι ο ζευγολάτης άφωνος
τ’ αλέτρι ακολουθεί
και με βουκέντρα σουβλερή
τα βόδια του κεντρώνει.

Το θεωρούσαν φυσικό να κτυπούν αλύπητα τα ζώα που τους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβουν ότι και αυτά πονάνε.
Θυμάμαι στην κατοχή, ένας γερμανός στρατιώτης σταμάτησε κάποιον που ανεβασμένος στο γαϊδουράκι του, το χτυπούσε με μια βέργα. Του συνέστησε αυστηρά να μη χτυπάει το ζώο.
Ακούς να μη χτυπούν το γαϊδούρι! Αφού όταν αναφερόμασταν σε κάποιο κακό παιδί, λέγαμε: «Αυτό τρώει ξύλο σα γαϊδούρι».

Οι Κονίστρες


Ξεκινήσαμε λοιπόν από τις Κονίστρες. Δεν θα έχετε νομίζω αντίρρηση να μιλήσουμε σχετικά με το χωριό αυτό.
Οι Κονίστρες είναι κωμόπολη της επαρχίας Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Με το νόμο «Καποδίστριας», γεννήθηκε ο Δήμος Κονιστρών με έδρα τις Κονίστρες. Συμπεριλαμβάνει τα γειτονικά χωριά Άγιος Βλάσιος, Άνω Κουρούνι, Κάτω Κουρούνι, Κάδι, Βρύση, Κρεμαστός, Κήποι, Μακρυχώρι, Μανίκια και τους οικισμούς Διρρεύματα, Γιάννηδες, Γάια, Επισκοπή, Κοίλι, Λόκα και Σπηλιές.
Ο πληθυσμός του δήμου είναι περίπου 4.000 κάτοικοι. Ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται κατά τους θερινούς μήνες.
Κονίστρα, ονόμαζαν οι πρόγονοί μας ένα μέρος της αρχαίας παλαίστρας. Ακόμη Κονίστρα, ονόμαζαν μεταφορικά κάθε πολιτική ή πνευματική δράση που εθεωρείτο αγώνισμα.
Τα περισσότερα σπίτια του χωριού είναι στριμωγμένα κατά μήκος του δρόμου που ενώνει τη Χαλκίδα με την Κύμη.
Πολλά από αυτά είναι χτισμένα από επιδέξιους Βορειοηπειρώτες, αλλά και ντόπιους τεχνίτες. Τα έργα τους άξια θαυμασμού. Οι πέτρες κοκκινωπές, καλοδουλεμένα αγκωνάρια διαφόρων αποχρώσεων, προέρχονται από ηφαιστειογενή πετρώματα, από την περιοχή του αρχαίου ηφαιστείου του Οξυλίθου ή της Κολιαρής.
Τα περισσότερα σπίτια είναι διώροφα με μπαλκονάκι στην πρόσοψη.
Η πλάκα του μπαλκονιού από κάτω καθώς και τα πέτρινα φουρούσα πάνω στα οποία στηρίζεται, έχουν σκαλίσματα. Τα κάγκελα (κιγκλιδώματα) είναι μαντεμένια ή σιδερένια, με ωραία σχέδια, φτιαγμένα από ντόπιους σιδηρουργούς.
Σε πολλά σπίτια, πάνω από τη μπαλκονόπορτα υπάρχουν πινακίδες από μάρμαρο ή τοπικό λίθο όπου είναι χαραγμένος ο σταυρός και η χρονολογία κατασκευής του κτίσματος. Σε μερικά είναι χαραγμένα και τα αρχικά γράμματα από το όνομα του ιδιοκτήτη. Στο πατρικό μου σπίτι, σε μια πέτρα είναι χαραγμένα τα γράμματα: Ν. Γ. Ψ. (Νικόλαος Γεωργίου Ψυχογιός. Αυτό ήταν του παππού μου το όνομα). Από κάτω η χρονολογία 1887.
Όσο περνάει ο καιρός δυστυχώς οι ιδιοκτήτες των σπιτιών αυτών, τους αλλάζουν μορφή. Γι’ αυτό το κράτος ξεχώρισε μερικά. Τα έκρινε δηλαδή «διατηρητέα» και απαγορεύει στους ιδιοκτήτες τους παρεμβάσεις που τους αλλάζουν μορφή. Στο κέντρο του χωριού δίπλα στο δρόμο βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Είναι στολισμένη με εικόνες από ονομαστούς ζωγράφους. Εδώ εκκλησιαζόμαστε κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές.
Παλιά το χωριό ήταν χτισμένο νότια, στο ύψωμα που ονομάζομε Χωρίο. Κοντά εκεί είναι η Αγία Μαρίνα, το νεκροταφείο μας. Στη μνήμη της αγίας, 17 Ιουλίου, το χωριό πανηγυρίζει. Γύρω στα 1936, που δεν περνούσαν αυτοκίνητα, το γλέντι με λαϊκά όργανα στηνόταν μέσα στο δρόμο. Γιατί το χωριό μας δεν είχε, ούτε και έχει, πλατεία.
Η προετοιμασία για το πανηγύρι άρχιζε από μέρες. Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια και τις αυλές. Άσπριζαν με ασβέστη σκάλες μαντρότοιχους και πεζοδρόμια.
Σ’ όλα τα σπίτια εκείνη την ημέρα έφτιαχναν «κεσκέσι». Γι’ αυτό με τον καιρό τους, έπαιρναν σιτάρι, το καθάριζαν, το έπλεναν και πήγαιναν να το κιλιντρίσουν στο κιλίντρι, που είχε κάποια οικογένεια, στην άκρη του χωριού.
Το κιλίντρι αποτελείτο από δύο πολύ μεγάλες σκληρές πέτρες. Η μία από κάτω, σταθερή σχεδόν επίπεδη. Η άλλη, από πάνω, μεγάλη και αυτή, κάπως στρογγυλεμένη στο κάτω μέρος στο σημείο επαφής.
Έφερναν εκεί οι νοικοκυρές το σιτάρι, το μούσκευαν και το έριχναν λίγο-λίγο ανάμεσα στις δύο πέτρες. Δύο άνθρωποι, ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά, πίεζαν την επάνω κιλιντρική πέτρα εναλλάξ προς το μέρος τους. Μ’ αυτό τον τρόπο το σιτάρι που βρισκόταν ανάμεσα στις δύο πέτρες έχανε το φλούδι του, ξεφλουδιζόταν. Μάζευαν με τις φούχτες τους το ξεφλουδισμένο σιτάρι και στη θέση του έριχναν άλλο. Το κιλιντρισμένο σιτάρι το άπλωναν σε καθαρό τραπεζομάντιλο να στεγνώσει. Το στεγνωμένο σιτάρι το έτριβαν ελαφρά με τις παλάμες τους ενώ συγχρόνως το έριχναν από ψηλά ώστε πέφτοντας κάτω να είναι απαλλαγμένο από το φλούδι που το είχε πάρει εν τω μεταξύ ο αέρας.
Από την παραμονή της Αγίας Μαρίνας το βράδυ, σε γανωμένο χάλκινο τέντζερη (μεγάλο μαγειρικό σκεύος), έριχναν νερό, το ξεφλουδισμένο σιτάρι, κύμινο (μπαχαρικό), λάδι αλάτι και το έβραζαν. Το κεσκέσι ήταν έτοιμο για την άλλη μέρα του πανηγυριού.
Το βράδυ, με το χτύπημα της καμπάνας όλοι μικροί, μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, όχι μόνο του χωριού μας αλλά και από τα τριγύρω χωριά, ντυμένοι τα γιορτινά τους θα παρακολουθούσαν με κατάνυξη τον εσπερινό. Το ίδιο και την άλλη μέρα, τη θεία λειτουργία.
Σ’ όλα τα σπίτια αυτή την ημέρα υπήρχε κεσκέσι. Και αν κάποια οικογένεια από πένθος, ή άλλη αιτία δεν είχε φτιάξει, δεν έμενε έτσι. Γιατί η καλή γειτόνισσα, ή κάποια συγγενής θα φρόντιζε γι’ αυτό.
Πολύ δουλειά έπεφτε τις παραμονές του πανηγυριού στις μοδίστρες του χωριού. Όλες οι κοπέλες φιλοδοξούσαν να φορέσουν το καινούργιο τους φόρεμα το πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στο χορό.
Οι μεγαλοκοπέλες μάλιστα, πήγαιναν στο πανηγύρι με την ελπίδα να συναντήσουν εκεί το μέλλοντα σύζυγο. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που γινόταν και αυτό. Οι προξενήτρες πολύ συχνά κανόνιζαν να γίνει εδώ η πρώτη γνωριμία.
Το γλέντι διοργάνωνε συνήθως κάποιος μαγαζάτορας που είχε μαγειρείο, ταβέρνα, ή καφενείο δίπλα στον καρόδρομο, (οδός Λιανοπούλου). Πάνω στο πεζοδρόμιο στηνόταν με ξύλα από το καδδίτικο βουνό, εξέδρα. Πάνω στις τάβλες έστρωνε όμορφα στρωσίδια, υφαντά στον αργαλειό, ή κουρελούδες. Εκεί τοποθετούσαν ένα μεγάλο τραπέζι και καρέκλες για τους οργανοπαίχτες. Τα όργανα που χρησιμοποιούσε η ορχήστρα συνήθως ήταν το βιολί, η κιθάρα, το λαούτο, το κλαρίνο, το σαντούρι και άλλα. Μερικοί καλοί τραγουδιστές και μια τραγουδίστρια με το ντέφι στο χέρι ξεσήκωναν τον κόσμο.
Ο χώρος των δύο απέναντι πεζοδρομίων και του δρόμου γέμιζαν τραπέζια και καρέκλες ψάθινες που είχαν φτιάξει με τα χέρια τους οι καρεκλάδες. Ο διοργανωτής της εκδηλώσεως αυτής είχε φροντίσει να δανειστεί τα είδη αυτά από συναδέλφους του των τριγύρω χωριών. Παιδιά, θυμάμαι που χαζεύαμε τα ζώα, άλογα ή γαϊδουράκια, φορτωμένα μέχρι πάνω καρέκλες ψάθινες και τραπέζια, συνήθως του καφενείου, σιδερένια στρογγυλά με τρία πόδια. Τώρα τα αυτοκίνητα πήραν τη θέση των τετραπόδων.
Ο φωτισμός του χώρου, αν και μέχρι το 1957 δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, ήταν καλός. Γιατί σε διάφορα σημεία ψηλά, κρεμούσαν «λουξ». Λάμπες δηλαδή που έκαιγαν βενζίνη και έδιναν πολύ δυνατό φως. Ο κόσμος μαζευόταν στο χώρο που θα γινόταν ο χορός από πολύ νωρίς. Ήθελαν να πιάσουν καλή θέση.
Σε λίγο το τραπέζι γέμιζε μεζέδες. Ψητό κρέας, εντόσθια, πατάτες τηγανητές, τυριά σαλάτες και άλλα. Απαραίτητο το κρασί, ρετσίνα ή κοκκινέλι, που με τον καιρό του ο ταβερνιάρης είχε γεμίσει τα βαρέλια του, από παραγωγή του τόπου μας. Το άφθονο κρασί και οι οργανοπαίκτες έφερναν το κέφι.
Κάποια στιγμή ο καβαλιέρος της παρέας, ή κάποιος νέος, σηκωνόταν από το τραπέζι, πήγαινε στους οργανοπαίκτες, έριχνε μερικά νομίσματα, έδινε παραγγελία ποιο τραγούδι ήθελε να πουν και κατευθυνόταν στο χορό. Ο άντρας που έσερνε πρώτος το χορό εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να δώσει τη θέση του στον καινούργιο.
Αυτός τώρα μπορούσε να καλέσει στο χορό, όποια γυναίκα ήθελε από την παρέα του, αλλά και από άλλες παρέες και ξένες ακόμη, χωρίς να παρεξηγηθεί που δεν είχε ζητήσει άδεια από το συνοδό της.
Κάθε γυναίκα που την προσκαλούσαν να χορέψει έπρεπε να πάει οπωσδήποτε. Έστω και αν δεν είχε καλές σχέσεις μαζί του, έστω και αν ο κόσμος τον θεωρούσε άνθρωπο χωρίς υπόληψη.
Ο πρώτος του χορού λοιπόν, έκανε νόημα σε μια γυναίκα να σηκωθεί. Όταν αυτή πλησίαζε στον κύκλο, της άπλωνε ευγενικά το μαντήλι από το οποίο θα κρατιόταν και ο χορός άρχιζε.
Ο πρώτος του χορού που συνήθως ήταν άντρας, με διάφορες φιγούρες, στριφογυρίσματα και χοροπηδητά προσπαθούσε να ικανοποιήσει το κέφι του για χορό, αλλά και να εντυπωσιάσει το κοινό που τον παρακολουθούσε. Αυτό συνεχιζόταν μέχρις ότου κάποιος άλλος τον πλησίαζε ευγενικά με το μαντήλι στο χέρι.
Ο καταϊδρωμένος χορευτής του παραχωρούσε τη θέση του, για να καθίσει και πάλι στο τραπέζι της παρέας του εισπράττοντας συγχαρητήρια για τον ωραίο χορό που τους χάρισε, με τις ευχές και του χρόνου να επαναλάβει το ίδιο.
Όλα αυτά αποτελούσαν άγραφο νόμο. Μερικές φορές όμως, κάποιος βιαστικός, δεν περίμενε να χορέψει ο προηγούμενος την παρέα του και τον έκοβε πριν την ώρα του. Εδώ που τα λέμε, άρχιζε να μιλάει το κρασί που είχε βγει από το βαρέλι. Ο πρώτος του χορού δεν παραχωρούσε τη θέση του. Ο δεύτερος το θεωρούσε προσβολή και άρχιζε ένας καυγάς, μα τι καυγάς! Στην αρχή με λόγια προσβλητικά. Συνέχεια ερχόταν το αλληλοξυλοφόρτωμα. Λάβαιναν μέρος και οι παλικαράδες της παρέας και σε λίγο εκσφενδονίζονταν ακόμη και καρέκλες. Ένα τέτοιο καυγά είχα παρακολουθήσει στο πανηγύρι διπλανού χωριού. Αυτό όμως δε γινόταν αφορμή να σταματήσει το γλέντι. Γιατί οι βιολιτζήδες και η τραγουδίστρια εκείνη τη στιγμή έβαζαν τα δυνατά τους για να καλύψουν το θόρυβο από τον καυγά. Τέτοια πανηγύρια γίνονταν σε όλα τα τριγύρω χωριά.
Και σήμερα στα περισσότερα χωριά πανηγυρίζουν, αλλά με κάπως διαφορετικό τρόπο.
Το καλύτερο πανηγύρι όμως γινόταν και γίνεται ακόμη σήμερα με τον παραδοσιακό τρόπο στο Κάδδι στις 15 Αυγούστου, στη γιορτή της Παναγίας.

Το σχολείο

Αν προχωρήσουμε προς τα νότια του χωριού, θα συναντήσουμε το Δημοτικό Σχολείο Κονιστρών. Βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χωριά, στις Κονίστρες και στα Διρρεύματα που αποτελούσαν τότε μία κοινότητα. Σ’ αυτό το σχολείο φοιτούσαν τα παιδιά και των δύο χωριών.
Το διδακτήριο είχε ωραίο σχέδιο, με δύο ευρύχωρες αίθουσες και κήπο. Σχεδόν το ίδιο με άλλα σχολεία της ευρύτερης περιοχής που είχαν κτιστεί με έξοδα του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού. Με έξοδα του ίδιου είχαν γίνει και πολλά άλλα έργα στην πατρίδα μας.
Το σχολείο το 1939, που άρχισα να πηγαίνω στην πρώτη τάξη, ήταν τριτάξιο (τριθέσιο), με τρεις δασκάλους. Είχε όμως δύο αίθουσες διδασκαλίας. Ο ένας δάσκαλος που είχε δύο τάξεις, χρησιμοποιούσε για αίθουσα διδασκαλίας, ένα δωμάτιο νοικιασμένο στο πρώτο σπίτι που συναντάμε πηγαίνοντας προς τα Διρρεύματα ή προς τις Κονίστρες. Στην πρώτη περίπτωση λέγαμε ότι κάνουμε μάθημα στης Γιαννούλας (ακόμη θυμάμαι τα παιγνίδια που κάναμε στην αυλή αυτού του σπιτιού). Προς τις Κονίστρες η νοικιασμένη αίθουσα ήταν πιο μακριά από το κτίριο του σχολείου μας. Κοντά στην Αγία Μαρίνα. Εκεί πήγαιναν παιδιά μεγαλυτέρων τάξεων και λέγαμε ότι αυτά τα παιδιά κάνουν μάθημα στην Ψουρού, γιατί την αίθουσα αυτή την είχε κάποτε χρησιμοποιήσει η αστυνομία σαν κρατητήριο φυλακισμένων, που συνήθως είχαν ψείρες.
Ο δρόμος που ενώνει τη Χαλκίδα με την Κύμη, καρόδρομο τον λέγαμε τότε γιατί ήταν φτιαγμένος για τα κάρα, περνούσε ακριβώς μπροστά από την κυρία είσοδο του σχολείου. Δηλαδή από το χώρο που παίζαμε την ώρα του διαλείμματος και που γινόταν η σύνταξη για να κάνουμε την πρωινή προσευχή και να μπούμε στις τάξεις για μάθημα. Αυτοκίνητα πολύ σπάνια περνούσαν τότε. Μα και σ’ αυτή την περίπτωση δεν κινδυνεύαμε γιατί η ταχύτητά τους ήταν πολύ μικρή. Πώς να τρέξουν αφού ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος, αλλά γεμάτος πέτρες;
Αυτό λοιπόν το σχολείο προετοίμαζε τα παιδιά για τη ζωή. Φιλότιμα προσπαθούσαμε όχι μόνο για τα εφόδια που θα παίρναμε για τη ζωή, αλλά για να σχηματίσει ο δάσκαλός μας καλή εντύπωση για μας.
Το ίδιο γινόταν και με τους δασκάλους. Προσπαθούσαν φιλότιμα για το καλό των παιδιών. Προσπαθούσαν να δώσουν στην κοινωνία καλούς και ευσυνείδητους πολίτες, υπολογίζοντας και στην κρίση των προϊσταμένων τους, που ήταν ο επιθεωρητής, ο γενικός επιθεωρητής και άλλοι.
Κάποτε ο δάσκαλος ενός αγροτικού χωριού πληροφορήθηκε ότι θα τον επισκεπτόταν ο προϊστάμενός του επιθεωρητής και ο γενικός επιθεωρητής. Άρχισε λοιπόν τις προετοιμασίες για να κάνει καλή εντύπωση στους προϊσταμένους του. Το πρόβλημά του ήταν ένας μεγάλος σε ηλικία μαθητής που υστερούσε πολύ στα μαθήματα. Είχε χάσει χρονιές γιατί έμενε στην ίδια τάξη. Συχνά το παιδί αυτό άκουγε από το δάσκαλό του τη φράση: «Εσύ παιδάκι μου κάνεις μόνο για να φυλάγεις γουρούνια». Ο δάσκαλος λοιπόν άρχισε να σκέφτεται. Τι να κάνει; Αυτός ο κακός μαθητής θα χάλαγε στα μάτια του προϊσταμένου του, την καλή εικόνα της τάξης του. Και βρήκε τη λύση!!!
Εσύ, λέει στον κακό μαθητή, δεν θα έλθεις αύριο στο σχολείο, γιατί θα μας επισκεφτεί ο επιθεωρητής.
Την επομένη λοιπόν τα παιδιά καλά προετοιμασμένα πήγαν στο σχολείο. Μόνο ο συγκεκριμένος μαθητής (άλλο που δεν ήθελε), πήρε τη σφεντόνα του και βγήκε έξω από το χωριό. Γιατί τότε πολλά παιδιά είχαν την κακή συνήθεια και τη σκληρότητα να σημαδεύουν τα καημένα τα πουλάκια με το λάστιχο και να στήνουν δόκανα, βρόχια, πλάκες, αιχμαλωτίζοντας ή σκοτώνοντάς τα.
Καθώς περιπλανιόταν σ’ ένα χωράφι κοντά στον αμαξωτό δρόμο, σταμάτησε κοντά του ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ο οδηγός του, ένας καλοντυμένος κύριος με γραβάτα, βγήκε έξω, άνοιξε το καπό, έριξε μια ματιά στη μηχανή του αυτοκινήτου και ξανακάθισε στη θέση του οδηγού. Η μηχανή βούιζε μ’ ένα περίεργο τρόπο, μα οι ρόδες του δεν έλεγαν να κυλήσουν. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές χωρίς αποτέλεσμα. Και όταν ο κύριος απογοητευμένος στάθηκε με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο αυτοκίνητο, το παιδί πλησίασε δειλά.
-Τι έπαθε μπάρμπα; Να ρίξω κι εγώ μια ματιά; ρώτησε.
Ο κύριος άνοιξε και πάλι το καπό. Το παιδί με την πρώτη ματιά διέκρινε τη βλάβη. Ένα καλώδιο είχε φύγει από τη θέση του. Σε λίγο το αυτοκίνητο πήρε μπρός. Αφού ευχαρίστησε ο κύριος το παιδί, του πρότεινε να το πάρει μέσα στο αυτοκίνητο για να του δείξει το δρόμο για το χωριό του. Ρώτησε όμως ο κύριος το παιδί, γιατί δεν πήγε στο σχολείο. Το παιδί με σκυμμένο το κεφάλι του είπε τα καθέκαστα.
Σαν έφτασαν στο σχολείο, ο κύριος που δεν ήταν άλλος από το γενικό επιθεωρητή, οδήγησε το αγόρι μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Κρύος ιδρώτας έλουσε το δάσκαλο. Μετά το τέλος του μαθήματος, μέσα στο γραφείο, ο κύριος Γενικός διηγήθηκε την περιπέτειά του και ότι χάρις σ’ αυτόν «τον κακό μαθητή», κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του.
Ο Θεός δημιουργώντας τον άνθρωπο που είναι λογικό πλάσμα, του δίδει εκείνα τα προσόντα, τα χαρίσματα, τις ικανότητες, τα ταλέντα, τις δυνατότητες, που θα τον κάνουν να ζει ευτυχισμένα. Η εργασία είναι ευλογημένη από το Θεό. Για σκεφτείτε, αν κανένας δεν έτρεφε χοίρους, που θα εύρισκαν οι άνθρωποι χοιρινό κρέας που τόσο νοστιμεύονται;
Κάποια μάνα ζήτησε από το σχολείο, να αλλάξει τμήμα το παιδί της γιατί η δασκάλα του είπε: «Εσύ μόνο για εργάτης κάνεις». Σκεφτήκατε καμιά φορά τη χρησιμότητα των εργατικών χεριών;
Ο άνθρωπος δεν παίρνει αξία από το είδος του επαγγέλματός του, αλλά από το χαρακτήρα του, από το αν είναι εργατικός, τίμιος, ευσυνείδητος και με συναισθήματα αγάπης για το συνάνθρωπό του.

ΧΑΜΕΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Οι Κονίστρες ήταν και είναι εμπορικό κέντρο της περιοχής. Από παλιά κάθε Κυριακή γίνεται παζάρι (Λαϊκή αγορά). Σχεδόν σ’ όλες τις οικοδομές που βρίσκονται στον κεντρικό δρόμο, το ισόγειο είναι διαμορφωμένο σε κατάστημα. Οι κάτοικοι των τριγύρω χωριών έκαναν εδώ τα ψώνια τους, από διάφορα καταστήματα. Όσο περνά όμως ο καιρός, τα καταστήματα λιγοστεύουν, ή αλλάζουν μορφή.

