Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΟΧΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ






ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΟΧΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ
ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΑΠΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ





ΟΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΑΙΔΙΑΤΙΚΟ

Ότι έχεις μέσα σου παιδιάτικο
σαν θησαυρό να το φυλάξεις∙
τους λογισμούς, τους πόθους σου άλλαξε,
μ’ αυτό ποτέ να μην αλλάξεις.

Όποτε της ζωής τα ψεύτικα
κι άσχημα σφίγγουν την καρδιά σου,
μεσ’ ότι φύλαξες παιδιάτικο
θα βρίσκεις την παρηγοριά σου.

Και όταν χλωμοφυλλιάσει η όψη σου
και στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια,
μόνο ότι φύλαξες παιδιάτικο
θα μείνει απείραχτο απ’ τα χρόνια.

Γεώργιος Δροσίνης



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Πλίνθοι και λίθοι και κέραμοι, ατάκτως εριμμένοι»
Που σημαίνει ότι τα οικοδομικά υλικά, πέτρες, κεραμίδια είναι ριγμένα στο οικόπεδο χωρίς τάξη. Με τα επιδέξια όμως χέρια του οικοδόμου θα υψωθεί αυτοτελές κτίριο.
Έτσι σκόρπισα εγώ τις σκέψεις μου και ‘σεις… θα κάνετε τον οικοδόμο.
Ελπίζω να βάλω και ‘γω ένα μικρό λιθαράκι για να συνεχιστεί από γενιά σε γενιά η ελληνική παράδοση.
Αυτή είναι η ατίμητη πολιτιστική μας κληρονομιά. Συγκεκριμένα η θρησκεία, τα έθιμα, τα αγροτικά έργα, τα κτίσματα, οι επιπλώσεις, τα υφαντά, οι κοινωνικές σχέσεις, οι τέχνες, η γλώσσα, το τραγούδι, το παραμύθι, η παροιμία, το ντύσιμο, ο χορός, όλα μαζί αποτελούν την ελληνική παράδοση.
Εδώ στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε η συναδέλφωση Ελληνισμού - Χριστιανισμού, που δυνάμωσε το κεφάλαιο της παράδοσής μας, αλλά μας επιφόρτισε με την ανάλογη ευθύνη: Να κρατήσουμε την παράδοση και να γίνουμε φως στον κόσμο.
Η γνωριμία του παιδιού με ουσιαστικά στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, πιστεύω ότι θα βοηθήσει το παιδί και θα το ανεβάσει πνευματικά, ηθικά, κοινωνικά.

Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Κρύο πολύ σήμερα. Το πρωί, αλλά και αργότερα κατά διαστήματα έριχνε χιόνι, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αθήνα. Η έξοδός μου από το σπίτι γίνεται για να εξυπηρετηθούν οι τελείως απαραίτητες ανάγκες. Κάθομαι λοιπόν ώρες μέσα στο σπίτι.
Μα εγώ δεν το μπορώ αυτό. Τις περισσότερες φορές φεύγω και πηγαίνω μακριά.
Εδώ είναι το περίεργο. Ενώ εσείς παιδιά μου πηγαίνετε εμπρός για να φθάσετε το ελπιδοφόρο μέλλον, εγώ πηγαίνω προς τα πίσω, μακριά. Κάπου εξήντα με εξηνταπέντε η και περισσότερα χρόνια πριν.
Έρχεται το Πάσχα και βρίσκομαι μικρό παιδάκι στο πατρικό μου σπίτι μαζί με τα πολλά αδέρφια μου και τους καλούς μου γονείς. Πως την περίμενα αυτή την ημέρα της Λαμπρής!
Η προετοιμασία άρχιζε από τις αποκριές, κυρίως από την τελευταία εβδομάδα της Τυρινής. Ποτέ δεν τρώγαμε κρέας την τελευταία εβδομάδα. Το τραπέζι της Κυριακής είχε ψάρια, αυγά και μακαρονάδα με μπόλικο τυρί. Μα αυτό που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι το ρυζόγαλο που έφτιαχνε η μητέρα με φρέσκο αγνό γάλα. Τρώγαμε όσο θέλαμε και παραπάνω ακόμα. Το βράδυ πέφταμε για ύπνο με βαρύ στομάχι.
Ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα.
Την Καθαρή Δευτέρα λοιπόν το πρωί, στρώναμε το τραπέζι με τα σαρακοστιανά. Λαγάνα που μόλις είχε βγει από το φούρνο, ελιές ταραμά και τρυφερά φύλλα από κουτσαφιές (φυτά από σπαρμένα κουκιά).
Από το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας δεν έλειπαν τα βρεχτοκούκια (ξερά κουκιά μουσκεμένα) και τα θαλασσινά: αχινοί, μύδια, χταπόδι, πεταλίδες. Επίσης υπήρχαν στραγάλια, σταφίδες, ξερά σύκα. Μα κυρίως δεν έλλειπε η καλή καρδιά και οι ευχές για «καλή σαρακοστή» και καλή όρεξη.
Κανένας δεν δεχόταν να μείνει νηστικός για να βρει την «περδικοφωλιά», γιατί καθώς έλεγαν όποιος την Καθαρή Δευτέρα έμενε νηστικός, θα έβρισκε την «περδικοφωλιά» στα χωράφια. Δεν είχα ακούσει όμως κανένα να προτιμήσει την περδικοφωλιά από το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας.
Α! Ξέχασα να σας πω ότι από το τραπέζι μας δεν έλειπαν ολόκληρα μαρουλόφυλλα, ραντισμένα με ξύδι. Εμείς τα παιδιά μόλις τα βλέπαμε λέγαμε: «Μαρούλια χωρίς ξύδι; Και πως δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;» και σκάγαμε στα γέλια. Αυτό το είχαμε ακούσει σε ένα από τα πολλά παραμύθια που μας έλεγε η μητέρα.
Κάποτε λέει, μερικά ζώα αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι. Ανάμεσά τους η αλεπού και ο γάιδαρος. Μπήκαν λοιπόν σε μια βάρκα και ξεκίνησαν. Δεν πέρασε μισή ώρα και άρχισε να φυσά δυνατός αέρας. Τα κύματα στη θάλασσα όλο και μεγάλωναν όσο περνούσε η ώρα. Η βάρκα πότε έγερνε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά. Ο κίνδυνος να βουλιάξει ήταν μεγάλος. Η αλεπού σκέφθηκε ότι αν έλειπε ο γάιδαρος, ίσως να γλίτωνε αυτή. Άρχισε λοιπόν να του κάνει κάποιες ερωτήσεις για να βρει την αιτία του κακού. Κάποια στιγμή τον ρωτά: «Τι έφαγες;»
-«Μπήκα στο γειτονικό κήπο και έφαγα μερικά μαρούλια χωρίς ξύδι». Η αλεπού, που βρήκε η πονηρή αμέσως το φταίξιμο του γαϊδάρου, λέει: «Μαρούλια χωρίς ξύδι; Και πως δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι». Να μην τα πολυλογούμε για το φταίξιμό του αυτό ο γάιδαρος καταδικάστηκε. Θα τον έριχναν στη θάλασσα. Ότι και αν έλεγε ο καημένος ο γάιδαρος δεν τα έβγαζε πέρα με την αλεπού. Την τελευταία στιγμή την κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια και της λέει: «Στα πέταλα που έχω στα πισινά μου πόδια, είναι κολλημένα δύο χρυσά φλουριά. Έλα να τα πάρεις να μην πάνε χαμένα». Πάει η αλεπού από πίσω, σηκώνει ο γάιδαρος τα δύο πισινά του πόδια, της δίνει μία κλωτσιά και αντί για το γάιδαρο βρέθηκε η αλεπού στη θάλασσα.
Σηκωνόμαστε από το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας κατευχαριστημένοι. Στη συνέχεια θα περιμένατε να ακούσετε για γλέντι. Όχι! Στη συνέχεια ο γυναικείος πληθυσμός του κάθε σπιτιού, θα καθάριζε τα μαγειρικά σκεύη που τότε δεν ήταν ανοξείδωτα αλλά από χαλκό, γανωμένα από μέσα. Απ’ έξω ήταν καταμουτζουρωμένα από τα ξύλα του τζακιού, όπου μαγειρευόταν το φαγητό. Αυτή την ημέρα τα κάναμε όλα να λάμπουν.
Θυμάμαι που έπαιρνα ένα βρεγμένο πανάκι και έτριβα με στάχτη από ξύλα, τα κουτάλια, τις κουτάλες, και τα μπρίκια. Μεγάλη χαρά δοκίμαζα όταν τα έβλεπα να λάμπουν.
Τα αγόρια ήταν πιο τυχερά. Παρέες-παρέες, πήγαιναν στ’ αλώνια ή σε άλλο μέρος χωρίς δέντρα και πετούσαν χαρταετό. Πριν από μέρες στη μεγάλη κάμαρη του σπιτιού μας, μάζευαν χρωματιστά χαρτιά, καλάμια και σπάγκους. Έφτιαχναν μόνοι τους αλευρόκολλα, έβαζαν όλη τους την τέχνη και η χαρά τους ήταν μεγάλη, όταν έβλεπαν ψηλά στον ουρανό τον αετό, που τον είχαν φτιάξει μόνοι τους.
Χάρτινο πουλί που παίρνει ο αγέρας
παιδική χαρά της Καθαρής Δευτέρας
Πριν όμως σας μιλήσω και για άλλα παιχνίδια θα σας μιλήσω για κάτι που γινόταν στο χωριό μας τις τελευταίες μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής. Συγκεκριμένα την παραμονή που θα γιορτάζαμε την ανάταση του Λαζάρου, έρχονταν τις πρωινές ώρες, γυναίκες από τα Βλαχοχώρια, για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου, «Λαζαρούδες» τις λέγαμε.
Λάζαρος αποθαμένος και με το κερί ζωμένος.
Πες μας Λάζαρε, τί είδες εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα πόνους είδα φόβους, είδα βάσανα και τρόμους.
Της καρδιάς μου τα ηλέω και μη με ρωτάτε πλέο.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι.