Τα παντοπωλεία
Τα μπακάλικα, που πριν μπεις μέσα αισθανόσουν τη μυρωδιά από τις παστωμένες σαρδέλες και το χαψί, λιγόστεψαν γιατί αντικαταστάθηκαν από μεγάλα «Σούπερ Μάρκετ». Μέσα στο παντοπωλείο έβλεπες μεγάλα τσουβάλια με όσπρια στη σειρά. Φασόλια, ρεβίθια, κουκιά, σιτάρι. Ακόμη αλεύρια διαφόρων ειδών και πίτουρα για τα ζώα.
Αν η ποσότητα του είδους που αγοράζαμε ήταν μικρή, ο μπακάλης το έβαζε με μια μικρή σέσουλα σε χαρτοσακούλα και το ζύγιζε στο βεζενέ (μικρή ζυγαριά) με αντιστάθμισμα τα δράμια που υπήρχαν πάνω στον πάγκο.
Τότε μονάδα βάρους ήταν η οκά, που υποδιαιρείτο σε 400 δράμια (μια οκά ισοδυναμεί με 1.280 γραμμάρια). Η οκά είχε καθιερωθεί σαν μονάδα βάρους από την εποχή της τουρκοκρατίας. Την 1η Απριλίου 1959 καθιερώθηκε το χιλιόγραμμο (κιλό=1.000 γραμμάρια).
Πριν από αυτήν την ημερομηνία μόνο τα μονοπώλια πωλούσαν χοντρό αλάτι με το κιλό. Θυμάμαι που ερχόταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο, με την καρότσα του γεμάτη χοντρό αλάτι χύμα. Έτσι όπως θα φόρτωναν άμμο ή χαλίκι. Το αλάτι αυτό, το έριχναν εργάτες με φτυάρια στην αποθήκη του μονοπωλίου, κάτω στο τσιμεντένιο δάπεδο.
Αυτή την εικόνα έφερνα στο νου μου όταν σε κάποια εκδρομή για τους Αγίους τόπους, περνούσαμε από την Ερυθρά Θάλασσα. Γιατί και εκεί στην ακρογιαλιά είχαν πολλούς σωρούς από αλάτι, που περίμεναν να έρθουν πλοία να το φορτώσουν. Είναι γνωστό, ότι τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι. Οι λακουβίτσες στα βραχάκια της ακρογιαλιάς, ήταν σκεπασμένες από αλάτι, σαν ένα στρώμα πάγου κάτω από τον καυτερό ήλιο του καλοκαιριού.
Στο χωριό μας, παίρναμε μια μεγάλη πάνινη σακούλα και αγοράζαμε όσο χοντρό αλάτι θέλαμε. Στο σπίτι το ρίχναμε σε μια καθαρή λεκάνη με νερό, το πλέναμε και το απλώναμε στον ήλιο να στεγνώσει. Το χοντρό αλάτι το χρησιμοποιούσαμε για να αλατίζουμε το τυρί και τις ελιές. Το ρίχναμε ακόμη και στο φαγητό που μαγειρεύαμε. Χρειαζόταν όμως και ψιλό αλάτι στο σπίτι. Γι’ αυτό παίρναμε ένα καθαρό τραπεζομάντιλο, το στρώναμε στο πάτωμα και στη μέση τοποθετούσαμε το χερόμυλο. Ο χερόμυλος απετελείτο από δύο κυκλικές πλάκες σκληρής πέτρας με διάμετρο γύρω στα πενήντα εκατοστά. Η κάτω πλάκα που ήταν πιο βαριά, είχε στο κέντρο της καρφωμένο κάθετα ένα καρφί. Η πάνω πλάκα στο μέσον είχε μια τρύπα με διάμετρο μικρότερη από δέκα εκατοστά. Από κει ρίχναμε το χοντρό αλάτι. Καθώς φέρναμε γύρω την πάνω πλάκα με το χέρι μας κρατώντας την από ένα ξύλο, που ήταν στερεωμένο πάνω της, το τριμμένο αλάτι έπεφτε από την περιφέρεια του χερόμυλου στο τραπεζομάντιλο που είχαμε στρώσει από κάτω. Το χερόμυλο τον χρησιμοποιούσαμε ακόμη για να κόψουμε το σιτάρι (πλιγούρι) για το γλυκό τραχανά ή να κόψουμε λαθούρι για να φύγει το φλούδι και να πάρουμε τη φάβα.
Όταν θέλαμε ν’ αγοράσουμε από το μπακάλικο μεγάλη ποσότητα, παίρναμε από το σπίτι μεγάλες πάνινες σακούλες. Τότε δεν υπήρχαν πλαστικές και καλύτερα να μην υπήρχαν και τώρα. Γιατί η ρύπανση του περιβάλλοντος από αυτές είναι μεγάλη. Ο μπακάλης με μια μεγάλη σέσουλα έριχνε στη σακούλα ότι του ζητούσαμε. Αλεύρι π.χ. για να ζυμώσει η νοικοκυρά το ψωμί της εβδομάδας και να το ψήσει πάλι μόνη της σε χωριάτικο φούρνο, που υπήρχε στην αυλή κάποιου σπιτιού. Άλλη φορά πάλι γέμιζε η σακούλα μας με κριθάρι, καλαμπόκι, ή πίτουρα για τα ζώα μας. Αυτά ο μπακάλης τα ζύγιζε στη μεγάλη πλάστιγγα που υπήρχε απαραίτητα σε κάθε μπακάλικο.
Πολλά άλλα είδη διατροφής και νοικοκυριού υπήρχαν στο παντοπωλείο. Το πιο σπουδαίο όμως για μένα ήταν κάτι μεγάλες γυάλες σε εμφανές σημείο του πάγκου, με καραμέλες διαφόρων ειδών και χρωμάτων.
Παιδάκι εγώ πριν το 1940 ακολουθούσα τη μητέρα μου στα ψώνια. Μετά το λογαριασμό που γινόταν με το μολύβι, περίμενα τη στιγμή που ο μπακάλης θα άπλωνε το χέρι του στη γυάλα για να μου προσφέρει γελαστός μια καραμέλα.

Σαγματοποιεία
Τα σαγματοποιεία έφτιαχναν σαμάρια για τα ζώα. Οι τεχνίτες που έφτιαχναν τις λαιμαριές των ζώων που θα έσερναν τα κάρα, εξαφανίστηκαν από τις Κονίστρες αφού πρώτα εξαφανίστηκαν τα ζώα που θα τα φορούσαν.

Το σιδηρουργείο

Τα σιδηρουργεία λιγόστεψαν και άλλαξαν μορφή, αφού πλέον τα διάφορα εργαλεία κατασκευάζονται με λιγότερο κόπο, χρησιμοποιώντας το ηλεκτρικό ρεύμα. Τότε όλα τα γεωργικά εργαλεία, τσαπιά, δικέλια, σκαλιστήρια, σκεπάρνια, αλέτρια, ινιά , φτυάρια, τα έφτιαχνε ο σιδηρουργός. Ακόμη έφτιαχνε κλειδαριές με τεράστια κλειδιά. Τώρα όλα αυτά τα βρίσκει ο ενδιαφερόμενος σε άλλα καταστήματα. Οι αλουμινοκατασκευαστές πλέον φτιάχνουν ωραιότατες πόρτες, παράθυρα, κάγκελα και άλλες σιδηροκατασκευές.
Οι σιδηρουργοί τότε ήταν και πεταλωτήδες. Μόνοι έφτιαχναν τα καρφιά, μόνοι τους και τα πέταλα. Μ’ ένα κοφτερό εργαλείο έκοβαν λίγο από το χοντρό νύχι του ζώου και στο υπόλοιπο με καρφιά στερέωναν τα πέταλα. Πετάλωμα χρειάζονται τα άλογα τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Τα ζώα αυτά τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να μεταφέρει βάρη. Είναι φορτηγά ζώα. Τα νύχια τους λοιπόν από το πολύ βάρος τρώγονται γρηγορότερα απ’ ότι αν περπατούσαν χωρίς βάρος. Για να προστατέψουν λοιπόν οι άνθρωποι τα πόδια των ζώων σκέφτηκαν τα σιδερένια πέταλα, που και αυτά με τον καιρό τρώγονται και οι πεταλωτήδες τα αλλάζουν.
Κάτι τώρα για τους μικρούς μας φίλους. Ακούστε τι έγινε με κάποιο μικρό παιδάκι το Ξεφτεράκη, που ζήλεψε την τέχνη του πεταλωτή εκείνα τα χρόνια.

Στο χωριό το Καλοκαίρι
τον κυρ Νιόνιο είχε δει
το Ντορή να πεταλώνει
και του άρεσε πολύ.

Από τότε μια ιδέα έπιασε
και την κρατά.
Σήμερα ήρθε η ώρα
πράξη να την κάνει πια.

Τη Μιμή κατατοπίζει,
που την έχει για βοηθό
πάντα, σ’ όλα του τα έργα
και σε κάθε τι σοφό.

Νάτοι τώρα και οι δυο τους
με τα σύνεργα μαζί,
τον Αζώρ θα πεταλώσουν
εκεί κάτω στην αυλή.

Όμως πω-πω συμφορά τους!
Ευτυχώς, που η μαμά
πρόλαβε κι έτρεξε αμέσως
κι έτσι γλίτωσαν φθηνά!!!

Υποδηματοποιεία

Σπανίζουν πια οι τσαγκάρηδες και οι μπαλωματήδες παπουτσιών, που τους χαζεύαμε παλαιότερα καθώς τρυπούσαν με το σουβλί το χοντρό δέρμα των παπουτσιών για να περάσουν τη βελόνα με το σπάγκο.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950 οι τσαγκάρηδες δεν έφτιαχναν μόνο μπαλώματα. Έφτιαχναν και καινούργια παπούτσια αλλά ήταν τόσο ακριβά που τα πιο φτωχά παιδιά κυκλοφορούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες ξυπόλητα. Ο τσαγκάρης για να μας φτιάξει παπούτσια μας έπαιρνε μέτρα. Πατούσαμε με το δεξί μας πόδι πάνω σ’ ένα άσπρο χαρτόνι. Με το μολύβι του σχεδίαζε το περίγραμμα του πέλματος. Με μια μεζούρα (μέτρο), σαν και αυτές που χρησιμοποιούν οι μοδίστρες, μέτραγε το πάχος της πατούσας σε διάφορα σημεία. Δεν περνούσαν πολλές μέρες και τα πέτσινα παπούτσια ήταν έτοιμα. Πολλές φορές δεν μέναμε και τόσο ευχαριστημένοι. Άλλοτε μας στένευαν, άλλοτε μας ήταν μεγάλα και άλλοτε μας χτυπούσαν σε διάφορα σημεία, δημιουργώντας πληγές ή κάλους. Βλέπετε αφού είχε γίνει η παραγγελία, έπρεπε να τα πάρουμε. Όχι όπως τώρα, που δεν ξέρω κι εγώ πόσα ζευγάρια δοκιμάζουμε για να βρούμε όχι μόνο αυτά που μας έρχονται καλά, αλλά και αυτά που έχουν το χρώμα και το σχέδιο που μας αρέσει.
Πολλοί άντρες ή μεγάλα αγόρια όταν παράγγελναν άρβυλα (μπότες), ζητούσαν από το τσαγκάρη να καρφώσει στις σόλες πρόκες. Αυτές οι πρόκες είχαν πολύ κοντό καρφάκι με κεφάλι μεγαλύτερο από της πινέζας, πολύ παχύ, πολύ χοντρό και στρογγυλεμένο. Με τον τρόπο αυτό το πετσί από τις σόλες δεν έλιωνε γρήγορα, γιατί το προστάτευαν τα κεφαλάκια από τις πολυάριθμες πρόκες, που ήταν καρφωμένες η μία δίπλα στην άλλη. Αυτοί που φορούσαν άρβυλα με πρόκες, όταν περπατούσαν στο δρόμο, ακουγόταν από μακριά: <<κραπ-κρουπ, κραπ–κρουπ>>.
Και εμείς λέγαμε: <<άκου, προκαδούρα>>!
Όταν δεν κάρφωναν πρόκες, κάρφωναν με μικρές προκούλες στην άκρη του τακουνιού ή μπροστά στα δάχτυλα, όπου η σόλα λιώνει πιo γρήγορα, κομματάκια από σίδερο που τα έλεγαν πεταλάκια. Πεταλάκια κάρφωναν και σε γυναικεία παπούτσια. Τώρα πια σπάνια επισκεπτόμαστε τέτοιους τεχνίτες. Στη θέση τους βλέπουμε βιτρίνες με καινούρια παπούτσια, που τα φέρνουν έτοιμα από εργοστάσια ή βιοτεχνίες.
Υπήρχε όμως και κάποια εποχή που ούτε στον τσαγκάρη δεν πηγαίναμε για να μας φτιάξει παπούτσια. Ήταν γύρω στα 1941-1942 η εποχή της πείνας, της κατοχής. Το μυαλό αλλά και τα χέρια των γυναικών της εποχής εκείνης δούλεψαν περισσότερο. Πήραν παλιούς μεγάλους σάκους από λινάτσα. Μπούρδες τις έλεγαν. Σε όλα τα σπίτια υπήρχαν τέτοια σακιά γιατί μέσα σ’ αυτά έπαιρναν πίτουρα για τα ζώα, ή άλλους καρπούς.
Αφού έπλεναν και στέγνωναν καλά τις λινάτσες, έκοβαν με το ψαλίδι πολλά κομμάτια στο μέγεθος και στο σχήμα της σόλας του παπουτσιού. Τα κομμάτια αυτά τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο, σ’ ένα παχύ στρώμα. Με μια μεγάλη βελόνα που στην τρύπα της είχαν περάσει σπάγκο, έκαναν πολλές βελονιές πάνω-κάτω. Τόσες πολλές που ο πάτος (η σόλα) γινόταν σκληρός σαν πετσί. Άμα τελείωναν οι πάτοι των παπουτσιών, εύρισκαν από παλιά ρούχα ένα γερό σκληρό πανί. Έκοβαν το πάνω μέρος του παπουτσιού και το στερέωναν στους πάτους. Έτσι με φθηνά υλικά τα παπούτσια ήταν έτοιμα.
Άλλες πάλι έπαιρναν χόρτο. Αυτές τις στενές λωρίδες από χόρτο τις χρησιμοποιούν οι γεωργοί για να δένουν τα μέρη του φυτού κατά τον εμβολιασμό των δέντρων τους. Τέτοιο χόρτο χρησιμοποιούσαμε και τα παιδιά στο σχολείο για τις χειροτεχνικές μας εργασίες. Φτιάχναμε πανεράκια, καλαθάκια, καρεκλάκια και πολλά άλλα ωραία χειροτεχνήματα. Με αυτό το χόρτο οι γυναίκες έπλεκαν κοτσίδα και με αυτήν ράβοντάς την γύρω-γύρω έφτιαχναν τους πάτους των παπουτσιών. Με βελονάκι έπλεκαν το πάνω μέρος, τα ένωναν και οι παντόφλες ήταν έτοιμες.
Με λινάτσα ήταν φτιαγμένα από τα χέρια της μητέρας μου τα παπούτσια που φορούσα, όταν το 1942-1943 πήγαινα για πρώτη φορά στο γυμνάσιο της Κύμης. Για το πάνω μέρος είχε κόψει λωρίδες από το σκληρό μέρος ενός παλιού άσπρου πάνινου καλοκαιρινού καπέλου. Τα πέρασα χαρά αυτά τα πέδιλα.
Θυμάμαι μάλιστα ότι πηγαίνοντας στην Κύμη, με τα πόδια πηγαίναμε τότε, περνούσαμε από τα ασβεστοκάμινα. Τώρα δεν υπάρχουν πια. Οι αρμόδιοι φρόντισαν να προστατέψουν το περιβάλλον απαγορεύοντας τη χρήση της πέτρας του βράχου.
Μέσα στα ασβεστοκάμινα έριχναν πολλές πέτρες, ασβεστόλιθους, σπάζοντας μεγάλα κομμάτια βράχου. Άναβαν φωτιά στο κάτω μέρος των καμινιών και η μεγάλη θερμοκρασία, έκανε τις πέτρες ασβέστη. Ενώ εγώ χάζευα τον καπνό που ανέβαινε από τα καμίνια την ώρα που έκαιαν τους ασβεστόλιθους για να γίνουν ασβέστης, η μητέρα μου εντόπισε πεταγμένους ασβέστες στην άκρη του δρόμου. <<Στάσου>>, μου λέει. <<Τα παπούτσια σου είναι λερωμένα. Έλα να τα ασπρίσουμε>> και παίρνοντας κομματάκια ασβέστη άσπρισε τα πέδιλά μου.
Ήταν η πρώτη μέρα και ήθελε να πάω ευπαρουσίαστη στο σχολείο!
Τα ραφεία και μοδιστράδικα

Τα ραφεία ανδρικών και γυναικείων ενδυμάτων ήταν λίγα. Τη θέση τους σήμερα πήραν τα έτοιμα ενδύματα.
Η μητέρα μου ήξερε τη μοδιστρική, αλλά οι ασχολίες της με το νοικοκυριό δεν την άφηναν ν’ ασχοληθεί όσο θα ήθελε με την τέχνη αυτή. Έκανε όμως την μεγαλύτερη αδελφή μου μοδίστρα. Δεν αρκέστηκε να της δείξει την τέχνη που ήξερε η ίδια. Την έστειλε σε σχολή Κοπτικής- Ραπτικής και έγινε μια πολύ καλή μοδίστρα.
Για μοδιστράδικο χρησιμοποιούσε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού μας. <<Του Καντηλίου>>. Αυτό το όνομα είχε το δωμάτιο, γιατί εκεί μέσα κάθε βράδυ έφεγγε το καντήλι που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι. Εδώ πρωί και βράδυ όλα τα παιδιά της οικογένειας κάναμε την προσευχή μας. Σ’ ένα μικρό ντουλαπάκι του δωματίου αυτού υπήρχε ένα μπουκαλάκι με αγιασμό. Απ’ αυτόν πίναμε όλοι από λίγο πριν ξεκινήσουμε για το σχολείο. Γιατί η μητέρα μου κάθε πρωτομηνιά έφερνε τον παπά στο σπίτι για να κάνει αγιασμό. Το ίδιο γινόταν και από πολλές άλλες οικογένειες του χωριού.

Η αδερφή μου η Ασπασία λοιπόν, διαμόρφωσε το χώρο του δωματίου αυτού σύμφωνα με τις ανάγκες της δουλειάς της. Πρώτα-πρώτα πήρε τη θέση της η ραπτομηχανή SIΝGER της μητέρας. Ήταν μηχανή του ποδαριού, όπως θα έλεγαν τότε. Δεν ήταν ηλεκτροκίνητη όπως οι σημερινές. Το πόδι πατούσε σε μια μεγάλη πατήθρα που ήταν στο κάτω μέρος και με κατάλληλη κίνηση η μηχανή γάζωνε. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, σχεδόν καινούρια. Μέσα στο συρτάρι της μηχανής υπήρχαν κλωστές διαφόρων χρωμάτων, πολλές καρφίτσες και βελόνες καρφωμένες σ’ ένα πολύ μικρό μαξιλαράκι, το μέτρο (μεζούρα), με το οποίο έπαιρνε μέτρα από τις πελάτισσες και ένα τετράδιο με μολύβι για να τα γράφει. Ακόμη είχε και ένα μικρό λεπτό σαπουνάκι με το οποίο σχεδίαζε στα σκούρα υφάσματα τα σημεία που θα έκοβε με το ψαλίδι.
Σε μια σιδερένια σκάρα ήταν ακουμπισμένο το σίδερο που δεν έμοιαζε με τα σημερινά, γιατί τότε δεν υπήρχε όπως είπαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Στο σίδερο που άνοιγε από το πάνω μέρος, έριχναν αναμμένα κάρβουνα. Το έκλειναν καλά και κρατώντας το από τη ξύλινη λαβή σιδέρωναν. Ένα τραπέζι στρωμένο με κατάλληλο πανί ήταν η σιδερώστρα της εποχής εκείνης. Σ’ ένα μικρό τραπεζάκι υπήρχαν πολλά φιγουρίνια για να διαλέγουν οι πελάτισσες τη μόδα που τους άρεσε.
Αυτό όμως που με εντυπωσίαζε, ήταν ένα σχοινί στερεωμένο στους δύο συνεχόμενους τοίχους του δωματίου, γιατί πάνω σ’ αυτό ήταν κρεμασμένα τα υφάσματα που επρόκειτο να γίνουν φορέματα, φούστες, μπλούζες, παλτά και άλλα. Ώρες καθόμουνα και κοίταζα τα ωραία σχέδια και τα φανταχτερά τους χρώματα.
Μικρές κοπελίτσες που φιλοδοξούσαν να μάθουν ράψιμο, καθισμένες στις καρέκλες με τη βελόνα και τη δακτυλήθρα στο χέρι, πρόσεχαν τις οδηγίες της αδελφής μου, όταν τους έδειχνε πως κάνουν το καρίκωμα, το τρύπωμα, το στρίφωμα, να ράβουν κουμπιά, να φτιάχνουν κουμπότρυπες. Κάθε μέρα μάθαιναν κάτι περισσότερο για να καταφέρουν στο τέλος να ράβουν ολόκληρο φόρεμα. Κάθε καλοκαίρι ήμουν κι εγώ ανάμεσα στις μαθήτριες.
Εκείνα τα χρόνια τρία επαγγέλματα ήταν γνωστά για τη γυναίκα: Δασκάλα, μοδίστρα ή υπηρέτρια. Και είχαν πολλές δουλειές οι μοδίστρες τότε, γιατί οι κοπέλες της περιοχής αγαπούσαν το καλό ντύσιμο.
Λένε μάλιστα πως όταν το 1844 το βασιλικό ζεύγος επισκέφτηκε την περιοχή μας, στις Κονίστρες θαύμασαν την πλούσια και αληθινά μεγαλόπρεπη φορεσιά που φορούσαν οι πιο εύπορες κονιστριάτισσες. Φορεσιές φτιαγμένες στη Ρωσία και ζωσμένες στη μέση με πλατειές ζώνες διακοσμημένες με ασήμι. Στο κεφάλι φορούσαν χρυσοκέντητα πέπλα. Ένα τέτοιο κουστούμι στοίχιζε πολύ ακριβά αλλά το φορούσαν μια ζωή και η μόδα δεν άλλαζε.
Μια παρόμοια φορεσιά, το νυφικό της προγιαγιάς μου, ήταν φτιαγμένη με ύφασμα που είχαν φέρει από την Κωνσταντινούπολη και βρίσκεται ακόμη σε μια βιτρίνα, στο σπίτι της κόρης μου.
Όταν λοιπόν η αδελφή μου τελείωνε ένα φόρεμα, καλοσιδερωμένο και καλοδιπλωμένο, το τύλιγε με προσοχή μέσα σε μία άσπρη υφαντή πετσέτα προσώπου. Απλωμένο στο μπράτσο μου θα έφτανε στο σπίτι της πελάτισσας που συνήθως ήταν από το Κακολύρι. Όταν έπρεπε να παραδώσουμε περισσότερα φορέματα, πηγαίναμε περισσότερα κορίτσια. Εκεί να ιδείς γέλια και χαχανητά στο δρόμο. Αλλά και πειράγματα από τ’ αγόρια του χωριού. Πολλές φορές σχημάτιζαν παράταξη μπροστά μας, για να μας κλείσουν το δρόμο και να μας πειράξουν.
Όταν τύχαινε να πάω μόνη μου, είχα πρόβλημα, κυρίως το βράδυ στο γυρισμό γιατί καθώς έλεγαν, σ’ ένα ρεματάκι μεταξύ Κακολυριού και Γιάννηδων, έβγαινε τη νύχτα ένα τουλουμάκι και χοροπηδούσε. Δεν ξέρω κι εγώ πόσα <<Πάτερ ημών...>> έλεγα όταν το σούρουπο, με χτυποκάρδι περνούσα από εκείνο το γεφυράκι.
Φανοποιεία
Φανοποιεία δεν υπάρχουν πια. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν εννοούμε τα φανοποιεία που τώρα επιδιορθώνουν αυτοκίνητα. Η δουλειά του φαναρτζή ήταν τότε να φτιάχνει φανάρια μικρά και μεγάλα, που καίοντας λάδι μ’ ένα φυτίλι, φώτιζαν το γύρω χώρο, κυρίως έξω από το σπίτι. Τα τζαμάκια, που είχαν γύρω-γύρω, προστάτευαν τη φλόγα από τον αέρα. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν φώτα στους δρόμους αφού δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο φαναρτζής έφτιαχνε κουβάδες, μικρούς και μεγάλους για να βγάζουν με σχοινί νερό από το πηγάδι, ποτιστήρια για το πότισμα του κήπου, χωνιά πολύ μεγάλα για να γεμίζουν τα κρασοβάρελα μούστο από τα πατημένα σταφύλια και χωνιά μικρότερα που έβαζαν στο στόμιο της πήλινης στάμνας για να τη γεμίσουν εύκολα με νερό, που έβγαζαν με τον κουβά από το πηγάδι. Με ακόμη μικρότερα χωνιά γέμιζαν μπουκάλια με λάδι, κρασί, ή ότι άλλο υγρό ήθελαν. Έφτιαχνε ακόμη ειδικά χουνάκια για να γεμίζουμε τα λουκάνικα.
Θυμάμαι τη μητέρα μου, που έριχνε σε μια λεκάνη χοιρινό κρέας που είχε κόψει σε κιμά μόνη της μαζί με τα ανάλογα μπαχαρικά. Έπαιρνε ένα πλυμένο έντερο με το αριστερό της χέρι. Στην άκρη του έχωνε το κάτω μέρος από το χωνάκι και το κρατούσε γερά. Με το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού έσπρωχνε τον κιμά ώστε να περάσει από το χωνάκι στο έντερο. Σε λίγο τα γεμισμένα λουκάνικα ήταν κρεμασμένα δίπλα στο τζάκι για να στεγνώσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες μπορούσαμε να απολαύσουμε νόστιμους μεζέδες με λουκάνικα.
Τα χωνιά για τις σόμπες, οι υδρορροές (κάναλοι) που κατέβαζαν τα βρόχινα νερά από τις σκεπές των σπιτιών, το ρογί (ελαιοδοχείο με ράμφος) που χρησιμοποιούσαμε ήταν και αυτά έργα του φαναρτζή. Έφτιαχνε επίσης κατά παραγγελία διάφορα δοχεία τσίγκινα .
Έργο του ήταν και το λυχνάρι που μας φώτιζε τη νύχτα. Αργότερα μπήκαν στο σπίτι λάμπες ασετυλίνης και λάμπες πετρελαίου.
Αυτά τα λυχνάρια μας έβαζαν συχνά σε μεγάλους μπελάδες. Όταν δεν προφταίναμε να γράψουμε με το φως της ημέρας, τοποθετούσαμε το λύχνο κοντά στο τραπέζι για να βλέπουμε. Με μια αδέξια κίνηση πολλές φορές αναποδογύριζε το λυχνάρι γεμίζοντας με λάδια βιβλία, τετράδια, τραπεζομάντιλο και πάτωμα. Και δεν έφθανε ο μπελάς να τα ξαναγράψουμε από την αρχή. Είχαμε και τις φωνές της μάνας για το μπελά, που θα τη βάζαμε να καθαρίζει .
Μα το λυχνάρι δεν ήταν χρήσιμο μόνο για φωτισμό. Όταν παρουσιαζόταν στο σώμα μας κάποιος ερεθισμός ή πληγή από χτύπημα παπουτσιού ή τσίμπημα εντόμου, η μητέρα μας έλεγε: <<Λαδάτσι από το λύχνο>>. Βάζαμε το δαχτυλάκι μας πρώτα μέσα στο ζεστό λάδι του λύχνου και μετά στο πονεμένο μέρος. Mα και όταν κάποια πόρτα έτριζε, ή κάποιο κλειδί δεν έφερνε γύρω στην κλειδαριά, πάλι το λάδι του λύχνου τα διόρθωνε. Όταν το πριόνι σερνόταν δύσκολα κατά το κόψιμο των ξύλων, πάλι με το λαδάκι του λύχνου γινόταν η δουλειά μας. Το φως του λυχναριού ήταν σπουδαίο μέχρι την εποχή του 1944-1945. Για να τονίσουν την ομορφιά μιας κοπέλας έλεγαν
Σαν τι το θέλ’ η μάννα σου
τη νύχτα το λυχνάρι,
αφού έχει μες στο σπίτι της
τ’ αστρί και το φεγγάρι!

Αλλά και για να παρηγορήσουν τις άσχημες κοπέλες, οι αρχαίοι έλληνες έλεγαν: Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή, ομοία γίνεται. Δηλαδή άμα σβήσει ο λύχνος ( στο σκοτάδι) όλες οι γυναίκες είναι ίδιες.
Θυμάμαι μετά την κατοχή, το 1944-1945 αλλά και αργότερα, όλα τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο κρατώντας στο χέρι και ένα κυπελλάκι τσίγγινο που έφτιαχνε ο φαναρτζής. Εκεί βάζαμε το γάλα που μας μοίραζαν στο σχολείο. Μπαίναμε στη γραμμή μπροστά από το καζάνι και η μαγείρισσα με μια κουτάλα μας έριχνε ζεστό γάλα. Μια μέρα την στιγμή που η μαγείρισσα γέμιζε το δικό μου κύπελλο, ένα παιδί έσκυψε για να περάσει μπροστά. Την ίδια στιγμή όμως δέχτηκα μια σπρωξιά. Χωρίς να θέλω έλουσα με καυτό γάλα το καημένο το παιδί. Πολύ στενοχωρήθηκα, αν και δεν έφταιγα. Αφού ακόμη το θυμάμαι !
Ο φαναρτζής έφτιαχνε ακόμη διάφορα εκκλησιαστικά είδη, καντήλια και εξαπτέρυγα. Ίσως να απορείτε πώς ξέρω τόσα πολλά γιαυτό το επάγγελμα. Δίπλα στο σπίτι μας είχε το φαναρτζίδικό του, ο μπάρμπα Χρίστος. Ήταν γλυκομίλητος και με τη συμπεριφορά του σου έδινε το θάρρος να τον πλησιάσεις. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς εγώ μικρό παιδάκι, καθόμουνα με τις ώρες στο μαγαζί του παρακολουθώντας κάθε του κίνηση. Παρακολουθούσα πώς μ’ ένα μεγάλο ψαλίδι έκοβε τους τσίγκους, πώς ύστερα πότε με σιδερένιο και πότε με ξύλινο σφυρί, συναρμολογούσε τα κομμάτια.
Μα το πιο ενδιαφέρον ήταν όταν έβαζε το κολλητήρι στα αναμμένα κάρβουνα της φουφούς. Όταν κοκκίνιζε το έβγαζε γρήγορα και πριν κρυώσει το έτριβε μερικές φορές στο νισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) για να καθαριστεί από τις σκουριές. Εν συνεχεία χρησιμοποιώντας καλάι (κασσίτερο), συγκολλούσε τις μεταλλικές επιφάνειες.

Tα πήλινα

Τώρα πια σπάνια βλέπεις καταστήματα με πήλινα είδη όπως πιθάρια για το λάδι ή τις ελιές και πινιώτες (μεγάλα πήλινα βάζα) για να βάζουμε μέσα τυρί με άρμη (αλατόνερο ) ή ελιές. Τις ελιές αυτές δεν μπορώ να τις ξεχάσω.
Σε μια πινιώτα βάζαμε μαύρες ελιές με χοντρό αλάτι για να γλυκιάνουν σιγά-σιγά. Σε άλλη, ελιές σταφιδιασμένες με λίγο αλάτι, για να μη χαλάνε. Αυτές τις τελευταίες τις λέγαμε χουρμάδες. Ήταν τόσο νόστιμες που πολλές φορές κάτω από τα ελαιόδεντρα, την ώρα που μαζεύαμε αυτές τις ώριμες φαγώσιμες ελιές, το χέρι μας κατευθυνόταν στο στόμα για ν’ απολαύσουμε τη νοστιμιά τους. Σε άλλη πινιώτα πάλι πράσινες ελιές, που τις είχαμε ξεπικράνει με ασβεστόνερο. <<Ασβεστοελιές>> τις λέγαμε και ήταν τραγανές και πολύ νόστιμες.
Στην αρχή της συγκομιδής όταν οι πράσινες ελιές ήταν πολύ αγουρωπές, τις τσακίζαμε με μια πέτρα και τις ρίχναμε σ’ ένα βάζο με νερό. Αλλάζοντας αρκετές φορές το νερό, γλύκαιναν και έτσι απολαμβάναμε τη νοστιμιά από τις τσακιστές ελιές.
Το μαγαζί με τα πήλινα είχε ακόμη πατινιώτες (κατσαρόλες) και τσουκάλια με ένα χερούλι στο πλάι για μαγείρεμα. Πήλινες λεκάνες μεγάλες για ζύμωμα και μικρά λεκανάκια (καβάθια). Στάμνες μεγάλες και κανάτια για νερό.
Κάθε πρωί ή και άλλες ώρες της ημέρας λυγερόκορμες κοπέλες έπαιρναν τις στάμνες στον ώμο και ξεκινούσαν για νερό. Τότε δεν είχαμε τις βρύσες μέσα στα σπίτια μας και λίγοι ήταν οι τυχεροί που είχαν πηγάδι στην αυλή. Παρέες-παρέες λοιπόν ξεκινούσαν για κάποιο πηγάδι όπως του Κυπραίου, που είναι κοντά στο δημοτικό σχολείο των Κονιστρών ή πήγαιναν στα Γούργου, που ήταν η μοναδική βρύση κοντά στο χωριό. Βρισκόταν νότια της Αγίας Παρασκευής, σε μια ρεματιά με πλούσια βλάστηση. Τώρα δεν υπάρχει πια.
Στα καταστήματα με τα πήλινα έβλεπες κανάτια από την Αίγινα και κομψοτεχνήματα που είχαν έρθει από τη Σκύρο. Δεν μπορώ να ξεχάσω τα μικρά σκυριανά κανατάκια που μας άρεσαν πολύ γιατί είχαν απέξω διάφορα σχέδια. Και άλλα πολύ μικρότερα που τα γεμίζαμε με νερό, και φυσώντας από ένα ενσωματωμένο σωληνάκι με τρύπες, που είχε στο πλάι, ακουγόταν σφύριγμα, όμοιο με του αηδονιού. Όταν πολλά παιδάκια χρησιμοποιούσαμε αυτά τα πήλινα μικροσκοπικά κανατάκια, νόμιζες ότι ακούς συναυλία πουλιών.
Στα ράφια των καταστημάτων σήμερα σπάνια βλέπεις πήλινα. Αντικαταστάθηκαν από πλαστικά διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων που είναι πολύ ελαφρύτερα από τα πήλινα.
Για μας τα πήλινα ήταν πολύτιμα. Τότε όπως ξέρετε δεν είχαμε ψυγεία. Ένα κανάτι νερό τοποθετημένο στο βορινό παράθυρο που δεν το έβλεπε ο ήλιος, μας πρόσφερε δροσερό νερό. Οι πόροι του ψημένου πηλού άφηναν κάποια υγρασία να βγει στο εξωτερικό μέρος του κανατιού η οποία για να εξατμιστεί τραβούσε θερμοκρασία από το περιεχόμενο του κανατιού. Έτσι μέσα στις ζέστες του καλοκαιριού είχαμε δροσερό νερό.
Για δοκιμάστε ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, να πιείτε νερό από ένα πλαστικό ή μεταλλικό δοχείο που δεν ήταν μέσα σε ψυγείο! Δεν θα ξεδιψάσετε.

Τα κρεοπωλεία

Τα χασάπικα (κρεοπωλεία) ήταν τότε πολύ διαφορετικά. Επειδή δεν υπήρχε σφαγείο, κάθε χασάπης έπαιρνε το αρνί ή το κατσίκι, έβγαινε έξω από το μαγαζί του και το ξάπλωνε στο πεζοδρόμιο με το λαιμό πάνω στο ρείθρο. Τότε τα παιδικά μας μάτια άνοιγαν διάπλατα από τρόμο. Γιατί το ζώο άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Έχουν περάσει εβδομήντα τόσα χρόνια και η καρδιά μου σφίγγεται όταν έρχονται στο νου μου οι παραστάσεις αυτές. Στη συνέχεια παρακολουθούσαμε πώς το έγδερνε ρίχνοντας τις ακαθαρσίες στο μαστέλο και πώς το κρέμαγε στο τσιγκέλι, συνήθως έξω από το μαγαζί του για να το βλέπουν οι πελάτες. Ο χασάπης κρατούσε στο χέρι μια ξεραμένη ουρά από βόδι. Κάθε τόσο με το μακρύ τρίχωμα της ουράς προσπαθούσε να διώχνει τις μύγες. Όταν ερχόταν πελάτης του έκοβε με τη μαχαίρα του όσο κρέας ήθελε, το ζύγιζε, άνοιγε μια τρύπα σε κάποιο σημείο και περνούσε μέσα ο πελάτης το δάχτυλό του. Έτσι το κομμάτι το κρέας, χωρίς περιτύλιγμα, έφθανε στο σπίτι, ακόμη και αν ήταν σε άλλο χωριό.
Τότε δεν υπήρχαν πλαστικές σακούλες που τόσο μας εξυπηρετούν, αλλά και που τόση ζημιά μας κάνουν ρυπαίνοντας το περιβάλλον.
Παλαιότερα, τελάλης πήγαινε στον ανεμόμυλο, μια τοποθεσία που ονομαζόταν έτσι, γιατί φαίνεται ότι κάποτε θα υπήρχε εκεί πραγματικός ανεμόμυλος. (Εκεί σήμερα είναι η δεξαμενή για την ύδρευση των Κονιστρών). Ο τελάλης λοιπόν σχημάτιζε με τα χέρια του χωνί και με όλη τη δύναμή του φώναζε για ν’ ακουστεί στις Κονίστρες και στα τριγύρω χωριά πού αγνάντευε. <<Ο τάδε έσφαξε μοσχάρι. Να πάτε να πάρετε>>. Αυτό γινόταν γιατί τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και το κρέας έπρεπε να ξοδευτεί γρήγορα. Πολλοί για να συντηρήσουν περισσότερο το κρέας, το τοποθετούσαν μέσα σε ένα κοφίνι και το κρεμούσαν μέσα στο πηγάδι. Το ίδιο έκαναν και με τα φρούτα για να τα φάνε κρύα.

Τα φαρμακεία

Τα φαρμακεία και αυτά ήταν τότε πολύ διαφορετικά. Όταν μπαίνει κάποιος σήμερα στο φαρμακείο, ζητά το φάρμακο που θέλει. Συνήθως όμως κρατά στο χέρι το βιβλιάριο με το συνταγολόγιο της υπηρεσίας που είναι ασφαλισμένος. Ο φαρμακοποιός κοιτάζει με προσοχή τη συνταγή του γιατρού και ύστερα περιφέρει ερευνητικά τη ματιά του. Τριγύρω στους τοίχους τζαμαρίες με πολλά ραφάκια που πάνω σ’ αυτά είναι τοποθετημένα πολλά κουτάκια διαφόρων χρωμάτων, μικρά ή μεγαλύτερα. Είναι τα φάρμακα που σε λίγο βρίσκονται στα χέρια του αγοραστή.
Παλαιότερα όμως πριν το 1940, όταν έμπαινες σε φαρμακείο έβλεπες πολλές γυάλες με άγνωστο σε μας περιεχόμενο. Ο φαρμακοποιός, διάβαζε με προσοχή τη συνταγή του γιατρού που του έφερνε ο πελάτης. Έπαιρνε μπροστά του το μεταλλικό ή πέτρινο γουδί. Κοιτάζοντας κάθε λίγο με προσοχή τη συνταγή του γιατρού, ζύγιζε με τη ζυγαριά ακριβείας - που είχε πάντοτε στον πάγκο- έτριβε καλά τα συστατικά τα οποία ήταν σε στερεά κατάσταση, και αν χρειαζόταν έριχνε και διάφορα υγρά. Έτοιμο το φάρμακο, έφτανε στα χέρια του πελάτη. Αυτή τη δουλειά πολλές φορές την έκανε ο βοηθός του φαρμακοποιού, ο φαρμακοτρίφτης.
Όπως καταλαβαίνετε ο φαρμακοποιός τότε έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός κατά την εκτέλεση της συνταγής. Εδώ που τα λέμε δεν έμπαιναν και πολλοί άνθρωποι στο φαρμακείο. Όχι γιατί δεν είχαν ανάγκη. Αλλά γιατί χρησιμοποιούσαν φάρμακα που εύρισκαν μόνοι τους στη φύση, πρακτικά δηλαδή.
Όταν π.χ. κόβαμε λίγο το χέρι ή έτρεχε αίμα από κάποια πληγή, η μητέρα μου πλησίαζε στο τζάκι, άπλωνε το χέρι της μέσα στην καμινάδα όσο μπορούσε πιο ψηλά και έβγαζε με το χέρι της σκόνη από καπνιά που έμοιαζε με μαύρο βαμβάκι. «Έλα να σου βάλου άζα», μας έλεγε. Έτσι αποφεύγαμε τη μόλυνση.
Μερικοί όμως έκαναν κάτι πολύ επικίνδυνο. Έξυναν με το σουγιά τους από το μέσα μέρος τη λουρίδα τους (πέτσινη αντρική ζώνη) και το ξύσμα αυτό το έριχναν πάνω στην πληγή. Ή έκαναν κάτι πολύ-πολύ χειρότερο και πολύ πιο επικίνδυνο για την υγεία. Έβαζαν πάνω στην πληγή καβαλίνα (κοπριά από άλογα ή γαϊδούρια). Άλλοι έπλεναν την πληγή με τα ούρα τους.
Αν το κτύπημα δεν είχε δημιουργήσει τραύμα αλλά μελάνιασμα ή πονούσε, κοπάνιζαν ένα ωμό κρεμμύδι και το έδεναν μ’ ένα πανί στην πληγή.
Συχνά παθαίναμε εγκαύματα. Πρόχειρο φάρμακο το λεμόνι. Αν το κάψιμο ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό υπήρχε άλλη διαδικασία. Έπαιρναν λίγο πολτό από αδιάλυτο σβησμένο ασβέστη και το ανακάτωναν με λάδι ελιάς. Τοποθετούσαν το μείγμα σ’ ένα πανάκι και με αυτό κάλυπταν την πληγή από το κάψιμο.
Πολλές φορές παρουσιαζόταν κάτω από το δέρμα σκληρό κοκκινωπό εξόγκωμα (δοθιήν) που προερχόταν από μόλυνση κάποιας τρίχας και της γύρω περιοχής του δέρματος, που το λέγαμε βούσουνα ή καλόγηρο. Αυτό πονούσε πολύ. Ψήναμε ένα κρεμμύδι, το απλώναμε σ’ ένα χαρτί, ρίχναμε λίγο λάδι ελιάς και το τοποθετούσαμε ζεστό, πάνω στο απόστημα. Το δέναμε μ’ ένα πανί και το αφήναμε αρκετές ώρες. Αυτό επαναλαμβανόταν έως ότου ο βούσουνας σχημάτιζε στην κορυφή μια τρυπούλα από όπου έβγαινε το πύον καθώς το πιέζαμε. Συνεχίζαμε τη θεραπεία τοποθετώντας την τρυπούλα μ’ ένα χαρτάκι λίγη ρετσίνα από έλατο. Αυτό τραβάει το πύον, μας έλεγαν και καθαρίζει ο βούσουνας.
Τότε βλέπετε δεν υπήρχαν τα αντιβιοτικά που τα χορηγεί ο γιατρός και ξενοιάζεις γρήγορα και ανώδυνα.
Πολλές φορές παθαίναμε τριγυρίστρα. Φλεγμονή, δηλαδή με πύον στις άκρες των δαχτύλων των χεριών. Ερεθιζόταν τόσο πολύ που αν δεν το προσέχαμε «έπεφτε» το νύχι.
Για να το προφθάσουμε, μόλις κοκκίνιζε και άρχιζε να μας πονάει, ρίχναμε βραστό νερό σ’ ένα μπολάκι και πλησιάζαμε από πάνω το δάχτυλο. Μετά από λίγο, για κλάσματα του δευτερολέπτου, βάζαμε το δάχτυλο μέσα στο νερό. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές. Εννοείται ότι όσο κρύωνε το νερό το δάχτυλο έμενε περισσότερο χρόνο μέσα στο νερό. Τώρα οι γιατροί συνιστούν μέσα στο μπολάκι να ρίχνουμε και μερικές σταγόνες Betadine.
Για ν’ αποφύγουμε τους τρομερούς πόνους από δάγκωμα σκορπιού, αφήναμε να στάξει το γαλακτώδες υγρό που βγάζουν τα φρεσκοκομμένα φύλα της συκιάς πάνω στο τσίμπημα. Πρώτα όμως ψάχναμε να βρούμε τον ίδιο το σκορπιό. Tο πολτοποιημένο σώμα του, το βάζαμε σαν κατάπλασμα πάνω στο τσίμπημα. Με το ίδιο γάλα της συκιάς όπως το λέγαμε, «μαραίναμε» τις μυρμηγκιές που συχνά έβγαιναν στα χέρια μας.
Στα χρόνια της κατοχής σχεδόν όλοι είχαμε πιάσει ψώρα. Το σώμα γέμιζε από μικρά-μικρά σπυράκια σαν την αναφυλαξία, που προκαλούσε ανυπόφορη φαγούρα. Ήταν πολύ μεταδοτική. Η θεραπεία γινόταν με επάλειψη του ψωραλέου, με μείγμα από λάδι και θειάφι. Ακόμη φάρμακο για τη ψωρίαση ήταν ο χυμός του λεμονιού. Λεμόνι χρησιμοποιούσαμε και στις χιονίστρες.
Όταν κάποιος πάθαινε κρυολόγημα κατά τους χειμωνιάτικους μήνες και παρουσιαζόταν αναπνευστικό πρόβλημα, η διαδικασία ήταν άλλη. Η μάνα έραβε πάνινα σακουλάκια με διαστάσεις περίπου 25 επί 25 εκατοστά. Κατόπιν έπαιρνε χοντρό πίτουρο (φλούδι σιταριού) απ’ αυτό που χρησιμοποιούσαμε για τροφή των ζώων, το έριχνε μέσα σ’ ένα τηγάνι και το ζέσταινε στη φωτιά. Με αυτό γέμιζε το σακουλάκι και έραβε το άνοιγμα. Στη συνέχεια το τοποθετούσε στην πλάτη ή στο στήθος του αρρώστου. Εν τω μεταξύ ετοίμαζε άλλο σακουλάκι με ζεστό πίτουρο για να γίνει αλλαγή. Αυτό συνεχιζόταν αρκετή ώρα και ο άρρωστος ανακουφιζόταν.
Σ’ αυτή την περίπτωση δεν έλειπαν οι βεντούζες και οι εντριβές. Οι βεντούζες ήταν γυάλινες, σαν χοντρά ποτήρια. Στο πίσω μέρος ενός πιρουνιού με κλωστή στερεώναμε καλά ένα κομμάτι βαμβάκι. Το βρέχαμε με οινόπνευμα και το ανάβαμε. Με προσοχή για να μη βάλουμε φωτιά, παίρναμε στο δεξί χέρι τη βεντούζα ( ποτήρι). Για μερικά δευτερόλεπτα, το κρατούσαμε ανάποδα πάνω από τη φλόγα . Ο αέρας μέσα στη βεντούζα ζεσταινόταν, μεγάλωνε ο όγκος του (διαστολή) τόσο, που δεν χωρούσε μέσα στο ποτήρι.
Με γρήγορη κίνηση εφάρμοζε το άνοιγμα του ποτηριού στην πλάτη του αρρώστου. Ο αέρας τώρα μέσα στη βεντούζα κρύωνε συστελλόταν και για να αποκτήσει πάλι τον όγκο που είχε πριν, έκανε το δέρμα στην πλάτη του αρρώστου να φουσκώνει και να κοκκινίζει. Κοίτα έλεγαν, πώς κοκκίνισε η πλάτη. Φεύγει το κρυολόγημα . Και πράγματι. Ο άρρωστος ανακουφιζόταν.
Πολλές φορές όλη η πλάτη ζωγραφιζόταν με ιώδιο. Άλλες φορές πάλι η επάλειψη γινόταν με πετρέλαιο, απ’ αυτό που χρησιμοποιούσαμε στις λάμπες για φωτισμό. Και καθώς ο άρρωστος κυκλοφορούσε έτσι, σκόρπιζε και το άρωμά του.
Όταν πονούσε ο λαιμός άρχιζαν τα ζεστά ροφήματα. Τσάι του βουνού, φασκόμηλο, χαμομήλι, σαλέπι. Το σαλέπι είναι θερμαντικό ποτό, που γίνεται από τις ρίζες του φυτού, το επιστημονικό όνομα του οποίου είναι, όρχις (ορχιδέα).
Το σαλέπι γίνεται από την άγρια ορχιδέα. Θυμάμαι την κατάλληλη εποχή, παίρναμε ένα σκαλιστηράκι και γυρίζαμε στα χωράφια. Όταν η ερευνητική ματιά μας εντόπιζε τα μικρά φυτά με ανθάκια που έμοιαζαν με τις μέλισσες, σκάβαμε στη ρίζα του. Μαζεύαμε τους μικρούς άσπρους βολβούς «κονδύλους» που βρίσκαμε και τα πηγαίναμε στο σπίτι. Η μητέρα τους έπλενε καλά και τους άπλωνε να στεγνώσουν και να ξεραθούν. Τους έτριβε να γίνουν σκόνη. Απ’ αυτή τη σκόνη έριχναν μέσα στο ζεστό νερό και το σαλέπι ήταν έτοιμο. Το ρόφημα αυτό πουλιόταν ζεστό στις πόλεις από τα σαλεπιτζήδικα, που ζήτημα είναι αν τώρα υπάρχει ένα στην Αθήνα. Πουλιόταν ακόμη και από πλανόδιο σαλεπιτζή που το διατηρούσε ζεστό, καθώς γύριζε στις γειτονιές φωνάζοντας: «Σαλέπ ζεστό. Σαλέπ ζεστό».
Τώρα μου ήρθε στο νου ένα σχετικό ανέκδοτο που είχα ακούσει από τη μητέρα μου.
Την εποχή που τα σπίτια δεν ήταν το ένα κοντά στο άλλο και που τα περισσότερα δεν είχαν τουαλέτα, μια γυναίκα που την έλεγαν Τασώ, βγήκε πρωί-πρωί έξω από το σπίτι της να…ανακουφιστεί. Μόλις ετοιμαζόταν να καθίσει κάτω ανασηκώνοντας τις φουστάνες της, ακούει μια φωνή: «Σε λεπ’ Τασώ». Σηκώνεται και πηγαίνει σε άλλο μέρος. Και εκεί όμως πάλι άκουσε: «Σε λεπ’ Τασώ». Σηκώνεται πάλι και πηγαίνει σε άλλο πιο ασφαλές μέρος αλλά και πάλι ακούεται η ίδια φωνή. Τότε αυτή κάθεται κάτω και λέγει: «Με λέπεις δε με λέπεις εγώ θα κάνου τη δουλειά μου».
Τι είχε συμβεί! Όταν ο σαλεπιτζής φώναζε «σαλέπ’ ζεστό» αυτή νόμιζε ότι φώναζε «Σε λέπ’ Τασώ». (Σε βλέπω Τασώ).

Ο γανωτής

Η φωνή του γανωτή «χαλκώματα γανώωωνω…» δεν ακούεται πια αφού όλα μας τα σκεύη είναι ανοξείδωτα. Παλαιότερα τα περισσότερα μαγειρικά σκεύη ήταν φτιαγμένα από χαλκό. Για να χρησιμοποιηθούν στη μαγειρική έπρεπε να περαστούν στο εσωτερικό με επίστρωση από κασσίτερο (καλάι). Έπρεπε δηλαδή να είναι επικασσιτερωμένα (γανωμένα). Διαφορετικά οι άνθρωποι πάθαιναν δηλητηρίαση όταν το λάδι του φαγητού ερχόταν σε επαφή με το χαλκό του μαγειρικού σκεύους.

Ο καρεκλάς

Ο καρεκλααάς, ο καρεκλααάς! Ακουόταν συχνά στις γειτονιές του χωριού. Σε λίγο κάποια νοικοκυρά έβγαζε έξω κάποια παλιά ψάθινη καρέκλα. Τότε δεν τις πετούσαν τις παλιοκαρέκλες .Ο καρεκλάς καθόταν σε μια γωνιά και με το ξεραμένο ψαθί που κουβαλούσε μαζί του, έπλεκε το ψάθινο μέρος του καθίσματος που γινόταν και πάλι σχεδόν καινούργιο.

Ο τροχός

Ο τροχός! Ο τροχός! Μαχαίρια ψαλίδια τροχίζω!
Η φωνή διαπεραστική έφθανε μέχρι μέσα στο σπίτι. Σε λίγο ο τροχός με την κίνηση του ποδιού πάνω στην πατήθρα, γύριζε γρήγορα για να τροχιστούν μαχαίρια και ψαλίδια που είχαν φέρει οι νοικοκυρές για τρόχισμα.
Πολλά παιδάκια παρακολουθούσαμε το θέαμα γιατί τη στιγμή που τρόχιζε, πλήθος από σπίθες ξεπετάγονταν από το σημείο που το μέταλλο ερχόταν σε επαφή με τον τροχό. Μας θύμιζε τα φώσφορακια που βλέπαμε τη νύχτα της Λαμπρής.

Το αργαλειό

Υφάντρες δεν υπάρχουν. Το «τάκου-τούκου» του σπιτικού αργαλειού δεν ακούγεται πια. Οι κοπέλες δεν υφαίνουν τα προικιά τους.
Μια θεία μου μεγάλωσε τα ορφανά παιδιά της, ξενοφαίνοντας στον αργαλειό σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, κουβέρτες μάλλινες ή βαμβακερές, με πανέμορφα σχέδια. Ακόμη και κουρελούδες ύφαινε. Γιατί τότε τίποτα δεν πετούσαμε. Τα παλιά και άχρηστα ρούχα δεν τα πετούσαμε. Τα κόβαμε με το ψαλίδι σε στενές λωρίδες (κουρέλια). Ενώναμε τις λωρίδες αυτές με κλωστή και βελόνα και τα τυλίγαμε σχηματίζοντας μεγάλα κουβάρια διαφόρων χρωμάτων.
Τα κουρέλια λοιπόν αυτά με τον αργαλειό, γίνονταν πανέμορφα στρωσίδια με διάφορα χρώματα και σχέδια. Τσόχινες κουρελούδες από μάλλινα κουρέλια και άλλες με βαμβακερά. Στις φτωχές οικογένειες αυτές αντικαθιστούσαν στρώματα και ζεστά σκεπάσματα για τον ύπνο το χειμώνα.