ΤΟ ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Τα χρόνια εκείνα, όταν πέθαινε κάποιος, τον ξάπλωναν πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι ή κάτω στο πάτωμα, στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού. Συγγενείς και φίλοι έφταναν στο σπίτι, φέρνοντας ένα κερί ή ένα μπουκετάκι με λουλούδια από τους κήπους ή τις γλάστρες των σπιτιών τους και τα τοποθετούσαν πάνω στο άψυχο σώμα. Πολλές χαροκαμένες μάνες, την ώρα που άφηναν άνθη πάνω στον νεκρό, έδιναν και μια παραγγελία για το χαμένο τους πρόσωπο. Δεν μπορώ να ξεχάσω την παραγγελία που έδινε στον νεκρό πατέρα μου το 1948 μια συγγενής μας: «Μπαρμπάγη μου (μπάρμπα μου) να του πεις ότι δεν έμαθα τίποτα για τον Κώστα μου». Τα κλάματά της και οι φωνές αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου. Ο Κώστας ήταν γιος της, γύρω στα 17 που τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί και δεν μπορούσαν να μάθουν αν ήταν ζωντανός ή σκοτωμένος. Ούτε και έμαθαν ποτέ.
Στολισμένος με αυτά τα άνθη ο νεκρός, θα έμενε στο σπίτι μέχρι την ώρα της κηδείας.
Την νύχτα δεν έμενε μόνος. Συγγενείς και γνωστοί έπαιρναν θέση γύρω από το λείψανο ξενυχτώντας, ενώ κατά διαστήματα έλεγαν μοιρολόγια μερικά από τα οποία αυτοσχεδίαζαν εκείνη τη στιγμή.
Αυτό το ξενύχτισμα γινόταν και για τον Μεγάλο Νεκρό. Την Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός βρισκόταν κρεμασμένος στον σταυρό, με γερμένο το κεφάλι. Μία τέτοια βραδιά μετά την ακολουθία του Εσταυρωμένου, με πήρε η μητέρα μου από το χέρι και ξαναπήγαμε στην εκκλησία. Εκεί ήταν και άλλες γυναίκες μεγάλες αλλά και κοπέλες. Θα μέναμε όλη τη νύχτα κοντά στον Εσταυρωμένο και θα ξενυχτούσαμε. Καθίσαμε όλες κάτω και γύρω από τον Σταυρό. Κοιτούσαμε τον Εσταυρωμένο και τα μάτια μας βούρκωναν. Κάποια γυναίκα άρχιζε δειλά το μοιρολόγι της Παναγίας και την ακολουθούσαν όλες μαζί.
Το μοιρολόγι της Παναγίας:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό των Πάντων βασιλέα.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει,
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμα για να της έρθει ο νους της.
Και όταν της ήρθε ο λογισμός κι όταν της ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαχτεί, φωτιά να πα να πέσει,
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
Τηρά δεξιά τηρά ζερβά κανένα δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του Γιου μου
μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε κοντά του πλησιάζει.
Δεν μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Και ο γιος της πάνω από το Σταυρό απόκριση της δίνει:
Τί να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός και θα σβηστούνε τ’ άστρα,
τότε και σε μανούλα μου θα γειάνουν οι πληγές σου.
Την Κυριακή πρωί πρωί σαν πουν Χριστός Ανέστη,
τότε και συ μανούλα μου θα ‘χεις χαρές μεγάλες.
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Κατά διαστήματα σηκωνόμαστε, κάναμε μετάνοιες και ασπαζόμασταν τον Εσταυρωμένο.
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Όταν ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, οι καμπάνες της εκκλησίας κτυπούσαν πένθιμα και τα παιδιά μ’ ένα δίσκο ή ένα πανεράκι στο χέρι παίρναμε τους δρόμους και τα στενά του χωριού. Όπου βλέπαμε σπίτι με ανθόκηπο ή μπαλκόνι και χαγιάτι (μικρή βεράντα) με γλάστρες, χτυπούσαμε την πόρτα. Οι νοικοκυρές αμέσως καταλάβαιναν τι θέλαμε, έκοβαν ότι λουλούδι υπήρχε και μας το έδιναν για τον επιτάφιο. Αργότερα παρέες-παρέες πάλι από παιδιά, βγαίναμε στα χωράφια να μαζέψουμε αγριολούλουδα. Μαργαρίτες κυρίως, που αφού τους αφαιρούσαμε εντελώς το κοτσάνι, τις περνούσαμε με μια βελόνα σε μια κλωστή. Με αυτά τα μαργαριταρένια κομπολόγια συμπληρώναμε στο τέλος το στόλισμα του επιτάφιου.
Οι μεγαλύτερες κοπέλες έδεναν σε μια κληματόβεργα μπουκετάκια με λουλούδια και πρασινάδα. Με τέχνη και συμμετρία τα στερέωναν πάνω στον επιτάφιο.
Και όταν κατά την περιφορά του επιταφίου συναντούσαμε τον επιτάφιο του διπλανού χωριού, βρίσκαμε πάντοτε το δικό μας πιο όμορφα στολισμένο.