Ο λαναράς

Δουλειά του λαναρά ήταν να ξαίνει τα μαλλιά από τα πρόβατα. Πριν αρχίσουν οι μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού οι τσοπάνηδες αλλά και οι νοικοκυρές που έτρεφαν λίγα προβατάκια για τις ανάγκες του σπιτιού τους, κούρευαν μ’ ένα ψαλίδι τα μαλλιά των προβάτων. Τα ζώα απαλλαγμένα από το μαλλί θα περνούσαν δροσερό καλοκαίρι. Οι κάτοχοί τους κέρδιζαν από την πώληση του μαλλιού.
Οι νοικοκυρές έπλεναν καλά με ζεστό νερό και σαπούνι τα μαλλιά και τα άπλωναν να στεγνώσουν. Για να «γνέσουν» όμως το μαλλί έπρεπε να το «ξάνουν» με τα’ αδράχτι. Να το κάνουν δηλαδή αφράτο. Αν τα μαλλιά ήταν λίγα, έξαιναν με τα χέρια ή με τα λανάρια που είχαν στο σπίτι τους. Αν όμως ήταν περισσότερα, αυτή τη δουλειά την έκανε ο λαναράς που είχε στο μαγαζί του χειροκίνητα ή μηχανοκίνητα εργαλεία με τα οποία έξαινε, καθάριζε και κτένιζε τα μαλλιά των προβάτων. Τώρα όμως εξαφανίστηκε από τα μέρη μας και αυτό το επάγγελμα. Τα μαλλιά των προβάτων οι περισσότεροι δεν τα χρησιμοποιούν. Αν στις αρχές του καλοκαιριού κάνεις μια βόλτα έξω από το χωριό, θα ιδείς σε διάφορα σημεία πεταγμένα μαλλιά προβάτων.


Η διάστρα

Με την εξαφάνιση του αργαλειού χάθηκαν και οι λιγοστές «διάστρες ή τυλίχτρες» της περιοχής. Αυτές έπαιρναν το νήμα που προοριζόταν για στημόνι και τοποθετούσαν τις κλωστές παράλληλα, τη μια δίπλα στην άλλη. Πρώτα με τη μαγγάνη τύλιγαν κλωστή σε κομμάτια από καλάμι. Τα τοποθετούσαν σε μια συσκευή, το κλουβί, ώστε να ξετυλίγονται όλα συγχρόνως. Έβγαιναν έξω από το χωριό, σε χώρο ανοιχτό. Στερέωναν τις άκρες από τα νήματα σ’ ένα σημείο. Έπαιρναν το κλουβί (υφαντικό εργαλείο με το οποίο φτιαχνόταν το διασμένο νήμα, το διασίδι δηλαδή) στα χέρια και προχωρούσαν ενώ συγχρόνως ξετυλίγονταν οι κλωστές όλες μαζί. Προχωρούσαν τόσα μέτρα όσα ήθελαν να έχει μήκος το πανί που θα έφαιναν. Πήγαιναν πολλές φορές πέρα δώθε ανάλογα με το φάρδος που ήθελαν να έχει το πανί. Σε μια απόσταση που ήταν ίση με το μήκος που ήθελαν να έχει το στημόνι (τόσο μήκος θα είχε και το πανί).
Το ρήμα «γιαντιέμαι» το χρησιμοποιούσαν συχνά οι γυναίκες όταν έβλεπαν κάποιον να πηγαινοέρχεται, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το λόγο. Του έλεγαν : «γιαντιέσαι;»
«Γιαντιέμαι», έλεγε η διάστρα όταν πηγαινοερχόταν ετοιμάζοντας τα νήματα για τύλιγμα στο αντί (εξάρτημα του αργαλειού).

Ελαιοτριβεία

Τα παλαιά ελαιοτριβεία πάνε και αυτά.
Θυμάμαι την εποχή που διαλέγαμε τις ελιές. Ζώα φορτωμένα με ταρπιά (μεγάλα καλαμένια καλάθια) ή σακιά γεμάτα ελιές, έφθαναν στο λιοτρίβι που δεν έμοιαζε με τα σημερινά. Οι μεγάλες πέτρινες ρόδες που πολτοποιούσαν τον ελαιόκαρπο, γύριζαν στο αλώνι με τη δύναμη των ζώων.
Εργάτες με τα χέρια τους τοποθετούσαν τον πολτό από τις θρυμματισμένες ελιές στα τσαντίλα. Αυτά ήταν μαύρα τετράγωνα κομμάτια από χοντρό ύφασμα καμωμένο από τρίχες κατσικίσιες.
Εργάτες πάλι έσπρωχναν με δύναμη το ξύλο που κινούσε το χειροκίνητο πιεστήριο, φωνάζοντας κάθε λίγο «μάινα – βύρα», ώστε συγχρόνως να βάζουν τη δύναμή τους για καλύτερα αποτελέσματα. Με την πίεση του χειροκίνητου πιεστηρίου και με ζεστό νερό που έριχνε κατά διαστήματα άλλος εργάτης, τα τσαντήλια άφηναν να βγεί έξω το λάδι, ενώ μέσα κρατούσαν ότι άχρηστο από τη σάρκα και τα θρυμματισμένα κουκούτσια της ελιάς. Ήταν οι ελαιοπυρήνες ή λιοκούτσι όπως τις έλεγαν μερικοί. Τις ελαιοπυρήνες τις έστελναν σε εργοστάσιο για να βγάλουν πυρηνέλαιο για σαπούνι. Ακόμη τις χρησιμοποιούσαμε σαν πρώτης τάξεως καύσιμη ύλη στο τζάκι ή στη σόμπα.
Με την επίβλεψη του λιοτριβάρη, οι εργάτες κρατούσαν ένα μέρος από το λάδι σαν « δικαίωμα» του ελαιοτριβείου (αμοιβή). Γέμιζαν με το φρεσκοβγαλμένο λάδι τουλούμια από δέρμα κατσίκας (ασκιά), τα φόρτωναν στα ζώα και τα μετέφεραν στο σπίτι του νοικοκύρη. Στο κατώγι του συνήθως υπήρχαν πιθάρια (κιούπια) ήλινα. Εκεί αποθηκευόταν με τον καλύτερο τρόπο το λάδι της χρονιάς.
Την ημέρα που θα βγάζαμε το πρώτο λάδι της χρονιάς, τα παιδιά παίρναμε μια μεγάλη φέτα σπιτικό ψωμί και πηγαίναμε στο λιοτρίβι. Ψήναμε τη φέτα του ψωμιού στην ανθρακιά της φωτιάς που ζέσταινε νερό για τα τσαντήλια. Πάνω στο ζεστό ξεροψημένο ψωμί ρίχναμε μπόλικο φρεσκοβγαλμένο λάδι. Λέγαμε «και του χρόνου», και το τρώγαμε με ευχαρίστηση. Ήταν «η μπουκουβάλα» που θα περιμέναμε πάλι ένα χρόνο για να ξαναφάμε.
Την επομένη η νοικοκυρά έπαιρνε ένα μπουκάλι από το καινούργιο λάδι και γύριζε τα ξωκλήσια ανάβοντας τα καντηλάκια. Ήταν το ευχαριστώ για την καινούρια σοδειά.
Αν από προηγούμενες χρονιές είχε μείνει λάδι ακατάλληλο για το φαγητό, δεν το πετούσαν. Έπαιρναν από το μπακάλικο καυστική σόδα (καυστικό νάτριο) και έφτιαχνε μόνη της η νοικοκυρά σπιτικό σαπούνι, αγνό και υγιεινό. Υπήρχαν διάφορες συνταγές για να φτιάξει κάποιος σαπούνι. Εγώ θα σας περιγράψω εδώ μια εύκολη συνταγή. Μου την έδωσε με ευχαρίστηση, η κυρία Λούλα, μια πολύ καλή νοικοκυρά του χωριού μας. Μαζί μου έδωσε και μια πλάκα σαπούνι για να βεβαιωθώ, για το πόσο καλό είναι.

Σαπούνι ( κρύο χωρίς βράσιμο).


Υλικά
9 κιλά λάδι
3 και μισό κιλά νερό
1 και μισό κιλό σόδα (και περισσότερη αν το λάδι δεν είναι καθαρό).
1 κιλό αλάτι ψιλό.

Εκτέλεση
Ρίχνουμε το λάδι σ’ένα άδειο τενεκέ του πετρελαίου. Στο μισό νερό διαλύουμε το αλάτι και το ρίχνουμε στο λάδι. Ρίχνουμε τη σόδα λίγη λίγη στο άλλο μισό νερό και το προσθέτουμε μέσα στο μίγμα με το λάδι ενώ το ανακατεύουμε συνεχώς.
Το αδειάζουμε στα κασάκια (καλούπια), τ’ αφήνουμε περίπου 8 ώρες και το κόβουμε πριν γίνει τελείως ξερό. Την άλλη μέρα αναποδογυρίζουμε τα κασάκια (καλούπια) και παίρνουμε τις πλάκες με το σαπούνι. Εδώ πρέπει να πούμε ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί αν η σόδα έλθει σε επαφή με το δέρμα δημιουργεί εγκαύματα.
Κανένα παιδί δεν πρέπει να επιχειρήσει μόνο του.
Τα ξυλουργεία

Τα ξυλουργεία που ανάλογα με τον πληθυσμό του χωριού μας ήταν πολλά, δεν υπάρχουν πια.
Όταν πλησίαζες σ’ αυτά σ’ έπαιρνε η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου. Τότε δεν υπήρχαν ηλεκτροκίνητα εργαλεία για την κοπή και την επεξεργασία του ξύλου. Η πλάνη (ροκάνι), το πριόνι, το σκαρπέλο, το σκεπάρνι και το σφυρί ήταν τα σπουδαιότερα εργαλεία. Όταν φωνάζαμε το μαραγκό στο σπίτι για κάποιο μερεμέτι (επιδιόρθωση) στη σκεπή, στο πάτωμα, στις πόρτες, στα παράθυρα ή στα έπιπλα, αυτά τα εργαλεία κουβαλούσε μαζί του.
Το δάπεδο του ξυλουργείου δε φαινόταν. Ήταν καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα από πριονίδια και ροκανίδια. Αχ. Αυτά τα ροκανίδια τι μου θύμισαν τώρα!
Γύρω στα 1943 εγώ και δύο από τ’ αδέλφια μου, λίγο μεγαλύτερα από μένα, θα πηγαίναμε στην Κύμη για να φοιτήσουμε στο γυμνάσιο. Μόνα μας τα παιδιά πηγαίναμε πρώτα και ψάχναμε να βρούμε δωμάτιο. Μόνα συμφωνούσαμε για το ενοίκιο. Τα έπιπλα που έπρεπε να έχει μέσα ήταν: Μία σόμπα καρβούνου για να ζεσταινόμαστε και να βράζουμε το φαγητό μας, τρεις καρέκλες και ένα τραπέζι για να τρώμε και να γράφουμε. Χρειαζόμασταν ακόμη και τρία κρεβάτια. Μα τα κρεβάτια που βρίσκαμε ήταν με «στρίποδα» σιδερένια, πάνω στα οποία είχαν ακουμπήσει ξύλινες τάβλες. Στρώματα δεν υπήρχαν. Θα έπρεπε λοιπόν εκτός από τα κουζινικά, να κουβαλήσουμε ρούχα ύπνου και στρώματα. Τρία στρώματα όμως ήταν δύσκολο να τα μεταφέρουμε από τις Κονίστρες στην Κύμη. Δεν υπήρχαν τότε τα μεταφορικά μέσα που υπάρχουν σήμερα. Δεν μπορούσαμε όμως ν’ αγοράζουμε κάθε χρόνο καινούρια στρώματα. Το καλοκαίρι ξενοικιάζαμε το δωμάτιο.
Ακούτε λοιπόν τι κάναμε. Παίρναμε από το χωριό μας τρία αδειανά στρώματα. Σκέτο πανί. Εύκολη η μεταφορά τους. Στην Κύμη ένα απόγευμα μετά το μάθημα και τα τρία παιδιά μαζί πηγαίναμε σ’ ένα ξυλουργείο και ζητούσαμε από το μαραγκό να μας επιτρέψει να μαζέψουμε ροκανίδια. Άλλο που δεν ήθελε και αυτός γιατί τον απαλλάσσαμε από κάτι άχρηστο. Στο σπίτι γεμίζαμε με αυτά τα στρώματα, ράβαμε το άνοιγμα και τα κρεβάτια μας ήταν έτοιμα.
Σ’ αυτά τα στρώματα κάναμε τα πιο γλυκά όνειρα της ζωής μας. Σ’ αυτό το δωμάτιο που δεν θα ήταν μόνο κρεβατοκάμαρα, αλλά και γραφείο και κουζίνα και τραπεζαρία και σαλόνι, θα μοχθούσαμε έναν ολόκληρο χρόνο για να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Τα λιγνιτωρυχεία Αγίου. Βλασίου

Στο διπλανό χωριό, στον Άγιο Βλάση, υπήρχε κάποτε λιγνιτωρυχείο. Εργάτες άνοιγαν μπούκες (τρύπες) βαθιά μέσα στη γη και έβγαζαν στην επιφάνεια μεγάλα κομμάτια κάρβουνο (λιγνίτη). Τέτοια λιγνιτωρυχεία υπήρχαν σε πολλά μέρη της Εύβοιας. Στην Κύμη, στο Αλιβέρι, στους Αντρονιάνους, στα Πάλιουρα.
Λένε ότι στα πολύ παλιά χρόνια εδώ υπήρχε πλούσια βλάστηση και έτρεφαν καλά βόδια. Από δω μάλιστα πήρε και το όνομα το νησί μας. (Ευ βούς = καλό βόδι). Εύβοια.Η Εύβοια ήταν ενωμένη με την Αττική. Μια λωρίδα ξηράς βούλιαξε έγινε θάλασσα και η Εύβοια νησί.
Στα νερά της θάλασσας που χωρίζουν την Εύβοια από τη Βοιωτία , στον Πορθμό του Ευρίπου συμβαίνει το πιο πολύπλοκο παλιρροϊκό φαινόμενο. Τα νερά επί εξ ώρες πηγαίνουν προς το Βορρά σαν ένα ποτάμι και τις άλλες εξι επιστρέφουν προς το Νότο. Και αυτό συνεχίζεται άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ταχύτητα. Αυτό γίνεται γιατί η έλξη της σελήνης και άλλων ουρανίων σωμάτων κάνει τα νερά εξι ώρες να ανεβαίνουν και εξι ώρες να κατεβαίνουν.
Η Χαλκίδα έγινε γνωστή και φημισμένη εξαιτίας του φαινομένου αυτού.
Σ’ όλη την περιοχή υπήρχαν δάση με χοντρόκορμα δέντρα. Έγινε όμως καθίζηση του εδάφους και τα δέντρα σκεπάστηκαν από πολλά χώματα. Λένε πως ο ασβεστολιθικός σκελετός της Εύβοιας σχηματίστηκε πριν από 240 εκατομμύρια χρόνια. Τα ξύλα των δέντρων με την πίεση, τη θερμοκρασία της γης και την επίδραση άλλων παραγόντων, έγιναν κάρβουνο. Αυτά λοιπόν τα κάρβουνα που με μεγάλο κόπο έφερναν στην επιφάνεια οι λιγνιτωρύχοι ι του Αγίου Βλασίου, τα φόρτωναν σε βαγονάκια.
Από το λιγνιτωρυχείο μέχρι την είσοδο της αποθήκης στις Κονίστρες υπήρχε σιδηροτροχιά. Ένα άλογο περπατώντας κατά μήκος της γραμμής που περνούσε ανάμεσα από αιωνόβια ελαιόδεντρα, έσερνε τα φορτωμένα με κάρβουνο βαγονάκια. Έμοιαζε με τραινάκι που είχε ζωντανή μηχανή (ιπποσιδηρόδρομος).
Όταν έφθαναν στην αποθήκη άδειαζαν το φορτίο τους. Η αποθήκη προς το μέρος του δρόμου (Ερμού) και αρκετά ψηλά, είχε μια πλατιά πόρτα. Το φορτηγό αυτοκίνητο που ήθελε να φορτώσει, πλησίαζε τόσο ώστε τα κάρβουνα εύκολα από την αποθήκη να πέφτουν κατευθείαν στην καρότσα του.
Το στενό δρομάκι που περνάει νότια της Αγίας Παρασκευής και βγαίνει στον Άγιο Βλάση είναι ό,τι απέμεινε από τη σιδερένια γραμμή που ακολουθούσαν τα βαγονάκια.
Το χωριό Άγιος Βλάσης παλιά λεγόταν Πασά, γιατί εκεί ήταν η έδρα του τούρκου Πασά. Δεν πηγαίνουν πολλά χρόνια, το1952 νομίζω, που πήρε το όνομα «Άγιος Βλάσιος» από την εκκλησία του θαυματουργού Αγίου Βλασίου που τον έχουν προστάτη οι κάτοικοι της περιοχής. Κάθε χρόνο στις 11 Φεβρουαρίου που γιορτάζει ο Άγιος, πολύς κόσμος μαζεύεται στην εκκλησία και το χωριό πανηγυρίζει. Η μητέρα μου αλλά και άλλες γυναίκες από τα τριγύρω χωριά, πίστευαν πως ο άγιος μπορεί να κάνει καλά τα άρρωστα παιδία.

Τ’ αλώνια

Βόρια της γραμμής που περνούσαν τα βαγονάκια (εκεί που σήμερα βρίσκονται οι οικοδομές Λιάπη και Τσιμπούκη), ήταν ένας μεγάλος χώρος χωρίς σπίτια. Εδώ ήταν τ’ αλώνια των Κονιστρών.
Τι γινόταν κάθε καλοκαίρι τον Αλωνάρη (Ιούλιο) εδώ στ’ αλώνια! Μόλις έμπαινε ο θεριστής (Ιούνιος) άρχιζαν το θέρισμα.
Με γαϊδουράκια και άλογα κουβαλούσαν δεμάτια θερισμένα στάχυα από σιτάρι, κριθάρι ή βρώμη. Δεμάτια από λαθούρι (απ’ αυτό γινόταν η φάβα), ή βίκο (τροφή για τα ζώα ). Τότε βλέπετε οι κάτοικοι της περιοχής καλλιεργούσαν με αγάπη και όρεξη τη γη. Καλλιεργούσαν τα χωράφια, όσο μικρά και αν ήταν, όσο ανώμαλο κι αν ήταν το έδαφός τους. Έσπερναν για να πάρουν τροφές για τους ίδιους και για τα ζώα τους. Γιατί τότε όλα τα νοικοκυριά είχαν ένα ή περισσότερα ζώα.
Πολύ λυπάμαι τώρα που βλέπω ακαλλιέργητα χωράφια γεμάτα αγκαθωτούς θάμνους. Τι όμορφα που ήταν να βλέπεις από ψηλά τα σπαρμένα με σιτηρά χωράφια! Καθώς έγερναν τα κεφαλάκια τους στο ελαφρύ φύσημα του ανέμου έμοιαζαν με χρυσοπράσινη θάλασσα.
Τα δεμάτια λοιπόν που έφερναν εδώ οι χωρικοί τα τοποθετούσαν σε μια άκρη με τέχνη. Έφτιαχναν ηλαδή θημωνιές και περίμεναν τη σειρά τους. Όταν κάποιο αλώνι άδειαζε, ερχόταν ο βαλμάς. Αυτός δηλαδή που με τα άλογά του θα αλώνιζε. Έλυνε τα δεμάτια και έριχνε τα «χερόβολα» στο αλώνι.
Το αλώνι ήταν ένας χώρος στο έδαφος, κυκλικός με διάμετρο γύρω στα δέκα μέτρα. Στο κέντρο του κύκλου ήταν καρφωμένος γερά στο χώμα ένας ξύλινος στύλος. (Σιδερένιος αργότερα).
Στο στύλο αυτό περνούσαν ένα ευρύχωρο σιδερένιο χαλκά, για να μπορεί να γυρίζει γύρω από το στύλο. Ο βαλμάς έφερνε ένα δύο ή και περισσότερα άλογα. Μ’ ένα σκοινί ένωνε τα χαλινάρια των αλόγων ώστε όταν περπατούν να είναι σε παράταξη, το ένα δίπλα στο άλλο. Την προέκταση αυτού του σκοινιού την έδενε στο χαλκά του μεσιανού στύλου του αλωνιού. Μ’ αυτό τον τρόπο τα άλογα μπορούσαν να περπατήσουν αναγκαστικά μόνο γύρω από το στύλο του αλωνιού. Τα σιδερένια πέταλα που ήταν στερεωμένα με σιδερένια καρφιά στα χοντρά νύχια των ποδιών τους, με κάθε πάτημα θρυμμάτιζαν μεστωμένα στάχυα.
Ο βαλμάς προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει τα άλογά του να τρέχουν πιο γρήγορα γύρω στο αλώνι. Η φωνή του «τα πουλιά μου, τα πουλιά μου» ακουγόταν διαπεραστική. Τα άλογα λες και καταλάβαιναν ότι τα αποκαλούσε γοργόφτερα πουλιά, έτρεχαν γύρω στο αλώνι. Όλοι όμως κρατούσαν καμουτσί (μαστίγιο) και δεν ήταν λίγες οι φορές που έπεφτε με ορμή στα καπούλια των καημένων των ζώων. Άλλοι βαλμάδες στα διπλανά αλώνια επαινούσαν τα δικά τους άλογα με άλλα λόγια. Γινόταν ένα πανδαιμόνιο.
Με κάθε πατημασιά του αλόγου τα στάχυα τρίβονταν κάτω από τα σιδερένια πέταλα ελευθερώνοντας τον καρπό που μέχρι τώρα έκρυβαν μέσα τους.
Και ιδροκοπούσαν τα άλογα, ιδροκοπούσαν και τ’ αφεντικά τους που μέσα στο λιοπύρι πάσκιζαν φιλότιμα. Και μόνο όταν στέγνωνε το στόμα τους από τη δίψα, σταματούσαν για λίγο, πήγαιναν στον ίσκιο της ελιάς έπιναν νερό από το κανάτι και γρήγορα γύριζαν στη δουλειά τους. Όταν έκριναν τι τα στάχυα είχαν θρυμματιστεί ελευθερώνοντας τον καρπό, σταματούσαν το αλώνισμα. Τώρα έπρεπε να ξεχωρίσουν τον καρπό από το άχυρο. Για αυτή τη δουλειά δεν έφτανε μόνο η εργασία του ανθρώπου. Χρειαζόταν και ένα ελαφρύ αεράκι που συνήθως δεν αργούσε πολύ να φυσήξει γιατί τα αλώνια τα έφτιαχναν σε ανοιχτό ορίζοντα.
Τη στιγμή που άρχιζε να φυσά το αεράκι, συγγενείς και φίλοι του νοικοκύρη άφηναν τις δουλειές τους και έτρεχαν με τα «δικούλια» στο χέρι για το «ξανέμισμα». Τα δικούλια ήταν καμωμένα από κομμένα κλαδιά δέντρων και έμοιαζαν με τρίαινες . Σαν ένα μεγάλα ξύλινα πηρούνια. Καθώς με τα δικούλια λίχνιζαν (φτυάριζαν τρόπον τινά) ότι υπήρχε στο αλώνι, το πετούσαν ψηλά. Ο καρπός σαν βαρύτερος έπεφτε μπροστά τους, ενώ το άχυρο, το έπαιρνε ο αέρας πιο πέρα. Μπροστά στον άνθρωπο λοιπόν σχηματίζονταν δύο σωροί. Ένας με καρπό και ένας με άχυρα. Μα για να πάρουμε από το αλώνι καθαρό καρπό χρειαζόταν και άλλη διαδικασία.
Με ξύλινα φτυάρια τώρα συνέχιζαν την ίδια δουλειά, ώστε ο αέρας να παρασύρει ότι αχυράκια είχαν μείνει. Με κάθε φτυαριά που τιναζόταν στον αέρα ο καρπός έπεφτε πιο καθαρός. Κατόπιν έπρεπε να σκουπίσουν το αλώνι για να μαζέψουν τον καρπό σε ένα σωρό. Αυτή η δουλειά γινόταν με το «παράσαρο». Αυτό ήταν μια σκούπα που την έφτιαχναν μόνοι τους οι χωρικοί. Έπαιρναν μια μεγάλη αστυφιά (αγκαθωτός θάμνος). Για μερικές ημέρες την άφηναν πλακωμένη κάτω από μια βαριά πλάκα. Όταν ανασήκωναν την πέτρα η αστυφιά είχε πάρει το πλακέ σχήμα της σκούπας. Στη συνέχεια την έδεναν σ’ ένα ξύλο και το παράσαρο ήταν έτοιμο. Μ’ αυτό σκούπιζαν το αλώνι. Τέτοιο παράσαρο χρησιμοποιούσαμε και όταν θέλαμε να σκουπίσουμε τις αυλές των σπιτιών που δεν ήταν στρωμένες με τσιμέντο ή πλάκες, αλλά με χώμα.
Τέλος έφερναν ένα μεγάλο ορθογώνιο κόσκινο το δριμόνι. Οι τρύπες του είχαν το μέγεθος του καρπού. Από τη μια στενή του πλευρά το στήριζαν σ’ ένα ξύλο. Από την απέναντι πλευρά του το κρατούσε κάποιος και κουνώντας το μπρος- πίσω, κοσκίνιζε. Κάτω έπεφτε καθαρός καρπός, ενώ μέσα στο δριμόνι έμεναν τα ξένα σώματα και υπολείμματα από άλλα μέρη του φυτού.
Έφτανε η ώρα να μετρήσουν τη σοδιά τους. Αυτή η δουλειά γινόταν με το ξάγι. Το ξάγι ήταν ένα δοχείο που χώραγε δώδεκα οκάδες (περίπου 16 κιλά).
Ο καθαρός καρπός μέσα στα τσουβάλια, έπαιρνε το δρόμο για το σπίτι και το άχυρο για τον αχυρώνα, αφού πρώτα οι νοικοκυραίοι αντάλλασσαν ευχές: «καλοξοδεμμένο! και του χρόνου» !
Έτσι τελείωνε το πανηγύρι! Γιατί σαν πανηγύρι έβλεπαν όλοι το αλώνισμα. Και όπως φαίνεται δεν θα ξαναζήσουμε αυτές τις εμπειρίες. Στο χωριό μας τώρα σχεδόν κανείς δεν καλλιεργεί τα χωράφια του.
Μα και στις περιοχές που ασχολούνται με την καλλιέργεια των σιτηρών, με άλλο τρόπο ξεχωρίζουν τον καρπό από το άχυρο. Με τις αλωνιστικές μηχανές.
Αξίζει να σας περιγράψω ό,τι παρακολούθησα σε κάποιο αγροτικό χωριό, τη Βύρα όπου βρέθηκα ένα καλοκαίρι.
Σ’ ένα ίσιωμα οι χωρικοί είχαν τοποθετήσει τα δεμάτια με τα στάχυα, φτιάχνοντας ο καθένας από μια θημωνιά. Σαν ήρθε η αλωνιστική μηχανή, κατέφθασαν οι χωρικοί με τα αδειανά τσουβάλια στα χέρια. Ένας-ένας με τη σειρά του πλησίαζε στη μηχανή που δούλευε με θόρυβο για να πάρει τους καρπούς των κόπων του. Πριν ασφαλίσουν όμως τα σακιά για να τα φορτώσουν στα ζώα που θα τα μετέφεραν στο σπίτι τους κάτι σπουδαίο γινόταν που μου έκανε πολύ καλή εντύπωση.
Ένας χωρικός κρατώντας ένα αδειανό στην αρχή σακούλι, πλησίαζε έναν-έναν τους παραγωγούς κι εκείνοι πρόθυμα άπλωναν τις φούχτες στη δικιά τους σοδειά, για να ρίξουν μέσα στο σακούλι που περιφερόταν ό,τι είχαν ευχαρίστηση. Όταν με είδαν που κοιτούσα με απορία, μου εξήγησαν: «Σε κάποια οικογένεια ο πατέρας είναι τυφλός. Του μαζεύουμε το ψωμί της χρονιάς του». Έτσι απλά μου περιέγραψαν οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι ο μεγαλείο της ψυχής τους!

Οι γύφτοι

Αυτά λοιπόν σχετικά με το αλώνισμα και με τα αλώνια. Αλλά μη νομίσετε ότι τ’ αλώνια έμεναν έρημα. Παρέες παιδιών έφθαναν εκεί από όλες τις γειτονιές του χωριού, όταν το παιγνίδι τους απαιτούσε μεγάλο χώρο. Μα μια ιδιαίτερη μέρα γέμιζε κυριολεκτικά από παιδιά και συχνά από μεγάλους, που τα συνόδευαν. Ήταν η Καθαρή Δευτέρα.
Εδώ σχεδόν πάντοτε φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι κατάλληλο για το πέταγμα του αετού. Του αετού που από μέρες είχαν φτιάξει μόνα τους τα παιδιά με καλάμια, με χρωματιστά χαρτιά, με αλευρόκολλα και με πολύ φαντασία και τέχνη. Τα αλώνια λοιπόν ήταν ο παιγνιδότοπος του χωριού. Οι μανάδες που αναζητούσαν τα παιδιά τους, συχνά τα έβρισκαν στ’ αλώνια.
Μερικές φορές όμως τα παιδιά έβρισκαν κατειλημμένο το χώρο. Τσιγγάνοι ή γύφτοι, οδηγούσαν εδώ φάλαγγα από κάρα και γαϊδουράκια, φορτωμένα μπόγους και παιδιά. Έστηναν το νοικοκυριό τους μέσα και έξω από τα τσαντίρια τους. Εμείς, τα παιδιά του χωριού, παρακολουθούσαμε αδιάκριτα κάθε τους κίνηση. Τοποθετούσαν στη γη δύο ορθογώνιες πέτρες σε μικρή απόσταση. Πάνω σ’ αυτές στερέωναν την κατσαρόλα τους, που δεν ήταν και μικρή, αφού και τα άτομα που θα έτρωγαν ήταν πολλά. Ανάμεσα στις πέτρες και κάτω από την κατσαρόλα άναβαν φωτιά. Το φαγητό έβραζε. Η μυρωδιά του μας έσπαζε τη μύτη. Κυρίως όταν μαγείρευαν σκαντζόχοιρο, που ήταν το καλύτερό τους φαγητό.
Αλαλούμ από φωνές μεγάλων, ξεφωνητά και κλάματα μικρών παιδιών αλλά και βελάσματα ζώων που έσερναν μαζί τους για το γάλα, γκαρίσματα από τα γαϊδουράκια τους και γαυγίσματα σκύλων.
Εδώ θα πρέπει να σας πώ ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που έφερναν μαζί τους και μια αρκούδα. Ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του, γύριζε στα χωριά. Όπου έβλεπε παρέες χωρικών, κυρίως μπροστά στα καφενεία, σταματούσε και άρχιζε να χτυπά το τύμπανο. Η αρκούδα που ήταν δεμένη με μια αλυσίδα, σήκωνε πάνω τα μπροστινά της πόδια και χόρευε με τα πισινά της πόδια στο ρυθμό που χτυπούσε το τύμπανο. Όταν τελείωνε ο χορός, η αρκούδα εκτελούσε και άλλα παραγγέλματα. Στις ερωτήσεις του αφεντικού της π.χ. «Πώς κοιμάται ο γέρος με τη γραία;», η αρκούδα ξάπλωνε φαρδιά πλατειά στο χώμα. Τελειώνοντας η αρκούδα έκανε βαθιά υπόκλιση, ενώ ο αρκουδιάρης με το δίσκο στο χέρι περνούσε εμπρός από τους θεατές για να εισπράξει τον οβολό τους.
Γελούσε και διασκέδαζε ο κόσμος με το χορό της αρκούδας. Δεν ήξερε όμως ότι η αρκούδα δεν χόρευε από χαρά αλλά από φόβο. Για να την εκπαιδεύσουν να στέκεται στα δύο πισινά της πόδια, τι νομίζετε ότι της έκαναν: Έβαζαν την αρκούδα να σταθεί σε κάποιο σημείο. Η επιφάνια που πατούσαν τα μπροστινά της πόδια, θερμαινόταν από κάτω τόσο πολύ, που μη μπορώντας να υποφέρει το κάψιμο, τα σήκωνε πάνω και στηριζόταν μόνο στα πισινά της πόδια, που πατούσαν σε δροσερό έδαφος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο εκπαιδευτής αρκουδιάρης κτυπούσε ρυθμικά το τύμπανο. Έτσι η αρκούδα η καημένη όταν άκουγε τους κτύπους από το τύμπανο, σήκωνε τα μπροστινά της πόδια για να μην καεί.
Κι εμείς διασκεδάζαμε, μη γνωρίζοντας τι είχε προηγηθεί.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Επειδή η αρκούδα είναι πολύ δυνατό ζώο για να τους ακολουθεί, την είχαν δεμένη από ένα χαλκά που ήταν περασμένος στα χείλη της. Αν προσπαθούσε να αντισταθεί, δεν θα άντεχε στον πόνο που θα της προκαλούσε ο χαλκάς.
Οι ζωόφιλοι δεν το αγνόησαν αυτό. Με ενέργειές τους, απαγορεύτηκε δια νόμου η κακομεταχείριση της αρκούδας. Κανείς πια δεν τις σκλαβώνει. Λίγες που έχουν απομείνει στα δάση μας κυκλοφορούν ελεύθερες προστατευμένες από το κράτος.
Πιο διασκεδαστικό ήταν το θέαμα του γύφτου με τη μαϊμουδίτσα. Όταν χτυπούσε το ντέφι του ο γύφτος, η μαϊμουδίτσα έκανε τούμπες απανωτές και μας έκανε να γελάμε με την καρδιά μας. «Πώς βάφονται οι κυρίες;» τη ρωτούσε ο κύριός της. Η μαϊμού έκανε πώς βάφονται. «Πώς χαιρετάνε κάποιον που φεύγει ταξίδι;» ρωτούσε ο γύφτος τη μαϊμού. Κι εκείνη κουνούσε τα χέρια της κι έστελνε φιλιά.
«Δείξε στα παιδιά να σε χειροκροτήσουν» πρόσταζε και η μαϊμού χτυπούσε παλαμάκια.
«Πάρε τώρα το ντέφι και γύρισε να μαζέψεις λεφτά» της έλεγε. Κάνοντας τούμπες το ζωάκι πλησίαζε έναν έναν τους θεατές, έκανε υπόκλιση κι άπλωνε το ντέφι που γέμιζε σε λίγο με πεντάρες, δεκάρες, πενηνταράκια, δραχμούλες .
Τότε δεν υπήρχε το ευρώ.
Μα και οι γύφτοι με τις μαϊμουδίτσες έχουν εξαφανιστεί πια από τους δρόμους και τις γειτονιές.
Κάθε φορά όμως που βλέπουμε ζώα στο τσίρκο ή αλλού να κάνουν τούμπες ή να εκτελούν διάφορα νούμερα για να μας διασκεδάσουν, ας μη μας διαφεύγει ότι έχουν βασανιστεί άγρια, για να μας προσφέρουν αυτό το θέαμα.
Οι τσιγγάνοι ή γύφτοι για τους οποίους μιλούσαμε, είναι διασκορπισμένοι σε πολλά μέρη του κόσμου. Έχουν την προέλευσή τους από τις νομαδικές φυλές της Ινδίας. Στην Ελλάδα ζούν μερικές χιλιάδες τσιγγάνοι, σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας. Η γλώσσα τους ανήκει στη νέοϊνδική ομάδα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ασχολούνται συνήθως με τα έργα του μεταπράτη, του γυρολόγου, του σιδηρουργού και του μουσικού. Ονομαστοί είναι οι τσιγγάνοι μουσικοί και βιολιστές της Αυστρίας και της Ουγγαρίας.
Όταν ένα καλοκαίρι επισκεφθήκαμε στη Βουδαπέστη, το πρώτο που μας σύστησαν ήταν να περάσουμε ένα βράδυ σε κέντρο, ακούγοντας τσιγγάνικα βιολιά. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά.
Ονομαστές επίσης είναι και οι τσιγγάνες χορεύτριες της Ισπανίας. Ένα άλλο καλοκαίρι που βρεθήκαμε στη Βαρκελώνη απολαύσαμε και εμείς τον υπέροχο τσιγγάνικο χορό «φλαμέγκο». Λυγερόκορμες τσιγγάνες με τις ιδιόμορφες, πολύχρωμες φορεσιές τους στριφογύριζαν στον ήχο της μουσικής, μαγεύοντας τους πάντες.
Οι τσιγγάνες που κατασκήνωναν στ’ Αλώνια των Κονιστρών, αφού τακτοποιούσαν πρόχειρα το νοικοκυριό τους ντυμένες με τις πολύχρωμες φορεσιές τους και μανδήλες στο κεφάλι τους, έπαιρναν τους δρόμους. Φορτωμένες με ανάλογο εμπόρευμα, γύριζαν στις γειτονιές του χωριού φωνάζοντας: «κόσκινα, κυράδες, κόσκινα ». Είχαν διάφορα κόσκινα: Σίτες ή κρισάρες λέγαμε αυτά που χρησιμοποιούσαν για να κοσκινίζουν το αλεύρι που είχαμε για ζύμωμα. Το κόσκινο άφηνε το καθαρό αλεύρι να πέσει στη ξύλινη σκάφη του ζυμώματος. Μέσα στο κόσκινο έμενε το φλούδι από το σιτάρι ( πίτουρο) και ότι ξένο σώμα τυχόν υπήρχε στο αλεύρι. Άλλα κόσκινα ήταν για τον τραχανά. Αυτά στο κάτω μέρος είχαν τεντωμένο δέρμα η μεταλλικό έλασμα γεμάτο μικρές στρογγυλές τρυπούλες. Σ’ αυτό έτριβαν οι νοικοκυρές το ζυμωμένο ξινό τραχανά, αφού πρώτα τον στέγνωναν λίγο. Άλλα στο κάτω μέρος είχαν συρμάτινο πλέγμα για να κοσκινίζουν διάφορους καρπούς και το σιτάρι πριν το στείλουν στο μύλο για να το κάνουν αλεύρι. Κάτω έπεφτε καθαρός ο καρπός.
Άλλες τσιγγάνες, κρατώντας μικρούς μπρούτζινους γυαλιστερούς κυλινδρικούς μύλους, γύριζαν και αυτές φωνάζοντας: «Μύλους, μύλους»!
Τους μύλους αυτούς τους χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για να τρίψουν τον καφέ, που μόνες τους είχαν καβουρδίσει με το καβουρντιστήρι, πάνω από τα αναμμένα ξύλα. Το καβουρδιστήρι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό σκεύος που από το κέντρο του κατά μήκος περνούσε μια σιδερένια σούβλα. Όπως γυρίζουμε τη σούβλα με το αρνί για να ψηθεί, έτσι γύριζαν το καβουρδιστήρι πάνω από τη φωτιά για να καβουρδιστεί ο καφές που είχαν μέσα. Το άρωμα του καφέ εκείνη τη στιγμή γέμιζε τη γειτονιά. Τότε βλέπετε δεν υπήρχε στο χωριό καφεκοπτείο. Ούτε πουλούσαν τα μπακάλικα τριμμένο καφέ έτοιμο. Τα καφενεία που διέθεταν φρεσκοκαβουρδισμένο και φρεσκοκομμένο καφέ είχαν περισσότερους πελάτες.
Στην εποχή της πείνας (1940-1944) που δεν υπήρχε καφές, καβούρδιζαν και έτριβαν ρεβίθια, κριθάρι, βελανίδια…αντί για καφέ.
Στο δρόμο τους οι τσιγγάνες αν συναντούσαν κάποιο νεαρό άτομο, αγόρι ή κορίτσι ή και μεγαλύτερους, σταματούσαν μπροστά τους λέγοντας: «Να σε πώ τη μοίρα; Ασήμωσε! Ντέρτια πολλά έχεις». Πολλοί αφελείς, αφού άνοιγαν την παλάμη τους, γιατί πολλές τσιγγάνες ασχολούνταν με τη χειρομαντεία, άκουαν τις προβλέψεις της τσιγγάνας: «Πολλά λεφτά θα πάρεις. Θα περάσεις μεγάλη πόρτα. Θα πάνε καλά οι δουλειές σου». Και άλλες ευχάριστες ή δυσάρεστες προβλέψεις. Φυσικά έπαιρναν την αμοιβή τους.
Μικρές τσιγγανοπούλες έξω από τα καφενεία άρχιζαν το χορό για να εισπράξουν και αυτές κάποιο νόμισμα. Όλα τα άτομα κάτι θα έκαναν για να ενισχύσουν οικονομικά το μπουλούκι.
Άλλες ηλικιωμένες γύφτισσες έπαιρναν σειρά τα σπίτια ζητιανεύοντας με τέτοια επιμονή, που σπάνια έφευγαν από το σπίτι χωρίς να πάρουν κάτι. Τώρα πια δεν βλέπουμε τους τσιγγάνους να κυκλοφορούν με κάρα και γαϊδουράκια. Απέκτησαν όλοι τροχοφόρα και με μικρά ή μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα μεταφέρουν τις πολυμελείς οικογένειές τους από τόπο σε τόπο. Μαζί και τα υπάρχοντά τους. Τις περισσότερες φορές όμως χρησιμοποιούν τα τροχοφόρα τους για να μεταφέρουν και τα εμπορεύματά τους. Γιατί οι τσιγγάνοι είναι και καλοί έμποροι.
Αυτά λοιπόν για τα αλώνια, που τώρα τίποτα δεν θυμίζουν απ’ όλα αυτά που σας είπα. Ο χώρος τώρα έχει γίνει ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο, από όμορφα σπίτια με κήπους.
Τι μεγάλη αλλαγή από τότε που περνούσαμε με το γαϊδουράκι μας για να πάμε στη θάλασσα!

Το Κάδδι

Γειτονικό χωριό που πήρε αυτό το όνομα γιατί σε αυτό έμενε ο τούρκος Καδδής ή Κατής. Αυτός ήταν ιεροδικαστής, που δίκαζε σύμφωνα με τον ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, κυρίως κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις. Ήταν σαν να λέγαμε σήμερα ειρηνοδίκης.
Από τους μεσαιωνικούς χρόνους, στο κέντρο του χωριού δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, βρίσκεται ένας καλοδιατηρημένος πύργος που αρχικά ήταν ψηλότερος από αυτόν που βλέπουμε σήμερα. Λένε πως όταν χρειάστηκαν πέτρες για να τελειώσουν την παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, πήραν πέτρες από τον πύργο. Τώρα στην ίδια θέση έχει κτιστεί καινούρια.
Πύργος είναι ένα ψηλό στέρεα κατασκευασμένο οικοδόμημα, κατάλληλο για την άμυνα μιας πόλης ή φρουρίου ή τοποθεσίας. Τέτοιοι πύργοι υπάρχουν στο Κουρούνι, στους Κήπους, στο Αυλωνάρι.
Από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι υπάρχουν και άλλοι πύργοι. Αλλοτινά σύμβολα μεγαλείου και δύναμης, αλλά και ανασφάλειας και βίας. Ο ένας πύργος αγναντεύει τον άλλο. Τότε που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα επικοινωνίας, οι συνεννοήσεις γίνονταν με τη βοήθεια αυτών των πύργων. Οι φωτιές που άναβαν στο πιο ψηλό σημείο του πύργου έδιναν σύνθημα στον επόμενο. Από αυτόν δινόταν το σύνθημα στον επόμενο, έως ότου από πύργο σε πύργο το μήνυμα έφτανε στον προορισμό του.
Λένε πως όταν οι Αχαιοί κυρίεψαν την Τροία, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έφτασε το χαρούμενο μήνυμα στους έλληνες, με φωτιές που άναβαν στα ενδιάμεσα υψώματα.
Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν και τόσο εύκολο να πας στο Κάδδι. Για μένα τουλάχιστον! Ο δρόμος ήταν στενός και γεμάτος πέτρες. Αλλού πάταγες και αλλού βρισκόσουν. Και νάταναι μόνο αυτό; Δεξιά και αριστερά θάμνοι και πελώρια πουρνάρια. Τα τελευταία καθώς άπλωναν από πάνω τα κλαδιά τους, σκοτείνιαζαν το μονοπάτι. Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρομάρα που περνούσα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, μέχρι να περάσω από κει και ν’ αγναντέψω το βουνό που φαινόταν μόλις φτάναμε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Τώρα όπως βλέπετε έχει ωραίους δρόμους. Τα σπίτια όμορφα με κήπους, πλήθυναν τόσο που ενώθηκαν με τις Κονίστρες.
Κύρια ασχολία των κατοίκων την εποχή εκείνη ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία και η υλοτομία.
Οι υλοτόμοι (ξυλοκόποι) έπαιρναν ένα μεγάλο πριόνι που χρειαζόταν δύο ανθρώπους για να χρησιμοποιηθεί και πήγαιναν στο βουνό, στο δάσος με τα πολλά έλατα. Καταδίκαζαν ένα δέντρο σε θάνατο και αμέσως άρχιζαν δουλειά. Ο ένας έπιανε τη μια άκρη του πριονιού κι ο άλλος την άλλη. Κάθε φορά που ο καθένας έσερνε προς το μέρος του το μεγάλο πριόνι, το δέντρο δεχόταν αδιαμαρτύρητα μια βαθιά πληγή στον κορμό του. Δεν περνούσε πολλή ώρα και το περήφανο έλατο που άλλες ημέρες φιλοξενούσε πλήθος από πουλάκια στα κλαδιά του, που με τις ρίζες του συγκρατούσε τα νερά της βροχής, που μας έδινε τον καθαρό αέρα και άλλα πολλά δώρα, βρισκόταν νεκρό ξαπλωμένο στη γη. Με πολύ κόπο χρησιμοποιώντας πάντα το πελώριο χειροκίνητο πριόνι, έκοβαν με τέτοιο τρόπο τον κορμό του δέντρου ώστε να γίνει ξυλεία για τις οικοδομές της περιοχής.
Οι κτηνοτρόφοι του Καδδίου προμήθευαν την αγορά των Κονιστρών με γάλα, τυρί, κρέας, μαλλιά. Γιατί τότε τα μαλλιά από τα πρόβατα δεν τα πετούσαν. Τα αγόραζαν οι νοικοκυρές, τα έπλεναν, τα στέγνωναν, τα καθάριζαν, τα έξαιναν με τα χέρια, ή με τα λανάρια ή τα πήγαιναν στο λαναρά. Γέμιζαν τη ρόκα τους με αφράτο μαλλί και με το δράχτι που το στριφογύριζαν, έγνεθαν φτιάχνοντας μάλλινο νήμα. Με τα νήματα αυτά έφτιαχναν πλεχτές φανέλες, υφαντές κουβέρτες και στρωσίδια.
Κάθε φθινόπωρο πριν πιάσουν τα κρύα του χειμώνα και πριν τα καδδίτικα βουνά σκεπαστούν από το κάτασπρο χιόνι, οι κτηνοτρόφοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Τα πήγαιναν στη Βύρα, στου Καλέτζι στα Αμπελούσα, στα Ζάρκα…Εκεί σπάνια έπιανε χιόνι. Την άνοιξη πάλι που μπουμπούκιαζαν τα κλαδιά πριν πιάσουν οι ζέστες του καλοκαιριού, επέστρεφαν στα παλιά τους λημέρια.
Τα παιδιά του χωριού, μόλις ακούγαμε κουδουνίσματα από τα τροκάνια (κουδούνια) που φορούσαν στο λαιμό τους τα πρόβατα, τρέχαμε έξω για ν’ απολαύσουμε το θέαμα. Πολλά πρόβατα με σκυμμένο το κεφάλι, στη γραμμή χωρίς βήμα, ακολουθούσαν το κεσέμι. Το κριάρι δηλαδή που πήγαινε μπροστά φορώντας μεγαλύτερο τροκάνι. Αυτό ήταν ο οδηγός τους. Κάπως έτσι φαίνεται θα περπατούσαμε και εμείς μερικές φορές στη γραμμή του σχολείου, όταν οι δάσκαλοι μας έλεγαν: «Ψηλά το κεφάλι! Σαν τα πρόβατα πάτε».
Όλοι οι χωρικοί αγαπούσαν τη γη και δεν άφηναν ούτε σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Ακόμη πράγμα παράξενο, πολλοί ήταν ψαράδες αν και το χωριό δεν ήταν παραθαλάσσιο. Έφευγαν πολύ πρωί από το χωριό. Έφταναν στην ακρογιαλιά την ώρα που οι βαρκάρηδες έβγαιναν με τα δίκτυα τους γεμάτα. Γέμιζαν τα καλάθια τους που είχαν κρεμασμένα δεξιά και αριστερά στο σαμάρι του ζώου και γρήγορα έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού διαλαλώντας το εμπόρευμά τους, καθώς περνούσαν από τα διάφορα χωριά. «Ψάρια, ψάριααα. Ψάρια, μαρίδααα. Εχομε σαρδέλες, σαν τις όμορφες κοπέλες». Έπρεπε η δουλειά αυτή να γίνει γρήγορα, κυρίως αν ήταν καλοκαίρι. Τότε βλέπετε δεν υπήρχαν ψυγεία. Αυτά για το Κάδδι.
Πολύ το αγαπώ αυτό το χωριό! Δέκα εφτά χρόνια, από το 1957 μέχρι το 1974, έζησα τις λαχτάρες των παιδιών του. Και πολύ χαίρομαι όταν συναντώ τα παιδιά της εποχής εκείνης, τώρα πια παππούδες και γιαγιάδες.

Εκδρομής συνέχεια…

Καλές οι αναμνήσεις αλλά πρέπει να συνεχίσουμε την εκδρομή μας.
Όλη η συνοδεία τράβηξε προς τα Βόρια. Εκεί κοντά είναι το Γυμνάσιο των Κονιστρών που τότε, γύρω στα 194 είχε μόνο δύο αίθουσες. Γιατί τότε λειτουργούσε σαν Αστικό Σχολείο με δύο τάξεις μόνο. Αργότερα λειτούργησε με δύο τάξεις του Οκταταξίου Γυμνασίου. Και πολύ αργότερα λειτούργησε με όλες τις τάξεις. Τώρα έχουν κτιστεί πολλές αίθουσες. Λειτουργεί γυμνάσιο, λύκειο …
Απέναντι από το γυμνάσιο στα δεξιά του δρόμου βρίσκεται το λιθόκτιστο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Η μητέρα σήκωσε το χέρι και λέγοντας «Βόηθα Θε μου», έκανε το σταυρό της. Αυτομάτως όλα τα παιδιά κάναμε το ίδιο. Μα και σ’ όλο το δρόμο όπου βλέπαμε εκκλησάκι ή εικονοστάσι στην άκρη του δρόμου, δείχναμε το σεβασμό μας με τον ίδιο τρόπο.
Εδώ έλεγε, στην άκρη του χωριού έχουμε τον Άγιο Δημήτρη να μας φυλάει. Στην άλλη άκρη νότια, έχουμε την Αγία Μαρίνα. Μεγάλη η Χάρη της! Στη μέση του χωριού, η Αγία Τριάδα, μας προστατεύει για όλη την εβδομάδα.
Μη ξεχνάτε παιδιά μου, μας έλεγε, σε κάθε δυσκολία να ζητάτε με προσευχή από το Θεό να σας βοηθήσει. Και ο Θεός θα σας κάνει τη χάρη, αν αυτό που ζητάτε είναι για το καλό σας. Μη ξεχνάτε ακόμη να λέτε πρώτα ένα ευχαριστώ για τα καλά που μας δίνει. Αχ! Γλυκές παιδικές αναμνήσεις!
Σήμερα ο μικρός περίβολος της εκκλησίας είναι στολισμένος με το άγαλμα ενός κονιστριάτη ήρωα της επαναστάσεως. Είναι ο ιατροφιλόσοφος Γεώργιος Χρυσοχόος, ο Κονίστριος.
Εδώ νομίζω ότι αξίζει να σας μεταφέρω την ομιλία που άκουσα κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής, στις 25- 11-1973 στις Κονίστρες.