ΈΘΙΜΑ
Εδώ θα ήθελα να σας πω μερικά άλλα έθιμα του χωριού μου.
Τη μεγάλη Παρασκευή, ημέρα πένθους για όλους τους χριστιανούς, οι ηλικιωμένες γυναίκες, μέχρι το απόγευμα που γινόταν η αποκαθήλωση, δεν έτρωγαν τίποτα. Στο σπίτι εκείνη την ημέρα, δεν έμπαινε κατσαρόλα στη φωτιά. Τρώγαμε ψωμί, ελιές και αμαγείρευτα πικρά λαχανικά βρεγμένα με ξύδι. Αυτή την ημέρα δεν τρώγαμε γλυκό. Αν ερχόταν ξένος στο σπίτι, του προσφέραμε ξηρούς καρπούς και κυρίως στραγάλια.
Γινόταν όμως μεγάλη προετοιμασία για το πασχαλινό τραπέζι. Απαραίτητα τα κόκκινα αυγά από τις κότες μας .Εκείνες τις ημέρες η γειτονιά μοσχοβολούσε από τα γαλακτοκούλουρα και τις εφτάζυμες κουλούρες που έφτιαχναν οι νοικοκυρές μόνες τους. Ακόμη συνηθιζόταν η νουνά να φτιάχνει για το βαφτιστικό της μια μεγάλη κουλούρα που η επιφάνειά της ήταν στολισμένη με διάφορα σχέδια. Μαζί με τη λαμπριάτικη κουλούρα το παιδί θα έπαιρνε από τη νουνά και τη λαμπάδα που θα κρατούσε τη νύχτα στην Ανάσταση.
Δεν χρειάζεται να σας πω ότι κάθε οικογένεια είχε το δικό της αρνί τη Λαμπρή. Δεν το έψηναν όμως στη σούβλα όπως συνηθίζεται σήμερα.
Μετά από νηστεία σαράντα ημερών έπρεπε να φάμε κάτι ελαφρύ. Η κοιλίτσα του αρνιού, το κεφαλάκι, τα ποδαράκια, ήταν ότι έπρεπε για να γίνει μια νόστιμη σούπα, «πατσό», για τη νύχτα της Ανάστασης. Το μεσημέρι τρώγαμε κάτι πρόχειρο που ετοιμάζαμε με τα έντερα και τα εντόσθια του αρνιού.
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι νοικοκυρές σηκώνονταν πολύ πρωί. Θα έφτιαχναν το αρνί «γεμιστό στο φούρνο». Γέμιζαν δηλαδή το κουφάρι του αρνιού με ρύζι συκωτάκια και πολλά μπαχαρικά που το έκαναν να μοσχοβολάει, πριν μπει ακόμη στο φούρνο.
Σε λίγο ένας φούρνος της γειτονιάς καιγόταν με ξύλα που έριχναν μέσα οι γειτόνισσες.
Το μεσημέρι τα καλοψημένα αρνιά στα ταψιά γαρνιρισμένα με πατάτες τριγύρω θα ήταν το κυρίως γεύμα της Λαμπρής που ονειρευόμαστε όλο το χρόνο.
Πολύ κουραζόταν η νοικοκυρά τις ημέρες των εορτών για να δώσει τη χαρά στους ανθρώπους του σπιτιού της.
Τα Χριστούγεννα ετοίμαζε το χοιρινό. Τότε κάθε οικογένεια έτρεφε το δικό της χοίρο με αγνές τροφές.
Ένα μέρος από το κρέας του, το έκαναν κομματάκια για να τα ψήσουν περασμένα σε μια μεγάλη σιδερένια σούβλα, στην ανθρακιά στο τζάκι. Άλλα κομμάτια κρέας τα έκαναν κιμά. Τότε δεν είχαν κατάλληλο μηχάνημα γι’αυτή τη δουλειά. Έβαζαν λοιπόν ένα κομμάτι κρέας μέσα σε μια πιατέλα. Κρατούσαν στα χέρια δύο μαχαίρια, που εφαπτόμενα εκινούντο σε αντίθετη κατεύθυνση, κόβοντας κάθε φορά το κρέας που ήταν ενδιάμεσα. Έπειτα από λίγη ώρα το κρέας είχε γίνει μικρά κομματάκια σαν τον κιμά. Απ’ αυτό το κρέας ανακατωμένο με πολλά μπαχαρικά, γέμιζαν τα πλυμένα έντερα του ζώου και έφτιαχναν τα νόστιμα χωριάτικα λουκάνικα.
Με το κεφάλι, τα ποδαράκια και άλλα κομμάτια κρέας έκαναν την περίφημη πηχτή.
Από το χοντρό δέρμα του ζώου έφτιαχναν τον πασπαλά.
Αν περίσσευε κρέας για να μη χαλάσει το έβαζαν μέσα σε πινιώτα (μεγάλο πήλινο βάζο), με αλατόνερο. Τότε βλέπετε δεν είχαμε ψυγεία.
Αυτές τις ημέρες οι νοικοκυρές έκαναν τις πιο γλυκές δουλειές. Έφτιαχναν τα πιο ωραία σπιτικά γλυκά για αυτές τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς: λουκουμάδες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα και τον περίφημο μπακλαβά Κύμης.
Στη γιορτή της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, μοσχοβολούσε το «στιφάδο». Μοσχαρίσιο κρέας με κρεμμύδια και πολλά μπαχαρικά.
Της Αγίας Μαρίνας, στις 17 Ιουλίου, που γινόταν πανηγύρι στο χωριό μας, σ’ όλα τα σπίτια έφτιαχναν «κεσκέσι». Βράζοντας ξεφλουδισμένο σιτάρι με ανάλογα μυρωδικά.
Κάθε εποχή, διαφορετικές ήταν οι δραστηριότητες της νοικοκυράς .
Το καλοκαίρι έφτιαχναν με γάλα από τα ζώα τους, τραχανάδες.
Γλυκό τραχανά με κομμένο σιτάρι, βρασμένο σε φρέσκο γάλα που το ξέραιναν για το χειμώνα.
Ξινό τραχανά, ζυμωμένο αλεύρι με γάλα ξινισμένο και προζύμι. Στη συνέχεια τον στέγνωναν και τον έτριβαν. Το χειμώνα είχαν στο σπίτι τους, ότι χρειάζεται για μια νόστιμη και θρεφτική σούπα. Έφτιαχναν ακόμη χυλοπίτες με αλεύρι, γάλα και αυγά.
Την εποχή που πλήθαιναν οι ώριμες ντομάτες στην περιοχή μας και οι παραγωγοί κατέβαζαν την τιμή τους, οι νοικοκυρές αγόραζαν καλάθια γεμάτα και ζητούσαν από τους πωλητές να τις μεταφέρουν στο σπίτι τους.
Εκεί αφού τις έπλεναν καλά, τις έριχναν μέσα στη σκάφη που είχαν για ζύμωμα, ή σε μια μεγάλη λεκάνη. Τις έλιωναν καλά με τα χέρια και μάζευαν μέσα στις παλάμες τους τα φλούδια, στύβοντάς τα καλά, για να μείνει όλος ο χυμός. Το χυμό αυτό το σούρωναν με ειδικό σουρωτήρι για να απαλλαγεί από φλούδια και σποράκια.
Στη φωτιά που άναβαν στην αυλή, έβαζαν μια μεγάλη σιδεροστιά και πάνω εκεί ένα μεγάλο χαλκωματένιο αλλά γανωμένο ταψί. Ο χυμός που έβραζε εκεί σε μεγάλη επιφάνεια, εξατμιζόταν και στο τέλος έμενε μια πηχτή σκούρα κόκκινη μάζα. Ήταν ο μπελτές (τοματοπολτός).
Τον άφηναν για λίγες μέρες στον ήλιο και μετά μέσα σε γυάλινα βάζα, για να τον χρησιμοποιεί η οικογένεια, όλο το χρόνο, στο μαγείρεμα των φαγητών.
Στη συνέχεια ωρίμαζαν τα σύκα. Οι νοικοκυρές άπλωναν τα σύκα πάνω σε ξερά σπάρτα, που είχαν μαζέψει από πριν, τα έσκιζαν και τα έλιαζαν, για να έχουν για το χειμώνα ή για να τα πουλήσουν, βγάζοντας ένα καλό εισόδημα.
Την εποχή του τρύγου, άλλες δουλειές. Οι άντρες φρόντιζαν για το κρασί. Οι γυναίκες φρόντιζαν για τις μουσταλευριές και το πετιμέζι. Γιαυτό έβραζαν πολύ ώρα το μούστο, που έβγαινε από τα πατημένα σταφύλια, σε μεγάλο ταψί μέχρις ότου δέσει.
Θυμάμαι τη μητέρα, που πολλές φορές έριχνε μέσα στο μούστο κομματάκια από μελιτζάνες, για να γίνει ένα ωραίο γλυκό.
Το χειμώνα έφτιαχναν στο τηγάνι μπομποτάκια από ζύμη με αλεύρι από καλαμπόκι, που μαζί με το πετιμέζι ήταν πολύ νόστιμα.
Αυτή την εποχή το ντουλάπι μας γέμιζε από βαζάκια με γλυκά κουταλιού από σταφύλια, κυδώνια και άλλα.
Κάποια ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα, πριν ο αγέρας σκορπίσει τα κιτρινισμένα φύλλα από τις συκιές, ανεβαίναμε στα δέντρα και ρίχναμε στο έδαφος τα φύλλα τους. Το βραδάκι μαζεύαμε μέσα σε παλιά σεντόνια τα ξεραμένα φύλλα και τα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στον αχυρώνα. Ήταν μια πολύ καλή χειμωνιάτικη τροφή για τα ζώα.
Στη συνέχεια ωρίμαζαν οι ελιές.
Έπρεπε να βάλουμε στο πιθάρι το λάδι της χρονιάς κι αν περίσσευε να πουλήσουμε κιόλας. Δεν αφήναμε ελίτσα να πάει χαμένη. Μικροί, μεγάλοι, τρέχαμε να τις μαζέψουμε.
Θυμάμαι ότι τις ημέρες που φυσούσε αέρας, εμάς τα παιδιά μας ξυπνούσαν πολύ πρωί. Μ’ ένα καλαθάκι στο χέρι, τρέχαμε σ’ όποιο χωράφι είχε ελαιόδεντρα, που τα κλαδιά τους ήταν πάνω από το δρόμο. Μαζεύαμε τις ελιές πριν οι περαστικοί τις πατήσουν και πάνε χαμένες.
Γυρίζαμε στο σπίτι με τα χέρια κατακόκκινα, πρησμένα και γεμάτα χιονίστρες από το κρύο. Παίρναμε τη σάκα μας, που την είχαμε από το βράδυ έτοιμη και τρέχαμε βιαστικά για το σχολείο. Οι αγροτικές δουλειές, βλέπετε, είναι βιαστικές. Μια παροιμία λέγει: «Από το θέρο ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές».

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ
Οι εποχές καθόριζαν τη διατροφή των χωρικών. Μέχρι το 1956 δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Επομένως, ούτε και ηλεκτρικά ψυγεία υπήρχαν για να διατηρούν τα φρούτα και γενικά τα τρόφιμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Γι΄ αυτό ότι λαχανικά η φρούτα τρώγαμε, ήταν της εποχής και της περιοχής.
Τα πορτοκάλια που τώρα άφθονα φθάνουν στο τραπέζι μας όλο το χρόνο και στο πιο απομακρυσμένο χωριό τότε τα τρώγαμε μόνο το χειμώνα.
Σ’ ένα χωριουδάκι της περιοχής, την Ποταμία, είχαν μερικές πορτοκαλιές. Στην αρχή του χειμώνα, οι τυχεροί που είχαν αυτά τα ευλογημένα δέντρα, φόρτωναν το γαϊδουράκι τους με πορτοκάλια και γύριζαν στα χωριά για να τα πουλήσουν. Οι πελάτες πλησίαζαν και αφού τα έτρωγαν με τα μάτια, άπλωναν το χέρι, έπαιρναν ένα-ένα ενώ συγχρόνως μετρούσαν: 1, 2, 3…γιατί τότε τα πορτοκάλια, τα λεμόνια και άλλα φρούτα δεν τα πωλούσαν με το κιλό, αλλά με το κομμάτι.
Δεν θυμάμαι καμιά φορά όταν ήμουν παιδάκι, να είχα φαει μόνη μου ένα ολόκληρο πορτοκάλι, που πολύ θα το ήθελα.
Όταν τελείωνε το Καλοκαίρι και ερχόταν το Φθινόπωρο, ανυπομονούσαμε μέχρι ν’ αρχίσει το παζάρι των Κονιστρών. Γινόταν στη θέση που σήμερα είναι το νηπιαγωγείο. Γιατί στο παζάρι αυτό δεν είχε μόνο εμπορεύματα, ρούχα, παπούτσια και παιγνίδια που μας θάμπωναν τα μάτια. Από το παζάρι αυτό θα παίρναμε για πρώτη φορά αυτό το χρόνο μήλα και κάστανα της εποχής.
Αγγουράκια και ντομάτες τώρα φθάνουν στο τραπέζι, σ’ όλες τις εποχές.
Θυμάμαι τη χαρά μας ,όταν ανάμεσα στα τρόφιμα που παίρναμε μαζί μας στην τελευταία σχολική εκδρομή της χρονιάς, υπήρχε και κάποια ντοματούλα ή αγγουράκι. Γιατί όλο ΄το χειμώνα και την Άνοιξη δεν βλέπαμε τέτοιο πράγμα.
Όλα τα φρούτα, τα λαχανικά και γενικά ότι παίρναμε από τη μητέρα γη, ήταν νόστιμα και υγιεινά. Χωρίς χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Ήταν όπως θα λέγαμε σήμερα οικολογικά.


ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ
Αγαπημένο παιχνίδι των αγοριών ήταν οι βόλοι. Μπαλίτσες τις λέγαμε τότε. Μικρές, μεγαλύτερες, από πηλό ή από γυαλί, με διάφορα φανταχτερά χρώματα.
Μετά από κάποια διαδικασία, άφηνε το κάθε παιδί κάτω στο έδαφος από μία μπαλίτσα. Το κάθε ένα με τη σειρά του, προσπαθούσε με την εκτίναξη του μεσαίου δάχτυλου του χεριού, να στείλει τη μπαλίτσα του να χτυπήσει τη μπαλίτσα του συμπαίχτη του. Αν τα κατάφερνε την κέρδιζε, διαφορετικά έχανε τη δικιά του.
Άλλο αγαπητό παιχνίδι με τις μπαλίτσες ήταν το «ματάκι».
Ένας παίχτης τοποθετούσε μια μπαλίτσα στο έδαφος. Ο άλλος παίχτης κρατούσε τη δικιά του μπαλίτσα κοντά στο μάτι του, πάνω από τη μπάλα που ήταν στο έδαφος. Σημάδευε καλά και σε μια στιγμή την άφηνε να πέσει κάτω. Αν χτυπούσε στην μπάλα του συμπαίχτη την κέρδιζε, αν όχι έχανε την δικιά του.
Τα κορίτσια όταν σηκώναμε το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας, προσέχαμε να μην πετάξουμε κανένα όστρακο από τις πεταλίδες. Τα μαζεύαμε, τ’ αφήναμε να στεγνώσουν και μετά αρχίζαμε το παιχνίδι. Στο σπίτι, στους δρόμους, στην αυλή του σχολείου, βγάζαμε από την τσέπη μας πεταλίδες και τις ρίχναμε κάτω. Με το ένα δάχτυλο ελαφρά σαλιωμένο, ανασηκώναμε την πεταλίδα με τέτοιο τρόπο ώστε πέφτοντας κάτω, να έχει γυρίσει από το άλλο μέρος. Αν το καταφέρναμε την κερδίζαμε. Διαφορετικά τη χάναμε.
Ο καβαλάρης
Ένα παιχνίδι απλό, που παιζόταν από ένα ή περισσότερα παιδιά συγχρόνως, δεν χρειαζόταν παρά μόνο ένα καλάμι ή μια βέργα. Καμιά φορά και το μπαστούνι του παππού. Αυτό το καλάμι ανάμεσα στα πόδια μας, με την φαντασία μας, γινόταν περήφανο άλογο που κάλπαζε με τα δικά μας πόδια. Και τρέχαμε πάνω κάτω στο δρόμο, στην αυλή ή στα χωράφια. Τον ενθουσιασμό των παιδιών δείχνει η παρακάτω στροφή ενός ποιήματος.
Καβαλάρης διαβαίνω
σε μια βέργα ψιλή
και αρχηγό δοξασμένο
με φωνάζουν πολλοί
Λαχταρώ μια πιλάλα
που όλη η γη ν’ αντηχεί.
Μα έχω το άλογο τέτοιο
που δεν έχει ψυχή.
Γης πατώ
Πολύ αγαπημένο παιχνίδι εκείνης της εποχής ήταν το κυνηγητό, που παιζόταν από δύο μέχρι και πολλά παιδιά όπως και σήμερα. Πολλές φορές όμως κάποιο παιδί έριχνε την ιδέα: «παίζουμε γης πατώ;»
Ένα παιδί έπρεπε να κυνηγά τα άλλα, που έφευγαν μακριά του φωνάζοντας ρυθμικά «γης πατώωω, γης πατώωω, μάρμαρο δεν πατώωω». Όταν όμως κινδύνευαν να πιαστούν από τον κυνηγό, ανέβαιναν πάνω σε μια πέτρα, οπότε ο κυνηγός δεν είχε δικαίωμα να τα πιάσει. Έφευγε μακριά για να κυνηγήσει άλλα παιδιά που φώναζαν «γης πατώωω, γης πατώωω, μάρμαρο δεν πατώωω».
Το τηλεγράφημα
Τα παιδιά κάθονταν κάτω, το ένα δίπλα στο άλλο σε μια γραμμή. Το πρώτο παιδί ψιθύριζε στο αυτί του δεύτερου ένα μήνυμα, π.χ. «Αποστείλατε επειγόντως φορτίο ζάχαρη στον Τρεχαγυρευόπουλο», ή ότι άλλο ήθελε.Το δεύτερο παιδί το ψιθύριζε στο τρίτο και συνέχιζαν μέχρι να φτάσει το μήνυμα στο τελευταίο παιδί.
Υπήρχε όμως ένας περιορισμός. Κανένα παιδί δεν είχε το δικαίωμα να επαναλάβει το μήνυμα, σε περίπτωση που δεν το άκουγε καλά ο διπλανός του. Το τελευταίο παιδί φώναζε δυνατά το μήνυμα που είχε ακούσει και επειδή συνήθως δεν είχε καμία σχέση με το αρχικό, προκαλούσε πολλά γέλια στην παρέα.
Αξίζει να το δοκιμάσετε.
Η μακριά γαϊδούρα ή σκαμνάκια
Γνωστό παιχνίδι από το μάθημα της γυμναστικής, παίζεται με πολλούς παίκτες. Πρώτος παίκτης σκύβει και ακουμπά τα χέρια στους μηρούς. Ο δεύτερος τρέχει, στηρίζει τα χέρια του στην πλάτη του σκυμμένου και περνά από πάνω του πηδώντας. Μετά σκύβει και αυτός με τη σειρά του μπροστά από τον πρώτο. Ο τρίτος παίκτης τρέχει, πηδά τον πρώτο, πηδά και τον δεύτερο και σκύβει για να τον πηδήσουν οι επόμενοι παίκτες. Το παιχνίδι συνεχίζεται έως ότου κουραστούν τα παιδιά.
Οι γατούλες
Τα παιδιά που παίρνουν μέρος στο διασκεδαστικό αυτό παιχνίδι κρεμάνε το καθένα από ένα μαντίλι πίσω από τη ζώνη τους και κυνηγάνε το ένα τ’ άλλο, προσπαθώντας το κάθε παιδί να πάρει με τρόπο την «ουρά» από το άλλο, χωρίς να χάσει την δικιά του. Τα παιδιά τρέχουν αλλά και φυλάγονται μη χάσουν την ουρά τους. Κερδίζει το παιδί που θα πάρει τις περισσότερες ουρές χωρίς να χάσει την δική του.
Τα πεντόβολα
Τα πεντόβολα ήταν παιγνίδι κυρίως των κοριτσιών. Με το δείκτη του αριστερού χεριού πάνω από το μέσο δάκτυλο και με το μεγάλο δάκτυλο ακουμπώντας την παλάμη στο έδαφος σχηματίζαμε καμάρα. Mπροστά στην παλάμη ήταν σκορπισμένα πέντε στρογγυλεμένα από τη θάλασσα λιθαράκια. Με το δεξί παίρναμε από κάτω ένα λιθαράκι ,το πετούσαμε ψηλά, για να το ξαναπιάσουμε πάλι ,αφού εν το μεταξύ σπρώχναμε ένα λιθαράκι να περάσει κάτω από την καμάρα του αριστερού μας χεριού. Αφού μ’ αυτό τον τρόπο περνούσαμε ένα-ένα όλα τα λιθαράκια, τα μαζεύαμε και τα ξανασκορπίζαμε για δεύτερη φορά στο έδαφος. Σχηματίζαμε πάλι την καμάρα με το αριστερό μας χέρι. Πετούσαμε ψηλά ένα λιθαράκι και όσο να κατέβει να το ξαναπιάσουμε ,περνούσαμε τα λιθαράκια δύο-δύο κάτω από την καμάρα. Την τρίτη φορά έπρεπε να περάσουμε με μια κίνηση όλα τα λιθαράκια.
Όποιος το κατάφερνε ήταν νικητής. Αν στην προσπάθεια να περάσει τα λιθαράκια κάτω από την καμάρα δεν πρόφθανε να ξαναπιάσει το λιθαράκι που είχε πετάξει ψηλά, έχανε και έπαιρνε σειρά άλλος για παιγνίδι.
Ο κουτσαλώνος
Μ’ ένα ξυλάκι ή αιχμηρή πέτρα, χαράζαμε στο έδαφος ορθογώνια σχήματα. Ρίχναμε μια πλακουτσή πέτρα που τη λέγαμε «αμάδα», στο πρώτο τετράγωνο. Κατόπιν με το ένα πόδι ανασηκωμένο κλωτσούσαμε την αμάδα, από το ένα ορθογώνιο στο άλλο. Αν η αμάδα μας σταματούσε πάνω σε γραμμή καιγόμασταν. Βγαίναμε έξω και συνέχιζε άλλο παιδί.
Όποιο παιδί κατάφερνε να φτάσει την αμάδα του μέχρι τέλους, ήταν κερδισμένο. Είχε τότε το δικαίωμα να φτιάξει στην άκρη του κουτσαλώνου με γραμμές διάφορα σχέδια και με περηφάνια έλεγε: «έφτιαξα καρίνα».