«Ο Σύλλογος των εν Αττική Κυμαίων, μετά από την εγκατάσταση του αγάλματος Βελισσαρίου, του μνημείου πεσόντων, της προτομής Παπανικολάου στην Κύμη και του Κούκη στο Αυλωνάρι, θεωρεί ευτυχές γεγονός, το ότι επέτυχε να στηθεί η προτομή του ιατροφιλοσόφου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ του ΚΟΝΙΣΤΡΙΟΥ, εδώ στην πατρίδα του.
Ποίος ο τιμώμενος; Εγεννήθη στις Κονίστρες το 1750. Ορφάνεψε 13 ετών από πατέρα. Από ιερομόναχο της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας, εμφυτεύτηκε εντός του, η δίψα της μαθήσεως και ο έρωτας για την ελευθερία. Γι’ αυτό διακόπτεται η αιγοβοσκή του ορφανού Γεωργίου, τον οποίο μ’ ένα Κουμιώτικο καράβι στέλνουν στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας του Άθω, όπου εμόναζε συγγενής του. Σωστά εκτιμώντας ο ιερομόναχος του Άθω, την έφεση για μάθηση του ανεψιού του, τον στέλνει σε άλλο συγγενή του, στις ακμάζουσες τότε Ελληνικές παροικίες του Βουκουρεστίου. Εδώ βρίσκοντας πρόσφορο κλίμα και προ παντός μέσα, βοηθήθηκε και εξάντλησε όλη του την εφηβεία σε κατάρτιση μέχρι πανεπιστημιακής στάθμης. Το1778 απεφοίτησε από το ιταλικό πανεπιστήμιο της Παβία, με δύο διπλώματα, της ΙΑΤΡΙΚΗΣ και της ΦΙΛΟΣΟΦΙΑς. Τόση η δίψα του για επιμόρφωση, ώστε πηγαίνει στο σπουδαίο τότε Πνευματικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Παδούης για τέσσερα χρόνια. Και εκεί διακρίνεται. Επειδή γνώριζε καλά τη Λατινική γλώσσα, δίδαξε σαν έκτακτος καθηγητής Πανεπιστημιακής Έδρας της Φιλοσοφίας.
Το 1778-1784 μορφώθηκε περισσότερο στο Παρίσι. Η Πρυτανεία τον προόριζε να καταλάβει έδρα του πανεπιστημίου των Παρισίων.
Η αγάπη όμως για την πατρίδα του, τον έκανε να σκεφθεί ότι το υπόδουλο γένος τον χρειάζεται περισσότερο. Έτσι με δύο ακόμη διπλώματα ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΣ, επιστρέφει για λίγο στις Κονίστρες. Δεν είχε όμως χρήματα να ξοδέψει για τη μόρφωση των υποδούλων ελλήνων.
Επιστρέφει λοιπόν στο Βουκουρέστι σαν γιατρός. Τόσο πολύ εκτιμήθηκε εκεί η επιστημονική του προσφορά, ώστε η Κυβέρνηση της Μολδοβλαχίας του δώρισε πελώριο κτήμα κοντά στον Προύθο ποταμό.
Το 1815 πλούσιος πια, επιστρέφει στην Εύβοια. Στη Χαλκίδα ίδρυσε ανωτέρα σχολή όπου δίδασκε και ο ίδιας. Έκανε τους έφηβους να καταλάβουν ότι πλησιάζει η ώρα της Εθνεγερσίας. Μυημένος ο ίδιος στη Φιλική Εταιρία, μύησε και άλλους. Η Σχολή του εν τω μεταξύ προόδευε. Μερικοί όμως κατηγόρησαν τον Κονίστριο στον Πασά του Ευρίπου ότι προετοιμάζει επαναστάσεις κατά του τύραννου και εκείνος με τη σειρά του, έκλεισε τη σχολή. Επανιδρύει τη σχολή του, στη δεύτερη μεγαλόπολη της Εύβοιας, στην Κύμη, όπου με εκατό περίπου μαθητές, την λειτούργησε για αρκετό καιρό. Οι γονείς της περιοχής θεώρησαν θείο δώρο την παρουσία του ιατροφιλοσόφου.
Οι ίδιοι όμως που τον είχαν κατηγορήσει στη Χαλκίδα έκλεισαν και τη σχολή της Κύμης.
Πικραμένος έρχεται στις Κονίστρες όπου εξασκεί το λειτούργημα του γιατρού πιο πολύ για φιλανθρωπία αν και τα περισσότερα χρήματα τα είχε ξοδέψει για τις σχολές. Παντρεύτηκε κονιστριάτισσα . Δεν άφησε όμως απογόνους. Όμως και εδώ δεν έπαψε να διδάσκει. Από τους μαθητές του, πολλοί διακρίθηκαν σαν λόγιοι, γερουσιαστές και δημόσιοι άνδρες. Μεταξύ τους ο Νικόλαος Γεωργικόπουλος, ο Ιωάννης Σπυρόπουλος, ο Ιωάννης Μπαλάφας, ο Τάκης Μπαλάφας, ο Αποστολίδης, ο ανεψιός του Χρίστος Κάραλης του Νικολάου, ο σπουδαίος Μαθηματικός Λιανόπουλος , που αργότερα έγινε διευθυντής στην εμπορική σχολή της Χάλκης και πολλοί άλλοι.
Η επανάσταση στην Εύβοια, που κράτησε από το 1821-1824, δεν είχε καλή τύχη. Ο Ομέρ-Μπέης της Καρύστου, την κατέπνιξε δια πυρός και σιδήρου. Τα περισσότερα χωριά της Καρυστίας και τα χωριά γύρω από τις Κονίστρες τα κατέστρεψε. Στους Κήπους 40 βυζαντινές εκκλησίες, με ανεκτίμητους θησαυρούς Βυζαντινής τέχνης, κάηκαν και γκρεμίστηκαν εκ θεμελίων.
Εκατοντάδες σφαγιάστηκαν στο σφαγείο που είχαν οι τούρκοι στ’ αλώνια των Κήπων. Οι πιο πολλοί που γλίτωσαν είχαν πάει στη Σκύρο. Ο Κονίστριος αγωνίστηκε με τον Αγγελή Γοβιό των βρυσακίων, λαβαίνοντας μέρος και στη μάχη των Κριεζών. Συνεργάστηκε επίσης με το Νικόλαο Κριεζώτη. Έλαβε μέρος στις δύο εθνοσυνελεύσεις Επιδαύρου και Άστρους όπου έκανε σοφές προτάσεις στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Του πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τις μεγάλες δυνάμεις, γιατί ο αγώνας είναι άνισος και τα κάστρα δεν κερδίζονται ούτε με τα’ αυγά, ούτε με τις μπάλες.
Τότε ο Μαυροκορδάτος ρώτησε. «Τι να πρωτοκάνω; Ποιος θα συντάξει τα κείμενα των εκκλήσεων , αφού όλοι σας σχεδόν δεν ξέρετε να γράφετε ε λληνικά;». Και ο Κονίστριος απάντησε «Αναλαμβάνω εγώ να γράψω στη Γαλλική, την Ιταλική και τη Λατινική».
Όλοι τους στην Εθνοσυνέλευση έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ο Μαυροκορδάτος βλέποντάς τον ντυμένο με τη βράκα και το φέσι, τοπική ενδυμασία του νησιού μας, είπε <<Ή μίλα όπως φορείς, ή φόρεσε όπως μιλείς>>.
Στην επόμενη συνεδρίαση, ερευνώντας ο πρόεδρος να βρει το χθεσινό Ευβοιώτη, εξεπλάγη όταν τον είδε με ευρωπαϊκή άψογη ενδυμασία. «Έλα να συντάξουμε το υπόμνημα και τις εκκλήσεις» του λέγει .
«Τώρα φορείς όπως μιλείς».
Το1838 έφυγε ο Κονίστριος από τον κόσμο. Τον αποχαιρέτησαν κλήρος και λαός των Δημων Κύμης και Κονιστρών.
Η προσφορά του στον αγώνα ,ηθική και υλική ήταν μεγάλη. Αυτός όπως είπαμε, έκανε μια προσπάθεια να ιδρύσει στην Κύμη σχολή για να διδάσκονται τα παιδιά ανάγνωση, γραφή, πΓιατί αυτές τις γνώσεις τις είχαν ανάγκη οι κάτοικοι της περιοχής. Οι νέοι ασχολούνταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο του κρασιού και του λαδιού. Έπρεπε να ξέρουν να γράφουν και να λογαριάζουν.
Αυτές τις βασικές γνώσεις, πιστεύω ότι πριν θα τις έπαιρναν οι νέοι, από τους κληρικούς των μοναστηριών της περιοχής.
Οι Κονίστρες είχαν αναδείξει και άλλο σπουδαίο άντρα, τον πανελλήνιας ακτινοβολίας γλωσσολόγο Βασίλειο Φάβη (1877-1950).
Αυτός εξέδωσε το βιβλίο «Γλωσσικαί επισκέψεις» που αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα των Κονιστρών και του Αυλωναρίου. Το 1940 εξελέγη καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Γιάννηδες

Προχωρώντας πάντα προς τα βόρεια, φτάσαμε στη Γιαννηθιώτικη καμάρα. Εκεί που σήμερα είναι θαμμένοι οι σκοτωμένοι από τους γερμανούς κακολύριανοι. Αριστερά μας στην πλαγιά ενός υψώματος, τα λιγοστά σπίτια του χωριού Γιάννηδες. Εδώ καθώς λένε, παλιά δεν υπήρχε χωριό. Μερικοί τσοπάνηδες, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν το όνομα «Γιάννης», έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έφτιαξαν όμως εδώ τα σπιτάκια τους και με τον καιρό έγινε ένα μικρό χωριό που πήρε το όνομά τους. Είναι ένα πολύ όμορφο χωριουδάκι. Οι λιγοστοί κάτοικοί του που ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία είναι εργατικοί, καλόκαρδοι, φιλόξενοι και αγαπημένοι.

Ταξιάρχες

Προχωρώντας λίγο ακόμη φτάσαμε στο χωριό Ταξιάρχες. Πήρε το όνομα από την εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών που είναι στην άκρη του χωριού. Οι περισσότεροι το ξέρουν με το όνομα Κακολύρι. Λένε ότι ένας τούρκος μάλωσε με κάποιο χωρικό, που έπαιζε ένα μουσικό όργανο, τη λίρα. Ο χωρικός πάνω στον καυγά κοπανάει τη λύρα στο κεφάλι του τούρκου. Ο τούρκος, που δεν ήξερε καλά ελληνικά, αναφερόμενος στο γεγονός, έλεγε: «κακό λύρι, κακό λύρι». Από τότε έμεινε στο χωριό το όνομα Κακολύρι. Οι Ταξιάρχες είναι ωραίο χωριό, χτισμένο σε μια πλαγιά που κυριαρχεί το πράσινο από τις πολλές συκιές. Κοντά στον αμαξωτό δρόμο, υπήρχε μια βρύση με πέτρινη πελεκημένη γούρνα. Τα νερά της, χειμώνα-καλοκαίρι δροσίζουν τους διψασμένους. Σ’ αυτή τη βρύση, οι νοικοκυρές του χωριού πρωί–πρωί την πρωτοχρονιά, με το σταμνάκι στο χέρι, κατέβαιναν το καλντερίμι για να πάρουν το αμίλητο νερό. Το έλεγαν έτσι γιατί μόλις ξυπνούσαν, χωρίς να μιλήσουν σε κανένα από τους ανθρώπους του σπιτιού τους, μα ούτε και σ’ αυτούς που θα συναντούσαν στο δρόμο, πήγαιναν στη βρύση, γέμιζαν και έτσι αμίλητες γύριζαν στο σπίτι. Αφού έπλενε η νοικοκυρά το πρόσωπό της με το αμίλητο νερό, έπαιρνε το σιδεράκι που χρησιμοποιούσαν για να σκαλίζουν τη φωτιά και ακουμπώντας το στα κεφαλάκια των παιδιών που ήταν ακόμη ξαπλωμένα, έλεγε: «σιδεροκέφαλος». Σηκώνονταν τότε όλα τα μέλη της οικογένειας, έπλεναν το πρόσωπό τους με το αμίλητο νερό, αντάλλαζαν ευχές και ντυμένοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία.
Μα και σε άλλα μέρη που δεν είχαν τρεχούμενο νερό, γινόταν κάτι ανάλογο. Πλησιάσαμε και εμείς σ’ αυτή τη βρύση. Ήπιαμε νερό, γεμίσαμε το κανάτι μας, ποτίσαμε και το γαϊδαράκο μας.
Αγροτικές είναι οι ασχολίες των κατοίκων, όπως και στη γύρω περιοχή. Ιδιαίτερα όμως ασχολούνται με τη συκοπαραγωγή. Στους Ταξιάρχες και στο Βίταλο παράγονται τα καλύτερα ξερά σύκα Κύμης. Οι κάτοικοι των Ταξιαρχών είναι ενθουσιώδεις και ομιλητικοί. Αυτό ο λαός το έχει εκφράσει με μια παροιμία: «Δώδεκα κακολύριανοι και δεκατρείς κουβέντες».
Οι κάτοικοι του χωριού αυτού επειδή ήθελαν να αυξήσουν το εισόδημά τους, είχαν και άλλη ασχολία. Την καλαθοπλεκτική. Όλοι τους άντρες και γυναίκες, ήξεραν την τέχνη και εφοδίαζαν την περιοχή με ταρπιά και καλάθια για το τρύγημα των σταφυλιών, κοφίνια για να μαζεύουν τις ελιές ή τα σύκα, μικρά κοφινάκια με χρωματιστά καλάμια, ιδιαίτερα αγαπητά στα μικρά παιδιά. Σχεδόν κάθε οικογένεια των Ταξιαρχών είχε μέσα στον κήπο ένα μεγάλο λάκκο, κάτι σαν στέρνα, που κρατούσε νερό για όλο το εικοσιτετράωρο. Μέσα εκεί έριχναν τα δεμάτια από βέργες λυγαριάς (καναπίτσας), για να ‘ναι πάντα ευλύγιστες στη δουλειά τους. Την τέχνη της καλαθοπλεκτικής την είχαν μάθει οι κακολύριανοι όπως λένε, από τσιγγάνους που είχαν μείνει ένα χρονικό διάστημα στο χωριό τους.
Το χωριό αυτό έπαθε μεγάλο κακό από τους κατακτητές. Οι γερμανοί έμεναν στην Κύμη, αλλά και στις Κονίστρες. Το γυμνάσιο των Κονιστρών και μερικά σπίτια εκεί τριγύρω τα είχαν κάνει στρατώνες. Είχαν όμως το φόβο μήπως οι αντάρτες γκρεμίσουν τη γέφυρα της Σκοτεινής και δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Έβαλαν λοιπόν τη νύχτα φρουρούς να φυλάνε τη γέφυρα. Αυτό δεν το είχαν μάθει οι αντάρτες. Μια νύχτα, ομάδα ανταρτών πήγε να ανατινάξει τη γέφυρα. Καθώς πλησίαζε ένας αντάρτης στα θεμέλια της γέφυρας για να βάλει τα εκρηκτικά, έπεσε πάνω σ’ ένα κοιμισμένο γερμανό. Ήταν ο φρουρός που τον είχε πάρει ο ύπνος. Αιφνιδιασμένος ο αντάρτης τον σκοτώνει και μαζί με την ομάδα του φεύγει για το βουνό. Πολύ λίγοι κάτοικοι, όταν έμαθαν το περιστατικό, κρύφτηκαν στο βουνό. Οι πολλοί έμειναν αμέριμνοι στα σπίτια τους. Πρωί-πρωί οι κάτοικοι του χωριού όπως κάθε μέρα, άρχισαν να βγαίνουν από το χωριό για τις αγροτικές δουλειές. Οι γερμανοί εν τω μεταξύ κρυφά είχαν κυκλώσει το χωριό. Λένε πως για να μην ακούονται τα βαριά τους βήματα, είχαν τυλίξει τις μπότες τους με πετσέτες. Όλοι οι άντρες που πήγαιναν στις δουλειές τους συνελήφθηκαν. Μα σε λίγο συνελήφθηκαν και αυτοί που ήταν στα σπίτια τους. Γιατί οι εξαγριωμένοι κατακτητές μπήκαν στο χωριό, μάζεψαν όλους τους άντρες και έβαλαν φωτιά στα σπίτια .
Έτυχε ο σκοτωμένος γερμανός να είναι συγγενής του γερμανού διοικητή των Κονιστρών και δεν περίμενε να πάρει διαταγές από ανωτέρους του, για να εκτελέσει το καταστροφικό του έργο με τόση αγριότητα.
Στις 24 Μαϊου 1944 οι γερμανοί σε αντίποινα για το θάνατο ενός γερμανού στρατιώτη εκτέλεσαν 30 αθώους άντρες και έκαψαν περισσότερα από τα μισά σπίτια του χωριού, αφού πρώτα τα λεηλάτησαν. Οι πυροβολισμοί θυμάμαι ακούστηκαν στις Κονίστρες. Και ενώ αναρωτιόμασταν τι να είχε συμβε, μάθαμε για το αποτρόπαιο έγκλημα. Ακόμη και παιδιά δεκατετράχρονα συνέλαβαν. Ένα απ’ αυτά έχασε τη ζωή του με πολύ σκληρό και απάνθρωπο τρόπο, μέσα σε μια ρεματιά του χωριού, τρυπημένο από τις σφαίρες των γερμανών. Σ’ ένα αυλάκι δίπλα στο δρόμο, κοντά στα μνήματα των σκοτωμένων, μετά από λίγες ημέρες μου έδειχνε η αδελφή μου κάτι λακκούβες. Αυτές μου εξήγησε έγιναν από κάποιον που οι γερμανοί τον έριξαν εδώ μισοπεθαμένο. Τον έφεραν ως εδώ σέρνοντάς τον πίσω από μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα, γιατί είχε προσπαθήσει να το σκάσει. Ποιος ξέρει πόσες ώρες χτυπιόταν σφαδάζοντας από τους πόνους έως ότου παραδώσει τη ψυχούλα του! Κάθε φορά που πηγαίνουμε από τις Κονίστρες προς το Κακολύρι, αριστερά κοντά στους Γιάννηδες, το μνημείο και το εκκλησάκι του Αγίου Συμεών, που γιόρταζε την ημέρα της εκτελέσεώς τους, μας θυμίζει την αγριότητα των κατακτητών.

Το Μεντούλι

Προχωρώντας φτάσαμε στη γέφυρα της Σκοτεινής. Κάτω από αυτή τη γέφυρα περνά ο ποταμός Μέλας, με πολλά νερά το χειμώνα, που πριν λεγόταν και αυτός Σκοτεινή. Η γέφυρα πήρε το όνομα αυτό από μια τυφλή (σκοτεινή) τουρκάλα που καθώς λένε, βρήκε το φως της, ύστερα από ένα θαύμα που έγινε στο μοναστήρι της Μεταμόρφωσης.
Περάσαμε τη γέφυρα και αμέσως στρίψαμε δεξιά. Ο δρόμος μας έφερε σ’ ένα μικρό χωριό το Μεντούλι. Παλαιότερα το χωριό αυτό λεγόταν Ταμπάκικα γιατί οι περισσότεροι κάτοικοί του, ήταν ταμπάκηδες, δηλαδή βυρσοδέψες. Γύρω στα 1945 τα παιδιά από την περιοχή των Κονιστρών που φοιτούσαμε στο Γυμνάσιο της Κύμης, περνούσαμε τα Σαββατοκύριακα με τα πόδια από το χωριό αυτό. Έξω από τα σπίτια βλέπαμε απλωμένα, καλά τεζαρισμένα σε ξύλινα τελάρα, δέρματα ζώων μισοκατεργασμένα. Αυτόματα μου ερχόταν στο νου η φράση που μου έλεγαν οι μεγάλοι όταν εγώ μικρή, έκλαιγα γιατί αργούσε η μητέρα μου να γυρίσει από το χωράφι «Τώρα… την πήραν οι Ταμπάκηδες»! Η βυρσοδεψία αναπτύχθηκε εδώ, γιατί υπάρχουν άφθονα νερά που χρειάζονται για το πλύσιμο των δερμάτων. Εδώ ακόμη έβρισκαν σε αφθονία φλοιό πεύκου και βελανιδιάς καθώς και βελανίδια που χρειάζονταν για την κατεργασία των δερμάτων.
Και ενώ προχωρώντας, παρατηρούσαμε τα λιγοστά καλοχτισμένα, πέτρινα διώροφα σπίτια του χωριού, βλέπουμε τη μητέρα μας, να γυρίζει προς το Βοριά και να κάνει το σταυρό της. Εδώ είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, μας λέγει. Η μοναδική εκκλησία του χωριού, που κτίστηκε από τους κατοίκους, με προσωπική εργασία και τάματα. Κάθε χρόνο, στις 10 Φεβρουαρίου, γιορτάζει ο Άγιος. Έρχεται πολύς κόσμος από την περιοχή για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία. Έχουμε και αλλού άγιο Χαράλαμπο. Στην Οκτωνιά στο μοναστήρι. «Μονή Λευκών» λέγεται. Και αν αυτή η διαδρομή γινόταν μετά την κατοχή, θα μας έλεγε και την πάρα κάτω αληθινή ιστορία.
Στην Πελοπόννησο, τον Απρίλιο του 1944, οι αντάρτες σε ενέδρα κτύπησαν τους γερμανούς. Ο γερμανός διοικητής μάζεψε όλους τους κατοίκους της περιοχής. Θα τους σκότωνε όλους. Το ίδιο είχε συμβεί στα Καλάβρυτα, αλλά και εδώ, στο Κακολύρι. Το βράδυ παρουσιάστηκε μπροστά του κάποιος που του είπε ν’ αφήσει ελεύθερους τους κατοίκους. Διαφορετικά, «δεν θα επιστρέψεις στην πατρίδα σου» του είπε. Ο γερμανός αξιωματικός την άλλη μέρα το πρωί ζήτησε από κάποιον να τον οδηγήσει για να επισκεφθεί τις εκκλησίες της περιοχής. Όταν μπήκαν και στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, στάθηκε μπροστά σε μια εικόνα. Ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος γονατιστός σε στάση προσευχής. Σε μια στιγμή δείχνοντας την εικόνα του Αγίου, γυρίζει και λέει στους ανθρώπους που τον συνόδευαν. «Σ’ Αυτόν χρωστάτε τη σωτηρία σας». Στη συνέχεια διέταξε να τους ελευθερώσουν όλους. Κανένας δεν έπαθε τίποτα.
Μα και οι γερμανοί φεύγοντας έφτασαν γεροί στην πατρίδα τους. Λένε μάλιστα ότι ο γερμανός αξιωματικός βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος, με το όνομα Χαράλαμπος. Και σχεδόν κάθε χρόνο αυτός με άλλους μαζί έρχονταν στη μνήμη του.
Στο Μεντούλι εδρεύει σήμερα ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Περιφερείας Κύμης, που καλύπτει τη συκοπαραγωγή. Εδώ αποστειρώνονται και συσκευάζονται τα ονομαστά ξερά σύκα Κύμης. Ακόμη ο συνεταιρισμός φροντίζει να προωθεί τα προϊόντα αυτά στο εξωτερικό. (Καναδά, Η.Π.Α., Ευρώπη, Νότ. Αφρική και αλλού). Γι’ αυτό και σ’ όλη τη διαδρομή δεξιά και αριστερά στα χωράφια βλέπουμε πολλές συκιές. Δώρο καθώς λένε της θεάς Δήμητρας στους ανθρώπους.

Και άλλα στολίδια του τόπου μας

Κατά μήκος του ποταμού οργίαζε η βλάστηση. Πλατάνια, μυρτιές ανθισμένες, σκοίνα και διάφορα άλλα δέντρα και θάμνοι σκόρπιζαν το άρωμά τους. Το κελάηδημα των πουλιών μας μάγευε. Σε μια στιγμή μας λέγει η μητέρα: «Για κοιτάξτε πίσω προς τη Δύση! Είναι ένα από τα βουνά Κοτύλαια. Βλέπετε ότι έχει λίγα έλατα στην κορυφή. Πριν από χρόνια είχε πολλά, αλλά κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα, καταστράφηκαν από φωτιά. Αφού έλειπαν οι ρίζες των δέντρων, τα νερά της βροχής παρέσυραν τα χώματα από τις απότομες πλαγιές του και δεν ξαναφύτρωσαν έλατα. Καθώς λένε η φωτιά έκαιγε για δέκα πέντε μέρες.Τότε εξαφανίστηκαν και οι τελευταίοι λύκοι που ζούσαν στην περιοχή μας. Τα βουνά όμως που είναι πίσω από αυτό, είναι κατάφυτα από έλατα. Όταν πας εκεί θαυμάζεις τις ομορφιές της φύσης και τα κρύα νερά που αναβλύζουν από τις πηγές και σχηματίζουν ρεματάκια».
Αλλά και εδώ που ήμαστε, δίπλα στον ποταμό Μέλλα (της Σκοτεινής), οργίαζε η βλάστηση. Πλατάνια θεόρατα ακόμη και δίπλα στο δρόμο σχημάτιζαν στοά για να περάσουμε εμείς από κάτω. Λίγο πιο ψηλά, πεύκα, θάμνοι και αγριολούλουδα ομόρφαιναν τον τόπο.
Έχει μεγάλη ποικιλία από φυτά η περιοχή μας. Αφού λένε ότι η βασίλισσα Αμαλία έστειλε να πάρουν φυτά από την περιοχή της Κύμης, για να φυτέψουν στο βασιλικό κήπο στην Αθήνα. Εδώ φυτρώνουν πολλά είδη από άγριες ορχιδέες. Έξω από τις Κονίστρες, προς τα Διρρέματα, στις αρχές της Άνοιξης, ανθίζουν οι περίφημες κόκκινες ανεμώνες.
Τα χωράφια εδώ, αλλά και σε όλη τη διαδρομή τα βλέπαμε περιποιημένα και καλλιεργημένα με λίγα σιτηρά και ζωοτροφές.
Πολλά ήταν αμπέλια με μαύρα σταφύλια (μαυροκουντούρες). Με το μούστο που έβγαινε από αυτά, έφτιαχναν το περίφημο μαύρο κρασί. Πολλοί χωρικοί, άντρες ή γυναίκες γέμιζαν ασκιά (τουλούμια από δέρματα ζώων) με μούστο, τα φόρτωναν στα ζώα τους, άλογα ή γαϊδουράκια και τα πήγαιναν στην Παραλία όπου περίμεναν κουμιώτικα πλοία. Τα πλοία αυτά μετέφεραν το μούστο στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Γαλλίας για να γίνει ο περίφημος καμπανίτης οίνος (σαμπάνια), ή μαύρο κρασί.
Το δέκατο ένατο αιώνα το μαύρο κρασί της Κύμης, ήταν ξακουστό σ’ όλες τις χώρες της Ανατολής και της Δύσης. Μια αρρώστια όμως, η φυλλοξήρα κατέστρεψε αργότερα τ’ αμπέλια. Οι χωρικοί αναγκάστηκαν να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες. Εντωμεταξύ οι γάλλοι είχαν φροντίσει να πάρουν φυτά από το είδος αυτό του αμπελιού, έμαθαν και τον τρόπο που το καλλιεργούν και δεν μας είχαν ανάγκη.
Μα και το λάδι ήταν ένα από τα σπουδαιότερα προϊόντα του τόπου μας. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς αμέσως αντικρίζοντας τους απέραντους ελαιώνες, με τις χοντρόκορμες αιωνόβιες ελιές, που περιτριγυρίζουν όλα τα χωριά της περιοχής.
Κοντά στα σπίτια των χωριών βλέπαμε πολλές μουριές. Τα καταπράσινα τρυφερά φύλλα τους ήταν τροφή για το μεταξοσκώληκα, απ’ όπου παίρναμε τα κουκούλια και το γνήσιο μετάξι. Η σηροτροφία έφερνε σημαντικό έσοδο στα οικονομικά της οικογένειας.
Όταν το κουκούλι το τρυπούσε η χρυσαλίδα για να βγει, δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μετάξι. Από αυτά τα άχρηστα τρυπημένα κουκούλια οι κοπέλες έφτιαχναν τις περίφημες «κουκουλούδες». Έτσι έλεγαν τότε τα περίφημα κουκουλάρικα κάντρα. Έκοβαν με το ψαλίδι τα κουκούλια σε διάφορα σχέδια και τα έραβαν με τέχνη πάνω σε πανί, αναπαριστώντας ένα θέμα. Όταν όμως κυκλοφόρησε η τεχνητή μέταξα, πολύ φθηνότερη, ο κόσμος σταμάτησε να ασχολείται με τη σηροτροφία.
Η τέχνη όμως με τα κουκουλάρικα κάντρα δεν σταμάτησε. Γιατί ο «Γυναικείος Συνεταιρισμός Κύμης», συνέχισε να φτιάχνει αυτούς τους ωραίους πίνακες και μάλιστα με κουκούλια από μεταξοσκώληκες που τρέφουν οι ίδιες οι γυναίκες. Προγραμματίζουν μάλιστα ν’ ασχοληθούν περισσότερο με τη σηροτροφία. Να φτιάξουν όπως πληροφορήθηκα μεταξωτές πετσέτες.
Καθώς θυμάμαι, η νύφη έστελνε στο γαμπρό τυλιγμένα σε μεταξωτή υφαντή πετσέτα, τα εσώρουχα και το πουκάμισο που θα φορούσε την ημέρα του γάμου τους. Η πιατέλα επίσης με τα γλυκά έφθανε και αυτή στα πεθερικά, μέσα σε μεταξωτή υφαντή πετσέτα.


Η Πλατάνα

Α! Δε σας είπα και το άλλο. Απ’ αυτό το δρόμο που περνάμε σήμερα για να πάμε στην Πλατάνα, παλιά περνούσε ιπποσιδηρόδρομος που μετέφερε κάρβουνο από τα ανθρακορυχεία λιγνίτη στην Πλατάνα, για να φορτωθεί στα πλοία.
Μα καθώς τα μάτια μας δε χόρταιναν να βλέπουν τις ομορφιές της φύσης, μια παιδική φωνή ακούστηκε: Η θάλασσα! Η θάλασσααα ! Το μπουλούκι των παιδιών άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Είδε κι έπαθε η μητέρα να τα επαναφέρει στην τάξη.
Ένα δωμάτιο στης θεία Γαριφαλιάς το σπίτι, μας περίμενε. Αφού τακτοποιήθηκε βιαστικά το πρόχειρο νοικοκυριό μας, όλοι μαζί πήραμε το δρόμο για τη θάλασσα. Και πρώτα-πρώτα τρέξαμε στο μόλο. Αυτό που σήμερα λέμε Μουράγιο. Από εδώ δεν φόρτωναν στα πλοία μόνο το κάρβουνο, αλλά έστελναν επίσης στις ξένες χώρες τα εξαιρετικά προϊόντα του τόπου μας: λάδι και κρασί. Όταν όμως έγινε το λιμάνι στην παραλία της Κύμης, τα πλοία φόρτωναν από εκεί. Για το κάρβουνο είχαν κάνει ειδική εγκατάσταση. Μια σιδερένια κατασκευή, το Ρίχτη, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Από εδώ φόρτωναν κατ’ ευθείαν μέσα στο πλοίο τα κάρβουνα που έφταναν με εναέρια βαγονάκια. Τα εναέρια βαγονάκια κυλούσαν σ’ ένα χοντρό συρματόσχοινο που στηριζόταν σε γερούς πασσάλους καρφωμένους στη γη.
Εμείς τα παιδιά λαχταρούσαμε να πλησιάσουμε στη θάλασσα. Δε χρειάστηκε να το ξαναπούμε στη μητέρα. Έπιασε τα πιο μικρά από το χέρι ενώ συγχρόνως έκανε συστάσεις στα πιο μεγάλα να την ακολουθούν. Προχωρήσαμε νότια, αφού περάσαμε το ποτάμι, όπου σε πολύ μικρή απόσταση βρήκαμε μια πολύ όμορφη ακροθαλασσιά. Βοτσαλάκια μικρά και μεγάλα, πέτρες μεγαλύτερες στρογγυλεμένες από τα κτυπήματα των κυμάτων κάλυπταν την παράλία. Στην άκρη προς τη ξηρά, μεγάλες τζιτζιφιές άπλωναν τα σταχτοπράσινα κλαδιά τους με τέτοιο τρόπο που ότι ώρα και αν πήγαινες εκεί, σε προστάτευαν από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου. Τις ζεστές ώρες της ημέρας τις περνούσαμε εκεί παίζοντας πεντόβολα με λιθαράκια που βρίσκαμε άφθονα. Μα η πιο μεγάλη μας ευχαρίστηση ήταν όταν πλατσουρίζαμε στα νερά. Γιατί κανένα από τα παιδιά δεν ήξερε να κολυμπάει. Αν μας βλέπατε δεν θα μπορούσατε να κρατήσετε τα γέλια. Τότε σχεδόν κανένας δεν φορούσε μαγιό. Τα πολύ μικρά παιδάκια έμπαινα εντελώς γυμνά στη θάλασσα. Τα λίγο μεγαλύτερα φορούσαν το κάτω εσώρουχο. Οι μεγάλες γυναίκες έμπαιναν με το εσώρουχό τους (πουκάμισο μακρύ με κοντό μανίκι) που ήταν καμωμένο από χοντρό ύφασμα (κάμποτ) ή υφαντό στον αργαλειό. Δεν παρέλειπαν στο κάτω μέρος ανάμεσα στα πόδια να ενώσουν με παραμάνα το εμπρός και το πίσω μέρος του φουστανιού για περισσότερη ασφάλεια. Οι άντρες έφευγαν σε μια έρημη ακρογιαλιά για να κάνουν μπάνιο ολόγυμνοι ή έπεφταν και αυτοί με το εσώρουχό τους.
Για να βγει όποιος τελείωνε το μπάνιο του από τη θάλασσα, άλλη διαδικασία. Κάποιος έξω στην αμμουδιά στεκόταν όρθιος, κρατώντας στα χέρια του απλωμένο ένα άσπρο σεντόνι. Ο κολυμβητής με γρήγορα βήματα έτρεχε προς το σεντόνι για να τυλιχτεί πριν τα αδιάκριτα μάτια ιδούν το γυμνό του σώμα. Όπως θα καταλάβατε πετσέτες και μπουρνούζια απουσίαζαν τελείως. Εκεί αφού σκούπιζε το σώμα του κουκουλωμένος πάντα, φορούσε τα στεγνά του ρούχα και εμφανιζόταν.
Σπίτια τριγύρω δεν υπήρχαν τότε. Ήταν μικρό χωριό και πιο νέο από τα άλλα. Γιατί ο κόσμος παλαιότερα, δεν πήγαινε να κατοικήσει στα παράλια, από το φόβο των πειρατών. Τώρα όμως έχει γίνει ένα σπουδαίο παραθεριστικό μέρος. Σ’ όλες τις εποχές μα πιο πολύ το καλοκαίρι, έρχεται πολύς κόσμος να παραθερίσει και να θαυμάσει τις ομορφιές του τόπου.
Η θάλασσα του Αιγαίου απλώνεται ανατολικά και χάνεται στον ορίζοντα. Στο βάθος δύο πολύ μικρά κομματάκια γης σπάνε τη μονοτονία. Είναι το Λιθάρι και η Πρασούδα, ενώ πιο μακριά όταν ο καιρός είναι καλός, αχνοφαίνεται η Σκύρος.
Η αποθέωση της ομορφιάς είναι η ανατολή του ήλιου. Εκεί που ο ουράνιος θόλος ενώνεται με τη θάλασσα, την ώρα που η νύχτα αρχίζει να μαζεύει τα μαύρα πέπλα της, ένα υπέροχο θέαμα ξετυλίγεται μπροστά μας. Η Ανατολή παίρνει ένα απαλό ρόδινο χρώμα. Μέσα από το αχνό φως ξεπροβάλει με μεγαλοπρέπεια ο ήλιος σαν μια μεγάλη πορτοκαλιά μπάλα., που δε χορταίνουν τα μάτια μας να κοιτάζουν. Αυτό το υπέροχο θέαμα δεν κρατά και πολύ. Γιατί καθώς ο ήλιος ανεβαίνει στον ορίζοντα, γίνεται τόσο λαμπρός που δεν μπορεί κανείς να τον κοιτάξει με γυμνό μάτι. Αυτό το υπέροχο θέαμα ξαναφέρνω στο νου μου όσες φορές επισκέπτομαι νοερά ή στην πραγματικότητα την Πλατάνα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Το καλοκαίρι εκείνο έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου κι ας έχω επισκεφτεί πολλά πανέμορφα παραθεριστικά θέρετρα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη στην Ασία και την Αφρική.
Μα μου φαίνεται πως θέλετε ν’ ακούσετε κι άλλα.
Να σας πώ λοιπόν για μια άλλη, πολλή σύντομη εκδρομή.



Στην Δραγωνέρα ( Τραγγουνάρα)

Ήμουνα πολύ μικρή όταν το 1940 κηρύχτηκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Όσοι ήταν νέοι αλλά και όσοι δεν είχαν γεράσει ακόμη, ντύθηκαν με προθυμία στο χακί, την τιμημένη στολή δηλαδή του έλληνα φαντάρου και με τα όπλα στα χέρια, έτρεξαν στα βουνά της Αλβανίας για να διώξουν τον εχθρό. Οι γυναίκες ρίχτηκαν στη δουλειά που πριν γινόταν από αντρικά χέρια. Τις νύχτες έπλεκαν φανέλες και κάλτσες με νήματα που οι ίδιες είχαν γνέσει από τα μαλλιά των προβάτων τους. Έτσι ζέσταιναν τα παγωμένα κορμιά των στρατιωτών. Ο μεγάλος πόθος να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίζουν νικητές τις έκανε να στραφούν και να ζητήσουν βοήθεια από τη μεγάλη μάνα του Χριστού, την Παναγία.
Δεν έφθαναν οι προσευχές στο σπίτι. Ούτε οι γονυκλισίες και οι μετάνοιες στις παρακλήσεις κάθε βράδυ στην εκκλησία του χωριού. Κάποια στιγμή οι γυναίκες έπαιρναν ένα μπουκαλάκι με λάδι και λίγο λιβάνι και γύριζαν στα ξωκλήσια ν’ ανάψουν τα καντηλάκια, να θυμιατίσουν και να παρακαλέσουν το Θεό να φέρει γερό πίσω τον άνθρωπό τους. Όπως όλες οι χωρικές και η μητέρα μου πήγαινε συχνά στα ξωκλήσια. Πολλές φορές σκούπιζε την εκκλησία, έπλενε τα καντηλάκια, τα άναβε με το λαδάκι που είχε φέρει μαζί της και θυμιάτιζε. Πριν ασπαστεί τις εικόνες στεκόταν ακίνητη. Η έκφρασή της έδειχνε σοβαρή. Έκανε μερικές μετάνοιες ενώ οι προσευχές για τα παιδιά της έφταναν μέχρι το θρόνο του Θεού. Ο πρωτογυιός της, νεαρός αξιωματικός, ήταν στη φωτιά του πολέμου. Ο άλλος, εθελοντής στην αεράμυνα.
Πολλές φορές έπαιρνε κι εμένα μαζί της κι ας μην είχα κλείσει τα οκτώ μου χρόνια. Ακόμη κι όταν πήγαινε στην Τραγγουνάρα, που είναι πάνω από το χωριό Βρύση. Περπατούσαμε πάνω από μια ώρα. Εγώ να σας πω την αλήθεια, δεν άντεχα. Όταν άρχιζα σχεδόν να σέρνομαι, η μητέρα μου κατά διαστήματα σταματούσε. Ερχόταν μπροστά, μου γύριζε την πλάτη, λύγιζε τα πόδια της και μου έλεγε. «Έλα να σε πάρου λάδια-ξύδια». Εγώ τότε τύλιγα τα χεράκια μου γύρω από το λαιμό της και τα πόδια μου γύρω από τη μέση της. Εκείνη αγκαλιάζοντάς μου τα πόδια, σηκωνόταν όρθια και συνέχιζε το δρόμο της χωρίς να υπολογίζει τη δικιά της κούραση. Αφού βγαίναμε από τις Κονίστρες, παίρναμε ένα δρομάκι δυτικά από τα Διρρεύματα.
Απέναντί μας το μικρό όμορφο χωριουδάκι του Λόκα. Κάτω από το χωριό αυτό, στη ρίζα του βράχου είναι η Κολέθρα. Από εκεί βγαίνει τόσο πολύ νερό που σχηματίζει ποτάμι. Κανείς δεν ξέρει πόσο βάθος έχει. Τα βράδια όταν ησυχία βασίλευε στο χωριό, καθώς έλειπαν τα αυτοκίνητα και άλλες θορυβώδεις οικιακές συσκευές, βγαίνοντας στο χαγιάτι του σπιτιού μας, ακούγαμε από μακριά βουητό. «Άκου, άνοιξε η Κολέθρα»! Μας έλεγε η μητέρα. Ήταν η ώρα που η Κολέθρα έβγαζε με ορμή τα νερά από τα σπλάχνα της γής.
Τα νερά της Κολέθρας σήμερα με σύγχρονες υδραυλικές εγκαταστάσεις μπαίνουν μέσα στα σπίτια της περιοχής, διευκολύνοντας αφάνταστα τη δουλειά της νοικοκυράς, αλλά και όλης της οικογένειας. Επειδή όμως με το πέρασμα του χρόνου οι ανάγκες για νερό μεγαλώνουν, στην περιοχή των Μανικίων, σε μια κατάλληλη τοποθεσία έχουν αρχίσει έργα όπου με ένα φράγμα θα δημιουργηθεί μια μικρή αλλά βαθιά τεχνητή λίμνη. Έτσι πολύ σύντομα θα λυθούν τα προβλήματα νερού μιας μεγάλης περιοχής.
Όλη η διαδρομή ήταν εντυπωσιακή. Περνούσαμε μέσα από πυκνούς ελαιώνες και καλλιεργημένα χωράφια. Ξεχωριστή ήταν η ομορφιά όταν φτάναμε κοντά στη Βρύση, σ’ ένα μικρό γεφυράκι που είναι πραγματικό κομψοτέχνημα. Η πλούσια βλάστηση τραβούσε την προσοχή μας. Εκεί δίπλα ήταν ο νερόμυλος του Γαμέα.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όταν ο νερόμυλος του Σαμαρά στο Κακολύρι σταματούσε από έλειψη νερού, σ’ αυτό το μύλο φέρναμε στον ώμο, το λιγοστό σιτάρι ή καλαμπόκι που οικονομούσαμε για να το κάνουμε αλεύρι. Σε λίγο περνούσαμε μέσα από το χωριό Βρύση. Ωραίο χωριό με σχετική εμπορική κίνηση, από τα γύρω ορεινά χωριά. Τότε που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, κατέβαιναν με ζώα για να ψωνίσουν τα αναγκαία. Σ’ αυτό το χωριό κατά καιρούς αναπτύσσονταν διάφορες βιοτεχνίες, όπως κατασκευής χαλιών. Εκλεκτά είναι επίσης τα σουτζούκια της περιοχής, το πετιμέζι, τα κρασιά.
Εδώ, αν και καταστράφηκαν τα’ αμπέλια από τη φυλλοξήρα όπως σ’ όλη την περιοχή, φύτεψαν άλλα. Γύρω από το χωριό, αμπέλια. Πολλά αμπέλια! Εκείνη την εποχή σ’ όλη την περιοχή καλλιεργούσαν αμπέλια. Το ίδιο και σήμερα.
Έως εδώ καλά πηγαίναμε. Τα δύσκολα άρχιζαν όταν φτάναμε στη ρίζα του λόφου της Τραγκουνάρας (ή Δραγωνάρας) που είναι η πιο αξιόλογη ιστορικά, για το δήμο μας τοποθεσία.
Πρόκειται για το κάστρο. Ένα κάστρο με πλούσια μεσαιωνική ιστορία και τραγικό τέλος. Μήλο της Έριδος κάποτε ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Φράγκους βαρόνους της Εύβοιας. Το 1470 η βίαιη και καταστρεπτική προέλαση του Μωάμεθ Β΄ έριξε το κάστρο ύστερα από προδοσία στα χέρια των τούρκων. Οι 3.οοο υπερασπιστές που είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν, συνελήφθησαν οδηγήθηκαν έξω από τα τείχη της Χαλκίδας και εκεί κομματιάστηκαν. Τα νερά του Ευρίπου είχαν κοκκινίσει από τα πτώματα που είχαν ριχτεί σ’ αυτόν. Συνεχίζοντας τον ποδαρόδρομο, βρήκαμε ένα απότομο στενό μονοπάτι γεμάτο πέτρες δίπλα σε λαξευμένους βράχους που σε κάποια σημεία ήταν σκαλισμένα σκαλοπάτια. Ήταν Άνοιξη όταν ανέβηκα για πρώτη φορά, σ’ αυτό τον καταπληκτικό φυσικό εξώστη όπου το μάτι αγκαλιάζει σχεδόν το σύνολο της κατοικημένης περιοχής του δήμου μας. Την εικόνα που αντίκρισα από εκεί πάνω, δεν μπόρεσαν να τη σβήσουν τα εξήντα πέντε χρόνια που πέρασαν. Ένας μεγάλος πίνακας ζωγραφικής απέναντί μου, με υψώματα ρεματιές και χωριά. Στη ρίζα του βράχου μια πράσινη θάλασσα. Ήταν τα σπαρμένα με σιτάρι ή κριθάρι χωράφια που στο ελαφρό φύσημα του ανέμου κυμάτιζαν. Τότε βλέπετε ο κόσμος δεν άφηνε ούτε σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Στην κορυφή του βράχου η εκκλησία της Παναγίας. Στη μνήμη της, στις 25 Μαρτίου την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, μαζευόταν πολύς κόσμος. Έρχονταν από τα μακρινά χωριά από το βράδυ και έμεναν στην εκκλησία. Κοντά στην εκκλησία υπήρχε αγιασμός. Για να μπορέσεις να πάρεις όμως έπρεπε να κατέβεις μερικά σκαλιά. Ο τόπος όλος απ’ έξω ήταν γεμάτος από σπασμένα κεραμιδάκια. Ακόμη διάσπαρτοι σωροί από σπασμένες πέτρες και κομμάτια από μάρμαρο. Απομεινάρια από το φρούριο που παλιά υπήρχε εδώ και που βέβηλα χέρια το αφάνισαν.
Εκεί κοντά είναι δύο υψώματα, το ένα απέναντι του άλλου, που τα χωρίζει ένα ποταμάκι. «Είναι οι Καπέτοι» είπε η μητέρα. Στον έναν από τους δύο βράχους είχαν αποκλειστεί πολλοί έλληνες. Δεν μπορούσαν να φύγουν γιατί θα τους έπιαναν οι τούρκοι αν κατέβαιναν. Τότε μερικές γυναίκες ύφαναν στον αργαλειό με πολύ χοντρά νήματα, ένα πανί γερό. Με αυτό ένωσαν τους δύο βράχους. Έφτιαξαν δηλαδή μια γέφυρα από πανί. Την ώρα όμως που περνούσαν έφτασαν οι τούρκοι και άρχισε η σφαγή. Το αίμα που χυνόταν στο ποτάμι, ήταν τόσο πολύ που «έπλεξε (κολύμπησε) το βουβάλι στο αίμα».
Την Άνοιξη του 1941 οι γερμανοί βλέποντας τους έλληνες να νικούν τους Ιταλούς, ρίχτηκαν και αυτοί εναντίον μας. Το πλήθος και ο εξοπλισμός τους ήταν τέτοιος που παρ’ όλη τη γενναία αντίσταση που βρήκαν στα σύνορα, προχώρησαν και πάτησαν τα άγια χώματα της πατρίδας μας. Σε μερικά φυλάκια οι γερμανοί δεν πίστευαν στα μάτια τους, βλέποντας πόσο λίγοι ήταν οι έλληνες που τους κρατούσαν μακριά για μέρες, με τόση γενναιότητα και θάρρος.
Σ’ ένα φυλάκιο μάλιστα, ο γερμανός αξιωματικός, αφού συνέλαβε τους λίγους έλληνες υπερασπιστές του φυλακίου, τους έβαλε στη σειρά και διέταξε τους δικούς του να χαιρετήσουν στρατιωτικά τους έλληνες ήρωες.
Ο τότε πρωθυπουργός μάλιστα της Αγγλίας, Τσόρτσιλ εντυπωσιασμένος από τη μεγάλη γενναιότητα των πολεμιστών μας έλεγε: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες» ! Ταλαιπωρημένοι όσοι έζησαν, γύριζαν ένας- ένας και έπεφταν στην αγκαλιά των δικών τους. Μια απ’ αυτές τις μέρες μια συγχωριανή μας, βλέποντας τη μητέρα μου να περπατάει βιαστικά, την ερώτησε πού πηγαίνει. Και η απάντηση ήταν: «Πήγα στην Παναγία την Τραγγουνάρα, παρακάλεσα και μου έφερε τον ένα μου γυιό, τον Τάση. Τώρα πηγαίνω να παρακαλέσω να μου φέρει και τον άλλο». Πριν γυρίσει η μάννα πίσω, είχε φτάσει στο σπίτι και ο άλλος της γιός, ο Κώστας.
Αυτές οι μνήμες των παιδικών μου χρόνων μένουν χαραγμένες όσα χρόνια και αν περάσουν!


Στο Προκόπι (Ευβοίας)

Το καλοκαίρι του 1952 μια ηλικιωμένη θεία μου λέει: «Πάμε στ’ Αχμέτ Αγά;» Αυτό το όνομα είχε το Προκόπι που είναι στη Β. Εύβοια. Περιοχή πευκόφυτη, με καλό νερό, δροσερό υγιεινό αέρα. Σπουδαίος τόπος παραθερισμού. Πριν το 1924 ήταν μικρό χωριό και ονομαζόταν Αχμέτ Αγά, από το όνομα του τούρκου αγά που το είχε τσιφλίκι του. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν και το κατοίκησαν πρόσφυγες από το Προκόπιο του Εύξεινου Πόντου. Αυτοί έδωσαν στο χωριό το όνομα της παλιάς τους πατρίδας. Έξω από το χωριό προς το Μαντούδι είναι μια ειδυλλιακή τοποθεσία, τα πλατάνια. Εδώ υπάρχει ένας σωστός γεροπλάτανος τόσο μεγαλόκορμος που χρειάζονται 9 άντρες για να τον αγκαλιάσουν. Όπως είναι γνωστό, εδώ στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου υπάρχει ολόσωμο το άγιο λείψανο του οσίου, που αποτελεί πανελλήνιο προσκύνημα και γιορτάζει στις 27 Μαΐου.
Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στη Ρωσία από γονείς χριστιανούς. Στρατιώτης, πιάστηκε αιχμάλωτος και πουλήθηκε σε κάποιο τούρκο αξιωματικό. Όταν πέθανε (στις 27 Μάιου 1730) οι χριστιανοί πήραν το σώμα του και με την άδεια του τούρκου το έθαψαν χριστιανικά. Μετά την ταφή τούρκοι επιδρομείς πέταξαν το σώμα του στη φωτιά, χωρίς όμως αυτό να καεί. Το άγιο λείψανο έφεραν στην Εύβοια οι πρόσφυγες.
Σ’ αυτούς που με πίστη τον παρακαλούν γίνονται πολλά θαύματα. Όχι μόνο στη μνήμη του, αλλά σχεδόν κάθε μέρα συγκεντρώνεται πολύ κόσμος.
Η θεία μου είχε πολλές δυσάρεστες αναμνήσεις από αυτά τα μέρη. Όταν ήταν νέα ο σύζυγός της έπιασε δουλειά σαν σιδηρουργός σε μια αγγλογαλλική εταιρία που έβγαζε λευκόλιθο, μικρό μέρος του οποίου χρησιμοποιούσαν στην κεραμική και το υπόλοιπο εξήγετο στο εξωτερικό. Η οικογένειά της έφυγε από τις Κονίστρες και εγκαταστάθηκε στ’ Αχμέτ Αγά. Τα όσα είχα ακούσει από την ίδια σχετικά με αυτό τον τόπο ήταν συγκλονιστικά. Γιαυτό αποφάσισα να την ακολουθήσω.
Ο αφέντης του χωριού ήταν πολύ σκληρός. Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν δικαίωμα να κόψουν ούτε ένα κλαράκι από τα τριγύρω χωράφια. Όταν ήταν δυσαρεστημένος από τους ενοίκους κάποιου σπιτιού, τους έδιωχνε. Αν δεν έφευγαν, αφαιρούσε τη σκεπή του σπιτιού οπότε αναγκαστικά η οικογένεια το εγκατέλειπε. Έτρεμαν όταν τον έβλεπαν να κυκλοφορεί ανάμεσά τους. Αλλά και αυτός δεν θα φοβόταν λιγότερο, γιατί σπάνια εμφανιζόταν μέσα στο χωριό και πάντοτε περιτριγυρισμένος από κάμποσα σκυλιά.
Μια φονική επιδημία της ισπανικής γρίπης το 1918- 1919 που απλώθηκε σε ολόκληρη σχεδόν τη γη και προξένησε περισσότερους από ένα εκατομμύριο θανάτους, δεν ξέχασε και το Προκόπι. Κτύπησε το σπίτι της θείας μου την ημέρα που έφερε στον κόσμο το τέταρτο παιδί της. Αρρώστησε ο πατέρας και τα δύο παιδιά. Η μάνα λεχώνα, ανήμπορη να τους περιποιηθεί, στο κρεβάτι με το μωρό της, έχασε τα λογικά της. Τα τρία παιδιά και ο πατέρας ήταν ξαπλωμένα στο πάτωμα, στρωματσάδα. Το μεγαλύτερο από τα παιδιά, κοριτσάκι έξη ετών τότε, κατάλαβε τη νύχτα ότι ο πατέρας είχε πέσει πάνω στα πόδια του. Όσο και αν του φώναζε δεν έφευγε. Άρχισε να φωνάζει πάλι, «μητέρα! ο πατέρας, μου πλάκωσε τα πόδια». Όσες φορές και αν φώναξε, η μάννα δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει. Τελικά το ξαναπήρε ο ύπνος. Το πρωί που ξύπνησε κάπου δίπλα του, στο πάτωμα είδε νεκροστολισμένους τρεις από τους ανθρώπους του σπιτιού του: τον πατέρα και δύο αδελφάκια του, αγοράκια, δύο και τεσσάρων χρόνων. Τους έθαψαν στο νεκροταφείο σ’ ένα λάκκο τον έναν δίπλα στον άλλο, χωρίς φέρετρο για να συνεχίσουν εκεί τον αιώνιο ύπνο τους.
Στο σημείο αυτό, η χαροκαμένη μάννα μου έκανε την πρώτη ξενάγηση μόλις φτάσαμε στο χωριό. Δεν ξαναέφερε στη μνήμη της μόνο τους ανθρώπους που έχασε αλλά και πώς αντιμετώπισε όλες τις δυσκολίες ολομόναχη στο ξένο τόπο. Ο πατέρας της μου έλεγε, όταν έμαθε τα άσχημα νέα στις Κονίστρες, πήρε το ζώο του και ξεκίνησε να πάει να της συμπαρασταθεί. Δρόμος και αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε, παρά μονοπάτια ανάμεσα από τα βουνά. Πηγαίνοντας όμως έπεσε στο δρόμο, έσπασε το πόδι του και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Κάποιος άλλος συγγενής της, που έμενε στο Μαντούδι, ξεκίνησε και αυτός αλλά στο δρόμο έσκασε το άλογό του και δεν μπόρεσε να πάει. Η ίδια είχε χάσει το μυαλό της. Ούτε το νεογέννητο δεν ήταν σε θέση να περιποιηθεί. Τόσο που το έργο αυτό ανάλαβε κάποια χωρική που το πήρε στο σπίτι της, πληρωνόταν καλά γιαυτή τη δουλειά, γιατί ο μακαρίτης είχε αφήσει γερό κομπόδεμα. Μετά από πολλές δυσκολίες επέστρεψε στο χωριό της κοντά στους δικούς της.
Τότε ήταν πολύ δύσκολο το ταξίδι αυτό γιατί δε ν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα.
Για να πάει τότε κάποιος στ’ Αχμέτ Αγά από τις Κονίστρες, έπρεπε πρώτα με κάρο (άμαξα) που έσερναν άλογα, να πάει μέχρι τη Χαλκίδα. Εκεί θα περίμενε (δεν ξέρω πόσες μέρες) να έρθει το πλοίο, που θα τους πήγαινε στη Λίμνη Ευβοίας. Από εκεί πάλι με κάρο ή ζώα θα πήγαιναν στο σημερινό Προκόπι. Σχεδόν μια εβδομάδα ταξίδι.
Η ταλαιπωρημένη αυτή γυναίκα όταν συνήλθε στις Κονίστρες, έστησε σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού της τον αργαλειό και άρχισε να ξενοφαίνει. Έφαινε απλά ή τιριπλένια βαμβακερά σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες. Υφάσματα για αντρικά κουστούμια, μεταξωτά, από τους μεταξοσκώληκες που έτρεφαν στην περιοχή μας. Και άλλα πάλι πιο λεπτά υφάσματα, για αντρικά πουκάμισα, γυναικεία νυχτικά, κουρτίνες. Κουβέρτες μάλλινες ή βαμβακερές με σχέδια διαφόρων χρωμάτων που τις έλεγαν καραμελλούδες. Άλλες με πιο χοντρό νήμα ήταν οι μπατανίες. Ένα άλλο είδος από κουβέρτες με πολύ χοντρό μάλλινο νήμα, όταν τις έπαιρναν από την υφάντρα οι νοικοκυρές, τις πήγαιναν στη νεροτριβή. Τις έριχναν δηλαδή μέσα σ’ ένα μεγάλο λάκκο με νερό, ενώ συγχρόνως τις κτυπούσε και τις ανακάτωνε το νερό που έπεφτε με ορμή από πάνω τους. Με αυτό τον τρόπο οι κουβέρτες γίνονταν παχιές χνουδωτές και πολύ ζεστές για το χειμώνα. Τις έλεγαν μπαστές.
Ύφαινε μάλλινα κιλίμια, στρωσίδια δηλαδή για το πάτωμα με πολλά χρώματα και ωραιότατα σχέδια, αλλά και κουρελούδες. Με τη δουλειά της κατάφερε να ζήσει με αξιοπρέπεια και να αποκαταστήσει τις δύο της κόρες.