Η τυφλόμυγα
Τα παιδιά έκαναν ένα κύκλο και έδεναν τα μάτια ενός συμπαίχτη. Το παιδί αυτό προσπαθούσε με την αφή να μαντέψει ποιον είχε πιάσει . Αν τον εύρισκε, αυτός έκανε την τυφλόμυγα. Διαφορετικά έμενε το ίδιο παιδί δεμένο και συνέχιζε έως ότου αναγνωρίσει κάποιον.
Μονά ζυγά
Κάποια παιδιά που κρατούσαν στις χούφτες τους σταφίδες ή στραγάλια, έπαιζαν το παιγνίδι μονά ζυγά. Ο ένας παίχτης έβαζε στην κλειστή χούφτα του μερικά στραγάλια κι ο άλλος έπρεπε να μαντέψει αν ο αριθμός τους είναι μονός ή ζυγός. Όποιος έχανε, έδινε τις σταφίδες ή τα στραγάλια στον άλλο που ήταν νικητής.
Αυτό μπορούσε να γίνει και με μικρά πετραδάκια.
Ο βεζίρης
Παιζόταν με ένα κοκαλάκι από την κλείδωση του ποδαριού του προβάτου, το κότσι. Αυτό είχε τέσσερις πλευρές με ξεχωριστή ονομασία .
Η πλευρά που είχε σχήμα αφτιού με βαθουλώματα λεγόταν βασιλιάς, η αντίθετη βεζίρης, η φουσκωτή ψωμάς και η βαθουλωτή κλέφτης.
Όποιος εύρισκε το βασιλιά πρόσταζε τον άλλο που είχε το βεζύρη, να δείρει με ελαφρές ξυλιές όποιον βρήκε τον κλέφτη.
Ο κούλουρος
Παιζόταν από αγόρια.
Ο κούλουρος ήταν ένα στεφάνι από λάστιχο πού το έκοβαν από παλιά ρόδα αυτοκινήτου.
Με μια σανίδα στο χέρι το παιδί κτυπούσε τον κούλουρο που άρχιζε να κυλάει. Με αλλεπάλληλα κτυπήματα κούλουρος και παιδί έτρεχαν πάνω κάτω στους δρόμους του χωριού.
Μερικά παιδιά χρησιμοποιούσαν στεφάνια από παλιά κρασοβάρελα. Τότε αντί για σανίδα χρησιμοποιούσαν ένα συρματένιο χοντρό γάντζο, που η άκρη του αγκάλιαζε το μεταλλικό κούλουρο και τον έσπρωχνε για να κυλήσει εμπρός.
Ένα λεπτό κρεμμύδι
Αυτό το παίζαμε συχνά τα κορίτσια στα διαλείμματα του σχολείου. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες. Σε κάθε ομάδα τα κορίτσια ήταν πιασμένα από το χέρι και σχημάτιζαν μια γραμμή. Η μια ομάδα έπαιρνε θέση απέναντι από την άλλη σε απόσταση περίπου δέκα μέτρα.
Τα παιδιά της Α΄ομάδας, σε παράταξη πάντα και πιασμένα χέρι-χέρι με ρυθμικά βήματα, πλησίαζαν στη Β΄ ομάδα και εν συνεχεία οπισθοχωρούσαν λέγοντας ρυθμικά όλες μαζί το τραγουδάκι:
Α΄ομάδα: Ένα λεπτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο.
Ένα λεφτό κρεμμύδι φράνξε βαγκέο.
Η άλλη ομάδα, η Β΄, με τις ίδιες κινήσεις ρωτούσε:
Β΄ομάδα: Και ποίονε παντρεύετε, γκέο βαγκέο;
Και ποίονε παντρεύετε, φράνξε βαγκέο.
Α΄ομάδα: Παντρεύομε τη Λένη, γκέο βαγκέο.
Παντρεύομε τη Λένη φράνξε βαγκέο. (Ή λέγαμε το όνομα άλλου κοριτσιού)
Β΄ομάδα: Και ποίονε της δίνετε γκέο βαγκέο.
Και ποίονε της δίνετε φράνξε βαγκέο.
Α΄ομάδα: Της δίνομ’ ένα ναύτη, που όλο μύγες χάφτει.
Β΄ομάδα: Αυτό ΄ναι χάρισμά σας, στα μούτρα τα δικά σας.
Α΄ομάδα: Της δίνομ’ ένα βασιλιά με τ’ άλογο καβάλα.
Β΄ομάδα: Αυτόνε τονε θέλομε και τον περικαλούμε.
Α΄ομάδα: Σας πήραμε, σας πήραμε φλωρί Κωνσταντινάτο.
Β΄ομάδα: Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο.
Α΄ομάδα: Σας πήραμε, σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα.
Β΄ομάδα: Μας πήρατε μας πήρατε, μια χοντροκατσιβέλα.
Α΄ομάδα: Ας πάρει τα προικιά της και τα χαλκώματά της και τα μαχαιροπήρουνα να πάει στην πεθερά της.
Α΄και Β΄ομ.: Ας είν’ η ώρα η καλή και η ευλογημένη
που την ευλόγησ’ ο Χριστός
με το δεξί του χέρι.
Το παιγνίδι συνεχιζόταν με την αλλαγή των ομάδων.
Η κούνια
Σ’ ένα χοντρό κλαδί δέντρου δέναμε τις δύο άκρες από ένα μακρύ σχοινί. Φτιάχναμε κούνια.
Κάποιος μας έσπρωχνε, ή μόνοι μας παίρναμε φόρα και πετούσαμε, αιωρούμενοι ψηλά.
Όταν βάζαμε στην κούνια μικρό παιδάκι, λέγαμε μ’ ένα τραγουδάκι το όνομά του.
Κούνια λέσα, κούνια λέσα
πάρε το Γιαννάκη μέσα.
Η Τραμπάλα
Επάνω σε μεγάλη πέτρα ζυγιάζαμε μια μεγάλη τάβλα (σανίδα). Στις δύο άκρες της καβαλούσε από ένα παιδί και τραμπαλιζόταν (ανεβοκατέβαινε).
Συχνά ακουγόταν το τραγουδάκι.
Τράμπα τράμπαλίζομαι,
πέφτω και τσακίζομαι,
και χτυπώ το γόνα μου
και φωνάζ’ η νόνα μου
που μου σκίστηκ’ η ποδιά.
Πλάτη-πλάτη
Δύο παιδιά στέκονταν όρθια πλάτη με πλάτη και με μπλεγμένα σφικτά τα χέρια στους αγκώνες. Το ένα παιδί σκύβοντας ανάγκαζε το φίλο του να βλέπει προς τα πάνω.
Το σκυμμένο παιδί ρωτούσε και έπαιρνε ανάλογες απαντήσεις.
- Τι βλέπεις;
- Ουρανό.
- Τι πατείς;
- Γη.
- Τι τρώεις;
- Ψωμί και αγγούρι .
- Πέσε κάτου σα γαϊδούρι!
Και αμέσως το σκυμμένο παιδί με μια ξαφνική κίνηση έριχνε κάτω το φίλο του!
Στη συνέχεια άλλαζαν θέση.

Η βριούλα
Δέναμε μια χρυσόμυγα με κλωστή και την περιστρέφαμε. Η χρυσόμυγα προσπαθούσε να πετάξει κι άρχιζε να βουίζει, διασκεδάζοντας τα παιδιά.
Δεν καταλαβαίναμε τότε πόσο υπέφερε το καημένο το έντομο.
Το σχοινάκι
Παιζόταν όπως και σήμερα. Δύο παιδιά γυρίζουν το σχοινάκι. Ένα ή περισσότερα παιδιά πηδούν μέσα προσπαθώντας με πηδήματα να μη σταματήσει το σκοινάκι στα πόδια τους.
Το μοναχικό σκοινάκι παίζεται από ένα παιδί ,το οποίο γυρίζει το σχοινί γύρω από τον εαυτό του πηδώντας.

ΧΑΡΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Με το μεγαλύτερο από τα αδέλφια μου τον Τάση, είχαμε δώδεκα χρόνια διαφορά. Όταν έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, γύρω στα 1936-37, εγώ πρέπει να ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Δε θυμάμαι την εποχή που όλα τα αδέλφια ήμασταν στο σπίτι. Αυτό που θυμάμαι, είναι η χαρά που περνούσαμε όλοι όταν ο ξενιτεμένος μας ερχόταν για λίγες μέρες στο χωριό. Τον περιμέναμε με ανυπομονησία και όταν ακουγόταν αυτοκίνητο, όλα τα παιδιά της οικογένειας τρέχαμε στο μπαλκόνι για να δούμε αν θα κατέβαινε από το αυτοκίνητο.
Μεγάλη η χαρά μας όταν έμπαινε στο σπίτι. Από τη στιγμή εκείνη πανηγυρίζαμε. Συγγενείς και γείτονες γέμιζαν αυθόρμητα το σπίτι για να πουν σ’ αυτόν το «Καλωσόρισες» και σε μας «Καλώς τα δεχτήκατε».
Εγώ χαιρόμουν περισσότερο όταν τον έβλεπα να φορά την μπλε στολή του εύελπη, με τα πολλά γυαλιστερά κουμπιά. Συχνά του έλεγα:
Πάρε με αδελφάκι μου,
Πάρε με στον στρατώνα,
να σου γυαλίζω τα κουμπιά
και τη χρυσή κορώνα.
Με τη στολή το απόγευμα, έβγαινε στο χωριό, παρέα με τη μεγαλύτερη αδελφή, τις ξαδέλφες και τις γειτόνισσες που καμάρωναν όλες για τον καβαλιέρο τους. Μα τα καλωσορίσματα δεν ήταν μόνο από ανθρώπους. Κάποια μέρα, που μόλις είχε μπει στο σπίτι, στη μέση της μεγάλης κάμαρας, αντίκρισε την γάτα που τον κοίταζε. Άνοιξε τα χέρια του και εκείνη με ένα πήδημα, βρέθηκε στον ώμο του. Την αγκάλιασε και άρχισε τα χάδια που με μεγάλη ευχαρίστηση δεχόταν η γάτα γουργουρίζοντας.
Ήταν ο πρώτος της οικογένειας που πήγαινε για σπουδές και όλοι τον καμαρώναμε, γιατί τότε πολύ λίγα παιδιά από το χωριό μας πήγαιναν στο γυμνάσιο και ακόμα λιγότερα συνέχιζαν τις σπουδές.
Χαιρόμουν και ‘γω που ο αδερφός μου σπούδαζε, αλλά χαιρόμουν και για άλλο λόγο, εντελώς προσωπικό. Λογάριαζα με το παιδικό μου μυαλό, ότι σαν άνθρωπος με μεγάλη θέση που θα γινόταν, θα έπαιρνε κάποτε δικό του αυτοκίνητο. Τότε εγώ θα έμπαινα δίπλα του και θα καμάρωνα για τις βόλτες που θα με πήγαινε.
Πού να το φανταζόμουν, ότι ύστερα από μερικά χρόνια, θα κυκλοφορούσαν τόσα πολλά αυτοκίνητα. Και ότι ένα από τα πολλά θα ήταν δικό μου.
ΠΛΕΝΕΙΣ ΤΑ ΔΟΝΤΑΚΙΑ ΣΟΥ;
Από το χαγιάτι (μικρή βεράντα) του πατρικού μου σπιτιού, πολλές φορές παρακολουθούσα σκηνές που με τρόμαζαν.
Στη διπλανή αυλή, ένας γέρος κουρέας, ο μπάρμπα-Γιάννης έφερνε τους πελάτες του, τους κάθιζε σε μια καρέκλα, όχι για να τους κουρέψει αλλά για να τους βγάλει τα δόντια.
Ναι, καλά ακούσατε, για να τους βγάλει τα δόντια.
Όταν κάποιος από το χωριό μας ή από άλλο χωριό είχε πονόδοντο που δεν μπορούσε να τον αντέξει, ερχόταν στον μπαρμπα-Γιάννη. Ο πονεμένος καθόταν στην καρέκλα, άνοιγε το στόμα του, ενώ ο γεροκουρέας πλησίαζε με μια τανάλια στο χέρι. Χωρίς αναισθητικό, χωρίς ένεση, τραβούσε μ’ όλη του τη δύναμη το πονεμένο δόντι μέχρι να βγει. Εκεί ν’ ακούγατε φωνές από τους πόνους. Εμείς τα παιδιά δεν υποφέραμε, όταν πολλές φορές αφαιρούσαμε μόνοι μας ένα από τα πρώτα μας δοντάκια που κουνιόταν. Παίρναμε μάλιστα το βγαλμένο δοντάκι, βγαίναμε έξω και με δύναμη το πετούσαμε στα κεραμίδια λέγοντας ένα τραγουδάκι.

Να ποντικέ το δόντι μου
και δώσμου σιδερένιο
να κρουτσανίζω μάρμαρα
να τρώγω παξιμάδια
Δεν ξέραμε τότε, ότι για να έχουμε γερά δόντια έπρεπε από πολύ μικρή ηλικία να πλένουμε καλά και τακτικά τα δόντια μας και να επισκεπτόμαστε συχνά τον οδοντογιατρό.

ΓΙΑΤΡΟΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΠΛΩΜΑ
Οι βδέλλες

Ο μπαρμπα-Γιάννης, που είπαμε παραπάνω, δεν έκανε μόνο τον οδοντίατρο, έκανε και το γιατρό. Πούλαγε βδέλλες.
Οι βδέλλες είναι σκουλήκια μαύρα, πλατιά στη μέση, χωρίς πόδια. Δεν χρησιμοποιούν άλλο μέσο για να μετακινηθούν και ανήκουν στην οικογένεια των γναθοβδελλιδών. Τρέφονται με αίμα ζώων. Με το εμπρός και το πίσω μέρος του σώματός τους κολλάνε πάνω στα ζώα και απομυζούν το αίμα του και από τα δύο άκρα τους.
Θυμάμαι τους γονείς μας να φωνάζουν, όταν πηγαίναμε να πιούμε νερό από κάποια πηγή ή ρυάκι. «Όχι από κει γιατί έχει βδέλλες». Ούτε και τα ζώα μας αφήναμε να πιούν από κει, γιατί υπήρχε κίνδυνος να καταπιούν μερικές βδέλλες και να έχουν προβλήματα. Ένα είδος όμως βδέλλας λέγεται βδέλλα η ιατρική. Αυτή τη βδέλλα λοιπόν, τη χρησιμοποιούσαν όταν για λόγους ιατρικούς έπρεπε να κάνουν αφαίμαξη.
Πλησίαζαν τη βδέλλα στο πάσχον μέρος και όταν αυτή κολλούσε με τα δύο άκρα της στο δέρμα, ρουφούσε το αίμα του ανθρώπου και φούσκωνε, ώσπου γινόταν σαν μπαλονάκι. Αυτές τις «ιατρικές» βδέλλες, τις πουλούσε ο μπαρμπα-Γιάννης ο κουρέας
Όταν ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο της Κύμης, κάποια συγγενής με παρακάλεσε να της φέρω δύο βδέλλες για να τις βάλει στο χέρι της που χρειαζόταν αφαίμαξη. Πήγα λοιπόν στον μπαρμπα-Γιάννη, εκείνος άνοιξε ένα πήλινο βάζο, έβγαλε δύο βδέλλες, τις έβαλε σ’ ένα ποτηράκι, τις πλήρωσα και τις μετέφερα στο πρόσωπο που τις είχε ανάγκη.
Μερικές φορές όταν αναφερόμαστε σ’ ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο λέμε, «μου κόλλησε σαν βδέλλα». Ένα αίνιγμα λεει:
Αίμα πίνεις, αίμα τρως
μας γιατρεύεις σα γιατρός
Τι είναι;

Ο ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΟΣ
Τη δουλειά του γιατρού την έκαναν πολλές φορές οι «πρακτικοί» γιατροί.
Όταν κάποιος έσπαζε το χέρι ή το πόδι του σε κάποιο ατύχημα, φώναζε κάποιον απ’ του Λόκα που τον έλεγαν Φωτιά. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα ή παρατσούκλι, γιατί τότε πολλούς τους ξέραμε με το παρατσούκλι, πράγμα που δεν μου άρεσε καθόλου.
Ο Φωτιάς λοιπόν, έπιανε το πονεμένο μέλος και με την αφή εύρισκε το σημείο που είχε σπάσει το κόκαλο. Κατόπιν με κατάλληλες κινήσεις ένωνε τα δυο κομμάτια από το σπασμένο κόκαλο στη σωστή θέση. Εκείνη τη στιγμή φυσικά, μόνο άτομα με μεγάλη υπομονή κατόρθωναν να μην ακουστούν οι φωνές τους, απ’ τους πόνους, έξω από το σπίτι. Για να μείνει λοιπόν το άκρο ακίνητο, ο «πρακτικός» έδενε κατά μήκος του άκρου που είχε το κάταγμα, ξύλα ή καλάμια.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα το κόκαλο κολλούσε και ο γερο-γιατρός το έλυνε και εισέπραττε με ικανοποίηση τις ευχαριστίες του κόσμου. Έτσι ο ορθοπεδικός της εποχής εκείνης θεράπευε τα κατάγματα χωρίς αναισθητικά, χωρίς ακτινογραφίες και χωρίς γύψους. Ποτέ δεν είχε αποτύχει και ο κόσμος εμπιστευόταν περισσότερο αυτόν παρά επιστήμονες γιατρούς που και αυτοί εκείνη την εποχή στην επαρχία, δεν είχαν τα κατάλληλα μέσα για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά.
Από ότι είχα ακούσει, ο Φωτιάς ήταν τσοπάνης. Όταν κάποιο απ’ τα κατσίκια του έσπαζε πόδι, του το έδενε αφού πρώτα έβαζε στη θέση τους τα σπασμένα κομμάτια. Όταν διαπίστωσε ότι η μέθοδος αυτή είχε επιτυχία, επεχείρησε το ίδιο και στους ανθρώπους.
Ο Φωτιάς ήταν ένας πολύ χρήσιμος άνθρωπος στη μικρή μας κοινωνία.

ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΜΑΜΗ
Αλλά και τα μωρά όταν πρωτάνοιγαν τα μάτια τους στον κόσμο, μια πρακτική μαμή αντίκριζαν, που πρόσφερε όσο μπορούσε καλύτερα τις περιποιήσεις της στη μητέρα και στο νεογέννητο.
Ούτε εξετάσεις πριν από τη γέννα στη μέλλουσα μητέρα, ούτε και μετά στο μωρό. Δεν είχαν πρόσβαση σε μαιευτήριο ή σε ειδικό γιατρό. Οι συγκοινωνίες ήταν δύσκολες και πολλές φορές συνέβαινε να χάσουν τη ζωή τους μητέρα και παιδί ή το παιδί να βγει με προβλήματα για όλη του τη ζωή.
Θυμάμαι όταν ρωτούσαν τη μητέρα μου: «Πόσα παιδιά έχεις;» απαντούσε: «Επτά» και συνέχιζε το άλλο πρόσωπο, «Όλα στη ζωή;»

ΑΓΟΡΙ ΄Ή ΚΟΡΙΤΣΙ
Το παιδί, όπως είπαμε προηγουμένως, γεννιόταν στο σπίτι. Μεγάλη χαρά για την οικογένεια μόλις ακουγόταν το πρώτο κλάμα του μωρού.
Τότε δεν υπήρχε προγεννετικός έλεγχος με υπέρηχους, για να ξέρουν το φύλο του μωρού μήνες πριν γεννηθεί. Το πρώτο πράγμα που ρωτούσαν μετά τη γέννα, ήταν να μάθουν αν το παιδί ήταν αγόρι ή κορίτσι.
Κάποια μαμή, που ήθελε να φανεί καλή στους γονείς, τους έλεγε ότι το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αγόρι, αν ήξερε ότι επιθυμούσαν αγόρι. Κρυφά όμως, πίσω από κάποιο κάδρο του σπιτιού, έγραφε τη λέξη «κορίτσι». Αν το παιδί ήταν αγόρι, η μαμή καμάρωνε για τα προγνωστικά της και για την επιπλέον αμοιβή που θα έπαιρνε από τους ευχαριστημένους γονείς. Αν το παιδί ήταν κορίτσι τους έλεγε: «Εγώ το ήξερα ότι θα γεννηθεί κορίτσι. Δεν σας το είπα όμως γιατί δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω. Για κοιτάτε πίσω από εκείνο το κάδρο, το είχα γράψει». Γύριζαν το κάδρο, έβλεπαν τη λέξη «κορίτσι» και θαύμαζαν τη μαμή που τα ήξερε όλα.
Το αντίθετο γινόταν αν οι γονείς επιθυμούσαν κορίτσι. Τους έλεγε ότι το παιδί που θα γεννηθεί θα ήταν κορίτσι, ενώ πίσω από το κάδρο έγραφε τη λέξη «αγόρι». Έτσι η μαμή τα κατάφερνε μια χαρά.
Μεγάλη χαρά περνούσε ο πατέρας και καμάρωνε γι’ αυτό, αν το πρώτο του παιδί ήταν αγόρι. Μερικοί ιδιότροποι πατεράδες θύμωναν αν το παιδί δεν ήταν αγόρι και έριχναν την ευθύνη στη μητέρα.
Αλλά και οι μανάδες ήθελαν τα περισσότερα παιδιά τους να είναι αγόρια, γιατί στα κορίτσια έπρεπε να ετοιμάσουν προίκα για να τα παντρέψουν.
Τα κορίτσια όμως βοηθούσαν τη μητέρα στις δουλειές του σπιτιού γι’ αυτό έλεγαν: «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να ’ναι κόρη». Μια άλλη παροιμία έλεγε:
Έχω γιο κι έχω χαρά
που θα γίνω πεθερά.
Έχω κόρη κι έχω πίκρα
που θα γνέθω μέρα νύχτα.