Στις Οκτωνιές

Το 1954, 22 χρόνων ήμουνα τότε, κατά τα τέλη του σχολικού έτους διορίστηκα σαν δασκάλα στο δημοτικό σχολείο της Οκτωνιάς. Με χαρά δέχτηκα γιατί λαχταρούσα να βρεθώ κοντά στα παιδιά. Οι Οκτωνιές είναι όμορφο μεγάλο χωριό με πολλά νερά και πολλούς μαχαλάδες σκαρφαλωμένους στο βουνό. Οι κάτοικοί του πολύ καλοί και εργατικοί ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Τότε που πήγα εγώ εκεί οι περισσότεροι είχαν σαν ασχολία τους την καλλιέργεια των κρεμμυδιών. Τα κρεμμύδια της Οχτωνιάς ήταν και είναι τα καλύτερα. Για να φτάσεις τότε εκεί έπρεπε να πας με τη συγκοινωνία μέχρι το Αυλωνάρι και από κει με τα πόδια ή με ζώο κάποιου αγωγιάτη.
Την επόμενη σχολική χρονιά πήγα πάλι στη θέση μου. Αλλά μετά από ένα μήνα μου ήρθε απόσπαση. Εντός είκοσι ημερών έπρεπε να φύγω και να πάω σε άλλο σχολείο που αν και ήταν διθέσιο ήταν κλειστό. Στενοχωρήθηκα που θα άφηνα τα παιδάκια που μόλις είχα γνωρίσει. Έπρεπε όμως να φύγω όσο γινόταν πιο γρήγορα. Το σχολείο που θα πήγαινα ήταν κλειστό και με περίμενε πολύ δουλειά. Την άλλη μέρα ένας αγωγιάτης φόρτωσε στο άλογό του τις αποσκευές από το δωμάτιο που έμενα και ξεκινήσαμε. Λίγο πριν βγούμε από το χωριό, μια μικρούλα μαθήτρια ξεπετάχτηκε από ένα στενό και ήλθε μπροστά μου. Ποιος ξέρει πόση ώρα περίμενε εκεί να περάσω! Άπλωσε το χεράκι της συγκινημένη και μου έδωσε αυτό που κρατούσε. Μέσα σ’ ένα παλιό μαντηλάκι είχε βάλει μια χουφτίτσα σουσάμι και το είχε δέσει μ’ ένα σπαγγάκι όπως δένουν τα κουφέτα στο τούλι για να φτιάξουν μπομπονιέρα. Δε φαντάζεστε πόσο συγκινήθηκα!Τη στιγμή που έφευγα παρόλο που ήξερε ότι δεν θα με ιδεί ξανά, ένοιωσε την επιθυμία να μου χαρίσει κάτι που όπως φαίνεται στο σπίτι της, ήταν πολύτιμο. Για χρόνια πολλά φύλαγα το δωράκι αυτού του παιδιού και το θεωρούσα καλύτερο απ’ όσα δώρα είχα πάρει, γιατί έκρυβε μέσα του πολύ αγάπη. Πενήντα τόσα χρόνια έχουν περάσει και ακόμη το θυμάμαι με συγκίνηση.
Και κάτι ακόμη. Αυτή την εποχή στην Οκτωνιά οι κάτοικοι ήταν πολύ στενοχωρημένοι. Απρίλης και η γη ήταν στεγνή.


Στον Αργυρό

Ήμουνα στο πρακτορείο των Κονιστρών περιμένοντας τη συγκοινωνία για το Αλιβέρι. Από εκεί με το λεωφορείο της Καρύστου θα πήγαινα στα Ζάρκα από όπου θα έπαιρνα αγωγιάτη με ζώα, γιατί τότε δεν είχε αυτοκινητόδρομο για τη Βύρα. Έτσι έλεγαν τότε τον Αργυρό. Κάποιος όμως έρχεται και μου λέει: «Σε ζητάνε στο τηλέφωνο». Τότε δεν είχε κάθε σπίτι το τηλέφωνό του. Ή καλύτερα να πω τα τηλέφωνά του. Αν βάλουμε και τα κινητά
Σ’ ένα νοικιασμένο σπίτι του χωριού, στεγαζόταν μια υπηρεσία, ή μάλλον τρεις υπηρεσίες μαζί. Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο. Τα τρία Ταυ « ΤΤΤ» Έτσι λέγαμε τότε. Εκεί πήγα και άκουσα από την άλλη άκρη του σύρματος. «Βουλευτής Μ. Έμαθα ότι έχετε πάρει απόσπαση για τη Βύρα. Σε παρακαλώ μη κάνεις χρήση του δικαιώματος που έχεις, να πας μετά από δέκα πέντε μέρες στην καινούρια σου θέση, γιατί το σχολείο είναι κλειστό. Το ξέρω, του λέω. Είμαι στο πρακτορείο». Όταν έφτασα στο Αλιβέρι, πριν κατέβω είδα κάποιον που περιφερόταν έξω από το λεωφορείο προφέροντας το όνομά μου: «δεσποινίς Λιάπη, δεσποινίς Λιάπη…». Πλησίασα με απορία. Άπλωσε το χέρι και μου συστήθηκε:« Βουλευτής Μ. Θα τηλεφωνήσω να φέρουν ζώα να σας πάρουν από κάποιο σημείο πριν φτάσετε στα Ζάρκα. Θα πώ στον εισπράκτορα να σας κατεβάσει εκεί». Τον ευχαρίστησα για τη μεγάλη εξυπηρέτηση και συνέχισα. Στο συγκεκριμένο σημείο εξι περίπου χιλιόμετρα μακριά από το χωριό περίμεναν χωρικοί με δύο ζώα. Δρόμος για αυτοκίνητο όπως είπαμε δεν υπήρχε τότε. Ο δρόμος έγινε αργότερα. Και μάλιστα θυμάμαι τη χαρά των χωρικών, όταν είδαν στο χωριό τους το πρώτο αυτοκίνητο. Ήταν φορτηγό. Το υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός που οι γυναίκες άνοιξαν τις κασέλες και έβγαλαν πολύχρωμα μάλλινα στρωσιδάκια με ωραία σχέδια, ταγάρια μάλλινα, πετσέτες και άλλα κομψοτεχνήματα που μόνες τους είχαν υφάνει στον αργαλειό. Μόνες πλησίαζαν το πελώριο όχημα και κρεμούσαν ή άπλωναν πάνω τα δώρα τους. Αυτό όμως όπως είπαμε, έγινε αργότερα.
Εγώ τώρα ήμουνα υποχρεωμένη να ανεβώ πάνω σ’ ένα άλογο. Και φοβόμουν πολύ. Γιατί από μικρό παιδάκι που ανέβαινα στο γαϊδουράκι μας, δεν είχα ξανά ανεβεί σε ζώο. Το θέαμα που αντίκρισα σε λίγο ήταν καταπληκτικό. Δεξιά μας απλωνόταν η λίμνη Δύστος, που τότε είχε πολλά νερά. Μέσα από τα νερά ξεφύτρωναν πλήθος από καλάμια. Τόσο πυκνά που σε μερικά σημεία δε φαίνονταν τα νερά της λίμνης. Κυνηγοί οδηγούσαν εκεί τις βάρκες και κάθε λίγο μέσα από τα καλάμια ξεπετάγονταν πάπιες και άλλα πουλιά. Αν περνούσες βράδυ ή πολύ πρωί, αναρίθμητα βατράχια φώναζαν συγχρόνως και έκαναν τέτοιο θόρυβο που νόμιζες ότι εκεί κοντά δουλεύει κάποιο εργοστάσιο. Και όσο αναβαίναμε στο βουνό δίπλα στη λίμνη, τόσο η εικόνα γινόταν πιο όμορφη. Όταν απομακρυνθήκαμε από τη λίμνη, αρκετά πριν φτάσουμε στα πρώτα σπίτια του χωριού, διέκρινα κάποια κίνηση. Πολλοί κάτοικοι του χωριού είχαν βγει να προϋπαντήσουν την καινούρια τους δασκάλα. Ένα παιδάκι μου πρόσφερε λουλούδια. Και συνεχίσαμε το δρόμο. Εγώ έκπληκτη και συγκινημένη πάνω στο άλογο και γύρω μου πλήθος από παιδιά και μεγάλους. Με τα πρώτα καλωσορίσματα, ακούστηκαν από τους χωρικούς οι φράσεις: «Τι σου είναι αυτός ο βουλευτής μας! Χθες του είπαμε ότι το σχολείο μας είναι κλειστό και σήμερα μας έστειλε δασκάλα». Δεν ήξεραν ότι η απόφαση για να πάω εγώ εκεί, είχε παρθεί από την υπηρεσία μου, πριν από περίπου είκοσι μέρες.
Στο χωριό αυτό, τον Αργυρό που πριν το έλεγαν Βύρα γεννήθηκε το 1785 ο στρατηγός Νικόλαος Κριεζώτης, ένας από τους πιο ηρωϊκούς αγωνιστές για την ελευθερία. Μετά το θάνατο του Αγγελή και του Ηλία Μαυρομιχάλη έγινε αρχηγός της επανάστασης σε ολόκληρη την Εύβοια.

Το σπίτι

Εδώ όπως καταλαβαίνετε δεν υπήρχε ξενοδοχείο. Μου δήλωσαν ότι την επομένη θα μου εύρισκαν ένα καλό σπίτι. Με συγκίνηση θυμάμαι τις περιποιήσεις και την αγάπη που βρήκα στην οικογένεια που με φιλοξένησε το πρώτο βράδυ. Το πρωί με οδήγησαν στο σπίτι που θα έμενα οριστικά. Για να πάω στο δωμάτιό μου, θα περνούσα από μια ευρύχωρη κουζίνα με τσιμεντένιο πάτωμα., γιατί από κάτω ήταν δεξαμενή για βρόχινο νερό. Από εκεί μ’ ένα κουβά έβγαζαν νερό, όχι μόνο για τη λάτρα του σπιτιού, αλλά και για να πίνουμε όλοι. Όπως μου εξήγησαν αυτό γινόταν σε όλα τα σπίτια γιατί το χωριό δεν είχε νερό. Εν συνεχεία περνούσα από ένα δωμάτιο που είχαν το τζάκι. Στο ξύλινο πάτωμα κάθε βράδυ έστρωναν στρωσίδια για να κοιμηθούν γονείς και παιδιά, ο ένας δίπλα στον άλλο, στρωματσάδα. Τελικά έμπαινα στο δικό μου δωμάτιο που ήταν χωρισμένο από το δικό τους με σανίδες. Με λίγη προσπάθεια από τις χαραμάδες έβλεπες τι γινόταν στο άλλο δωμάτιο. Από τις χαραμάδες δε του πατώματος έβλεπα κάτω τα μικρά νεογέννητα ροδαλά, γουρουνάκια. Αλλού είχαν βέβαια το στάβλο. Την ετοιμόγεννη όμως γουρούνα την έφερνα κοντά τους, για να της συμπαρασταθούν στις δύσκολες στιγμές της γέννας. Παραξενεύτηκαν όταν τους ζήτησα να μου δείξουν την τουαλέτα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι χρειάζεται, αφού γύρω από το
χωριό υπήρχαν τόσα χωράφια. Προβληματίστηκα. Τελικά βρέθηκε λύση. Μια γωνιά του κήπου την έφραξαν με κλαδιά. Δύο ορθογώνιες πέτρες ακουμπισμένες στο έδαφος θα αντικαθιστούσαν τη λεκάνη. Αυτή η τουαλέτα ήταν αποκλειστικά για μένα. Για μπανιέρα είχα μια πολύ μεγάλη αλουμινένια λεκάνη. Την τοποθετούσα σε κάποιο σημείο του δωματίου που δεν είχε χαραμάδες το χώρισμα. Η βρύση ήταν μια τενεκεδένια νιφτήρα κρεμασμένη στον τοίχο. Ίσως τα βρίσκετε όλα αυτά υπερβολικά. Λάβετε υπ’ όψιν σας όμως ότι αυτά συνέβαιναν πριν από πενήντα χρόνια. Τώρα το χωριό έχει γίνει αγνώριστο. Έχουν κτιστεί καινούρια σπίτια με όλες τις ευκολίες και τα παλιά έχουν εκσυγχρονιστεί.
Η οικογένεια που έμενα, όπως σχεδόν όλοι στο χωριό και στην τριγύρω περιοχή μιλούσαν αρβανίτικα. Νόμιζα ότι βρίσκομαι σε ξένο κράτος. Οι κάτοικοι όμως μικροί και μεγάλοι ήταν καλοί. Όχι καλοί, πάρα πάνω από καλοί. Όποιος ξένος βρεθεί σ’ αυτό το χωριό θα εκπλαγεί με την καλοσύνη, την ευγένεια και κυρίως με τη φιλοξενία των απλών του κατοίκων.
Τα παιδιά τους τα έστελναν πάντοτε καθαρά στο σχολείο. Και ας είχαν κάνει ένα σωρό δουλειές πριν έρθουν. Τα παιδιά της νοικοκυράς μου, το πρωί πριν χτυπήσει η καμπάνα για το σχολείο πήγαιναν στο βουνό, άρμεγαν τα πρόβατα, έφερναν το γάλα στο σπίτι και μετά πλυμένα, έπαιρναν τη σάκα για το σχολείο. Όλα τα παιδιά βοηθούσαν την οικογένειά τους. Μα και στο σχολείο ήταν υπάκουα, πειθαρχημένα και μελετηρά. Αυτό κατά τη γνώμη μου ήταν αποτέλεσμα της καλής αγωγής που είχαν πάρει από τους γονείς και τους προηγούμενους δύο δασκάλους, γιατί το σχολείο ήταν διθέσιο.
Είχα μόνη μου εκατόν έξι (106) παιδιά. Όσα στη σημερινή εποχή θα έπρεπε να έχουν τέσσερις δασκάλους. Η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Με δυσκολία κατάφερνα να πλησιάσω στα θρανία των μαθητών για να ελέγξω την εργασία τους και να βοηθήσω τους αδύνατους. Τότε έκανα κάτι πολύ τολμηρό. Χωρίς να ζητήσω την άδεια από τον προϊστάμενο και χωρίς να λογαριάσω τη δικιά μου κούραση χώρισα τα παιδιά στα δύο. Τα μισά παιδιά (των τριών τάξεων) πάνω από πενήντα, τα έπαιρνα το πρωί και έκαναν κανονικά το πρόγραμμά τους. Τα άλλα μισά, το απόγευμα. Αν λογαριάσουμε και το χρόνο για την προετοιμασία μου σχετικά με τη διδασκαλία και τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας, δεν μου έμενε καθόλου χρόνος για ξεκούραση. Άξιζε όμως τον κόπο. Γιατί η χαρά και η ικανοποίηση που αισθανόμουν ήταν μεγάλη.
Έχουν περάσει όπως σας είπα πάνω από πενήντα χρόνια. Μερικές οικογένειες που μου είχαν δείξει πολλή αγάπη, συνεχίζουν και τώρα ακόμη τις σχέσεις μαζί μου, πράγμα που μου δίνει μεγάλη χαρά. Ένας μαθητής μου έγινε αρχιμανδρίτης. Όταν έμαθε ότι θα παντρευόταν ο μικρότερος γιός μου, ζήτησε να κάνει αυτός το μυστήριο του γάμου. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Μα έγινε ακόμη πιο μεγάλη όταν άκουσα τον άλλοτε μικρό μαθητή μου, να απευθύνει από το άγιο βήμα ευχές και συμβουλές στο νέο ζευγάρι και ν’ αναφέρεται στο γεγονός ότι ήταν μαθητής μου.

Η Κύμη

Καιρός να γνωρίσουμε και την Κύμη, που είναι πρωτεύουσα της επαρχίας μας (Καρυστίας ). Τον «εξώστη του Αιγαίου» με την καταπληκτική θέα προς τη θάλασσα, τις πολλές ομορφιές και την ιαματική πηγή του Χωνευτικού με τα πολλά πλατάνια. Στην όμορφη πλατεία έξω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου θα βλέπαμε το άγαλμα του Κυμαίου ιατρού Γεωργίου Παπανικολάου (1883-1962). Αυτός είναι ο εμπνευστής της παγκοσμίως γνωστής μεθόδου για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας (Παπ-τεστ). Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κόρνελ στις Η.Π.Α. και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Για τιμή του ονόμασαν το νοσοκομείο της περιοχής «Γεώργιος Παπανικολάου».
Άλλος σπουδαίος άντρας ήταν ο Ι. Βελισαρίου (1861-1913) αξιωματικός, ήρωας του βαλκανικού πολέμου. Συνέβαλε αποφασιστικά στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους.
Όταν σε μια εκδρομή επισκεφτήκαμε τα μέρη εκείνα, μας έλεγαν ότι ο Βελισαρίου είχε διαταγή να κτυπήσει το Μπιζάνι, που ήταν καλά οχυρωμένο από τους τούρκους. Ο Βελισαρίου όμως, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να νικήσουν εκεί. Τη νύκτα οδήγησε τους άνδρες του από άλλο μέρος στην πόλη, παραβαίνοντας τη διαταγή των ανωτέρων του. Ο τούρκος διοικητής νόμισε ότι ευρέθη περικυκλωμένος από τον ελληνικό στρατό. Νόμισε ότι οι έλληνες είχαν διαβεί το οχυρό και παρέδωσε την πόλη στους έλληνες στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Για την παρακοή του αυτή τιμωρήθηκε. Για το αποτέλεσμα όμως που είχε το παράτολμο σχέδιό του, για το ότι δηλαδή κατάφερε να ελευθερώσει την πόλη των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό, του έδωσαν προαγωγή και παράσημα. Το 1913 πέθανε μαχόμενος στην Άνω Τζουμαγιά και ετάφη εκεί. Το άγαλμά του βρίσκεται στο λόφο του Προφήτη Ηλία της Κύμης.

Στη Σκύρο

Καιρός να ταξιδέψουμε και λίγο στη θάλασσα. Από την Παραλία της Κύμης παίρνουμε το πλοίο για τη Σκύρο. Πάμε στο νησί του Λυκομίδη, που είχε πολλές κόρες. Σ’ αυτόν η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέα έφερε το γιό της ντυμένο γυναίκα, για να μην πάει στον τρωικό πόλεμο. Εδώ ο Λυκομήδης κατακρέμνησε στη θάλασσα το Θησέα όταν ήρθε στη Σκύρο, γιατί φοβήθηκε μην του πάρει τη βασιλεία.
Πριν από μερικά χρόνια, ζούσαν εδώ σε ημιάγρια κατάσταση πολύ μικρόσωμα άλογα. Τα σκυριανά αλογάκια.
Στα γραφικά δρομάκια του νησιού πολλοί τουρίστες περιεργάζονται τα σκυριανά κομψοτεχνήματα: Διάφορα πήλινα, πανέμορφα σκυριανά κεντήματα, ξυλόγλυπτα. Πολλοί ανηφορίζουν για να προσκυνήσουν τον Άγιο Γιώργη τον προστάτη του νησιού που στη μνήμη του συγκεντρώνεται πολύς κόσμος.
Άγιε μου Γιώργη Σκυριανέ,
Μεγαλομάρτυρα τρανέ
Και του Χριστού καμάρι,
Ασημένιε καβαλάρη…

Έτσι αρχίζει ένα τοπικό νανούρισμα.


Σκιάθος

Με πλοίο πάλι θα μπορούσαμε να πάμε στο νησί του Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο. Θα θαυμάζαμε τις ομορφιές του νησιού, θα δροσιζόμασταν στην πανέμορφη παραλία με τις κουκουναριές και θα επισκεπτόμαστε το σπίτι του μεγάλου μας συγγραφέα. Εδώ θα βλέπαμε πολλά από τα προσωπικά είδη, το μελανοδοχείο και την πένα με την οποία έγραφε ο Παπαδιαμάντης τα αθάνατα πεζογραφήματα.
Τώρα παιδιά μου ήρθε μια ιδέα.
Δεν θα ήταν καλύτερα να συνεχίσετε μόνοι σας τα ταξίδια και τις εκδρομές!
Μα πως; Θα μου πείτε. Δεν γίνεται πάντοτε να μας πηγαίνουν οι γονείς μας εκεί που θέλουμε! Μα δεν είπα να σας πηγαίνουν άλλοι. Μόνοι σας θα πηγαίνετε. Θα έχετε χάρτες. Της Ευβοίας, της Ελλάδος, της Ευρώπης ή και παγκόσμιο. Κάθε φορά που ακούτε το όνομα μιας πόλης, μια περιοχής, μιας χώρας, ενός κράτους, ρίχτε μια ματιά στο χάρτη. Και έχει να μας πει πολλά.
O χάρτης μας λέει σε ποιο κράτος, ή νομό βρίσκεται ο τόπος για τον οποίο ενδιαφερόμαστε. Σε ποιο σημείο του ορίζοντα βρίσκεται σχετικά με τον τόπο μας. Πόσο μακριά είναι από μας, σε ευθεία γραμμή, ή οδικώς αν χρησιμοποιήσουμε σωστά την κλίμακα του χάρτη. Μας λέει πώς είναι το έδαφος: ορεινό, πεδινό, κοντά στη θάλασσα, ή μακριά της. Εύκολα τότε θα προσδιορίσουμε το κλίμα του τόπου, τα προϊόντα που παράγει και τις ασχολίες των κατοίκων.
Μπορείτε να ρωτήσετε κάποιον από τους γύρω σας να σας πουν, αν ξέρουν σχετικά. Τυχεροί θα είστε αν βρείτε κάποιον που έχει επισκεφτεί τον τόπο για τον οποίο ενδιαφέρεστε. Αν όχι ζητήστε βοήθεια από το φίλο σας, το βιβλίο.
Δεν λένε ότι τα βιβλία είναι οι καλύτεροί μας φίλοι;
Αν ανοίξετε μια εγκυκλοπαίδεια θα βρείτε τη βοήθεια που ζητάτε. Και τότε


ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΤΑΞΙΔΙ …

1 σχόλιο:

παπαιοαννου χρηστος είπε...

συγχαρητηρια τα λογια ειναι περιτα