ΤΑ ΠΡΟΙΚΙΑ
Όλες οι γυναίκες της εποχής εκείνης σε μια γωνιά του σπιτιού τους είχαν τη ρόκα με το μαλλί από τις προβάτες τους και το αδράχτι με το νήμα.
Θυμάμαι τη μητέρα μου στην αρχή του καλοκαιριού, με τις πρώτες ζέστες να ξαλαφρώνει από το μαλλί μ’ ένα ψαλίδι, τις δύο προβάτες που είχαμε. Τότε σε όλα τα νοικοκυριά υπήρχαν μια δυο κατσίκες και άλλες τόσες προβάτες για το γάλα των παιδιών και το τυρί. Το φρέσκο παστεριωμένο γάλα που αγοράζουμε σήμερα δεν υπήρχε.
Ακόμα και το 1950 όταν έμενα στην Αθήνα σ’ ένα σπιτάκι εκτός σχεδίου πόλεως τότε στο Αιγάλεω, κάθε πρωί περνούσε ένας τσοπάνης που τον ακολουθούσαν καμιά δεκαριά κατσίκες. Φώναζε; γάλα! Γάλα!
Οι νοικοκυρές έβγαιναν με τα κατσαρόλια στο χέρι κι εκείνος ΄άρμεγε εκείνη τη στιγμή όσο γάλα ήθελαν και τους το έδινε.
Τις προβάτες λοιπόν, που είχαμε για το γάλα, η μητέρα τις κούρευε για να δροσιστούν όπως έλεγε. Ήταν σίγουρο όμως ότι υπολόγιζε πολύ στο μαλλί τους.
Τα μαλλιά αυτά τα έπλενε με ζεστό νερό και σαπούνι και τα άπλωνε να στεγνώσουν καλά. Τα καθάριζε από τα ξερά χορταράκια που είχαν κολλήσει επάνω τους και τα έξαινε ή τα λανάριζε με τα λανάρια μέχρι να γίνουν αφράτα.
Τα λανάρια ήταν δύο ξύλινες ορθογώνιες πλάκες, που η επιφάνειά τους ήταν γεμάτη μικρά σκληρά συρματάκια σαν βούρτσα. Με κατάλληλες κινήσεις το μαλλί ανάμεσα στις δύο πλάκες, τα λανάρια, γινόταν αφράτο. Από αυτό το μαλλί τύλιγαν λίγο στην ρόκα. Το μαλλί της ρόκας γινόταν νήμα με τη βοήθεια του αδραχτιού που στριφογύριζε συνεχώς.
Τη ρόκα την κρατούσαν ψηλά με το αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί τραβούσαν λίγο-λίγο μαλλάκι και κατέβαζαν γρήγορα το χέρι στο αδράχτι. Με τα δάχτυλά τους το ανάγκαζαν να στριφογυρίζει γρήγορα σα σβούρα, γιατί στο κάτω μέρος ήταν στερεωμένο ένα στρογγυλό κομματάκι από βαρύ ξύλο, το σφοντύλι.
Ακόμα και σήμερα λέμε τη φράση «του φάνηκε ο ουρανός σφοντύλι», για κάποιον που έφαγε χαστούκι και ζαλίστηκε.


Οι γυναίκες του σπιτιού την ώρα της ξεκούρασης ή την ώρα που έβγαιναν στη γειτονιά για να κουβεντιάσουν, κρατούσαν την ρόκα και το δράχτη και έγνεθαν. Ακόμα και όταν περπατούσαν στον δρόμο για να βγάλουν τα πρόβατά τους στην βοσκή, συνέχιζαν το γνέσιμο.
Με το νήμα αυτό έπλεκαν μάλλινες φανέλες, μπλούζες για τα παιδιά και τους μεγάλους. Μα με το περισσότερο νήμα ύφαιναν στον αργαλειό κουβέρτες ή μάλλινα στρωσίδια με εξαιρετικά σχέδια. Επίσης με βαμβακερό νήμα που αγόραζαν, ύφαιναν στον αργαλειό πετσέτες, σεντόνια και άλλα είδη ρουχισμού. Να τι έλεγαν για τις δουλειές αυτές:
Το κέντημα είναι γλέντημα.
Το πλέξιμο είναι παίξιμο.
Η ρόκα είναι σεργιάνι.
Και το καημένο τ’ αργαλειό
είναι σκλαβιά μεγάλη.

Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε σπίτι υπήρχε ένας αργαλειός. Ύφαιναν πολλά μέτρα πανί που το τύλιγαν σε μεγάλο ρολό, που το έλεγαν «κούλουρο». Οι μανάδες καμάρωναν όταν έδιναν για προίκα στην κόρη τους πολλούς κουλούρους
ύφασμα βαμβακερό, σκέτο ή τιριπλένιο για σεντόνια, πετσέτες και εσώρουχα.
Ύφαιναν ακόμα μεταξωτά υφάσματα από τους μεταξοσκώληκες που έτρεφαν, για να φτιάξουν αντρικά πουκάμισα νυχτικιές και ωραιότατα λευκά αντρικά κουστούμια. Οι κασέλες γέμιζαν από εξαίρετες κουβέρτες μάλλινες ή βαμβακερές, λευκές ή πολύχρωμες. Οι κασέλες γέμιζαν μα τα προικιά ήταν πολλά.
Τότε κοντά στον τοίχο ενός δωματίου έφτιαχναν τον «γιούκο». Μια μακριά χαμηλή ξύλινη σκάμνα που πάνω τοποθετούσαν κατά μήκος κουβέρτες και στρωσίδια. Όλα αυτά τα σκέπαζαν με ένα άσπρο σεντόνι, με τέτοιο τρόπο ώστε ο γιούκος να έχει ορθογώνιο σχήμα. Πάνω- πάνω έβαζαν δύο άσπρα κεντημένα μαξιλάρια.
Το 1952 για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ασχολήθηκα κι εγώ με την υφαντική. Ύφαινα κι εγώ στον αργαλειό μάλλινες και βαμβακερές κουβέρτες με ωραιότατα σχέδια. Καραμελούδες τις λέγαμε. Μερικές υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ύφαινα ακόμη και ύφασμα για τραπεζομάντιλα και πετσέτες του φαγητού. Ενώ ύφαινα έφτανε στα χείλη μου το τραγούδι της υφάντρας. Να τι απόμεινε στη μνήμη μου.
Στ’ αργαλειό της καθισμένη
το ξυλόχτενο χτυπά.
Μια υφάντρα παινεμένη.
Κι όλο δώστου και ξυφαίνει
άσπρα κάτασπρα πανιά.
Άσπρα κάτασπρα…
Τάκου, τούκου ο αργαλειός της
Τάκου κι έρχεται ο καλός της.

Στους γάμους που γίνονταν πάντα Κυριακή, όταν οι καλεσμένοι πήγαιναν να χορέψουν την Παρασκευή τα ρούχα της νύφης, κοιτούσαν πόσο ψηλός είναι ο γιούκος της.
Είχαμε και εμείς γιούκο στο σπίτι μας. Μια φορά μάλιστα πάνω στο παιχνίδι, έτρεξα να κρυφτώ στο γιούκο. Ποιος ξέρει με τι ορμή έπεσα πάνω του και ο γιούκος έπεσε. Τότε έβαλα τις φωνές: «με πλάκωσε ο γιούκος, με πλάκωσε ο γιούκος…» Όσοι ήταν στο σπίτι έτρεξαν και με απελευθέρωσαν. Από τότε ούτε το δαχτυλάκι μου δεν ακουμπούσα στον γιούκο.

ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ

Στην κατοχή όμως τα προικιά αυτά έσωσαν κόσμο και κοσμάκη από την πείνα. Πουλούσαν λίγα-λίγα τα προικιά τους, ή άλλα πράγματα του σπιτιού σε άλλα χωριά, που οι κάτοικοι τους είχαν σαν κύρια ασχολία τους την καλλιέργεια της γης. Στην πραγματικότητα δεν πουλούσαν με χρήματα, αλλά τα αντάλλασσαν με μερικές χούφτες σιτάρι ή άλλα τρόφιμα. Έτσι πολλοί κατάφεραν να επιζήσουν.
Οι κάτοικοι των χωριών εκείνων δεν έχαναν την ευκαιρία να αγοράζουν και πράγματα που δεν ήξεραν πώς να τα χρησιμοποιούν.
Μια φορά, κάποιος αγόρασε ένα έπιπλο με καθρέπτη. Επειδή δεν είχε άλλο χώρο το έβαλε στον στάβλο. Η αγελάδα είδε μέσα στον καθρέπτη μια άλλη αγελάδα. Της έδωσε μια γερή κουτουλιά και το έπιπλο έγινε κομμάτια.
Άλλος πάλι, που πήγαινε στα χωριά για να πουλήσει και αυτός κάτι, είδε έναν να μεταφέρει το γάλα που είχε πάρει από την κατσίκα του, μέσα σε ένα «δοχείο νυκτός». Ξέρετε τι ήταν αυτό; Το δοχείο που χρησιμοποιούσαν την νύχτα αντί για τουαλέτα. Τότε η τουαλέτα αν υπήρχε δεν ήταν μέσα στο σπίτι. Κάποιος φαίνεται προτίμησε να στερηθεί το δοχείο νυκτός για να πάρει κάτι φαγώσιμο, ενώ ο άλλος το αγόρασε νομίζοντάς το για κατσαρόλα.


ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΑΡΙ
Εσείς παιδιά το καλαμάρι το ξέρετε μόνο από τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου. Αμφιβάλλω αν ξέρετε τι είναι και πολύ περισσότερο αν το ’χετε δει.
Το καλαμάρι ή μελανοδοχείο είναι ένα μικρό γυάλινο δοχείο που περιέχει ένα υγρό, το μελάνι. Το μελάνι έχει χρώμα μπλε, μαύρο, μοβ, ή κόκκινο.
Στην αρχή της πρώτης τάξης του δημοτικού γράφαμε με το κοντύλι πάνω σε μια μικρή μαύρη πλάκα. Μετά το μάθημα, μ’ ένα μικρό σφουγγαράκι τα σβήναμε και γράφαμε άλλα.
Στο τέλος της πρώτης τάξης παίρναμε μολύβι και τετράδιο. Με μια γομολάστιχα σβήναμε ότι δεν μας άρεσε και το ξαναγράφαμε σωστά. Τα μολύβια τα ξύναμε μ’ ένα ξυραφάκι απ΄ αυτά που δεν χρησιμοποιούσε πια ο πατέρας στη ξυριστική του μηχανή. Όχι σπάνια, μ΄ αυτό τον τρόπο τα χέρια μας γέμιζαν αίματα. Πολύ λίγα παιδιά είχαν ξύστρα, που έδινε ωραία εμφάνιση στο μολύβι.
Πολλές φορές πριν πάω στο σχολείο πήγαινα με το μολύβι στο σιδηρουργείο του πατέρα μου, για να μου το ξύσει. Κι εκείνος έπαιρνε μια κατάλληλη λίμα κι έξυνε το ξύλο γύρω από τη μύτη με τέτοιο τρόπο, που φαινόταν σαν να ήταν ξυσμένο με ξύστρα. Μια φορά μάλιστα που το μολύβι ήταν καινούριο και μεγάλο, έκοψε το μισό για να το δώσει στον αδερφό μου που δεν είχε. Αυτό με στενοχώρησε, αλλά δεν είπα τίποτα. Στην τρίτη τάξη, αρχίζαμε να γράφουμε την αντιγραφή μας στο σπίτι, με μελάνι.
Εδώ άρχιζαν τα δύσκολα. Μετά το φαγητό καθάριζα καλά το τραπέζι της κουζίνας, γιατί στα άλλα τραπέζια θα έγραφαν τα άλλα αδέρφια μου. Έστρωνα καθαρό τραπεζομάντιλο και πάνω τοποθετούσα ότι χρειαζόταν για την εργασία μου. Απαραίτητο το καλαμάρι με το μελάνι.
Στον ξύλινο συνήθως κονδυλοφόρο στερεώναμε την πένα. Υπήρχαν διάφορες πένες. Άλλες έγραφαν λεπτά γράμματα άλλες χοντρά και άλλες καλλιγραφικά. Το καλαμάρι, όπως είπαμε, ήταν ένα μικρό μπουκαλάκι με πλατειά βάση, για να μη χύνεται εύκολα. Όσα παιδιά δεν είχαν χρήματα για ν’ αγοράσουν μελανοδοχείο, έπαιρναν ένα οποιοδήποτε μικρό μπουκαλάκι, το γέμιζαν μελάνι, κι έκαναν τη δουλειά τους.
Όχι σπάνια, το μπουκαλάκι ή το μελανοδοχείο, με μια απότομη κίνηση έγερνε και το περιεχόμενό του χυνόταν πάνω σε τετράδια, βιβλία, στα ρούχα μας και στο πάτωμα που καθώς ήταν ξύλινο δύσκολα καθάριζε. Είτε στο σχολείο συνέβαινε αυτό, (γιατί μια φορά τη βδομάδα γράφαμε στο σχολείο έκθεση) είτε στο σπίτι, με έπιανε πανικός.
Αργότερα άρχισαν να κυκλοφορούν τα στυλό. Ήταν πολύ ακριβά και δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά.
Το στυλό αυτό, το λέγαμε «κονδυλοφόρο που μολάει μελάνι» και περιείχε μέσα μια μικρή στενόμακρη φούσκα με μελάνι. Με κατάλληλη κίνηση, γέμιζε η φουσκίτσα με μελάνι από το μελανοδοχείο. Με το γράψιμο, το μελάνι κατέβαινε στην πένα και δε χρειαζόταν να τη βουτάει κανείς συνεχώς στο μελάνι.
Αξίζει να σας πω πως απέκτησα το πρώτο μου στυλό.
Όταν πήγαινα στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, γύρω στα 1946, μια μέρα με πλησίασε ένας γείτονας, ο μπάρμπα Γιώργης, και με παρακάλεσε να βοηθήσω το γιο του το Γιάννη, στα μαθήματα που δυσκολευόταν. Με προθυμία ανέλαβα να παίξω για πρώτη φορά, το ρόλο της δασκάλας. Φαίνεται ότι ο πατέρας του παιδιού έμεινε ευχαριστημένος, γιατί στο τέλος ήρθε να με πληρώσει. Εγώ δεν ήθελα να πάρω χρήματα, τελικά όμως έφυγε, αφήνοντάς μου ένα εικοσάρδαχμο.
Τις είκοσι δραχμές τις διέθεσα για ν΄ αγοράσω το πρώτο μου στυλό. Δε φαντάζεστε πόσο το χάρηκα. Δεν ήταν μόνο που από δω και πέρα δεν θα κουβαλούσα καλαμάρι στο σχολείο. Ήταν και η χαρά για τον τρόπο με τον οποίο το απέκτησα.
Εσείς τώρα βέβαια που χρησιμοποιείτε τα διάφορα στυλό διαρκείας, δεν καταλαβαίνετε τα δύσκολα που περάσαμε. Όπως κι εμείς δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη δυσκολία των παλαιότερων, που αντί για κονδυλοφόρο και πένα, χρησιμοποιούσαν ένα φτερό που στην άκρη του ήταν κομμένο λοξά.

ΤΑ ΜΩΡΑ
Είπαμε για τα μωρά που άνοιγαν για πρώτη φορά τα μάτια τους στο σπίτι, με τη βοήθεια μιας πρακτικής μαμής.
Μετά τις πρώτες περιποιήσεις, τύλιγαν το μωρό στα πανάκια του, έτσι χωρίς να το ντύσουν. Δεν υπήρχαν τότε οι ειδικές πάνες και όλα τα σχετικά για την περιποίηση του μωρού. Το τύλιγαν σε πανιά που μόνες τους οι νοικοκυρές είχαν φτιάξει για τον σκοπό αυτό. Κάθε φορά που άλλαζαν το μωρό, έπρεπε να πλύνουν όλα τα πανάκια με τα οποία ήταν τυλιγμένο. Και δεν ήταν λίγα. Ποιο παλιά ακόμα χρησιμοποιούσαν ότι παλιά ρούχα υπήρχαν στο σπίτι. Τα έλεγαν «κωλόπανα». Τύλιγαν ολόκληρο το μωρό με πολλά πανιά και μόνο το κεφάλι άφηναν απ’ έξω. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με μια μακριά υφασμάτινη κορδέλα την «φασκιά» φάσκιωναν το παιδί. Δηλαδή τύλιγαν την φασκιά σφιχτά γύρω από το σώμα του από τους ώμους, μέχρι τα δάκτυλα τον ποδιών. Μπορούσες να το κρατήσεις όρθιο πιάνοντάς το από τα πόδια. Τόσο σφιχτοδεμένο ήταν. Και αυτό το καημένο δεχόταν αδιαμαρτύρητα το μαρτύριο. Μόνο δυο ή τρεις φορές έλυναν το μωρό για να του αλλάξουν τα λερωμένα. Τότε άρχιζε να κινεί χεράκια και ποδαράκια και η μητέρα του έκανε μερικές ασκήσεις, ενώ εκείνο γελούσε από ευχαρίστηση. Σε λίγο πάλι το ίδιο μαρτύριο∙ δέσιμο.
Τροφή του μωρού ήταν αποκλειστικά το γάλα της μάνας του. Άλλες τροφές για βρέφη δεν υπήρχαν και αν κάποια μάνα δεν είχε γάλα ή παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα που την εμπόδιζε να θηλάσει το μωρό της, έπρεπε να βρει μια άλλη μάνα που είχε μωρό και της περίσσευε το γάλα για να θηλάσει το ξένο μωρό. Αυτή την έλεγαν «παραμάνα».
Μερικές φορές ο γιατρός συνιστούσε να δίνουν γαϊδουρινό γάλα. Η μητέρα μου έδινε σε ένα από τα παιδιά της που είχε πρόβλημα, γάλα από μια γαϊδουρίτσα που είχε αγοράσει για αυτό τον σκοπό.
Σε τρεις μέρες μετά την γέννηση του μωρού γινόταν μια ιεροτελεστία. Ερχόταν στο σπίτι ο παπάς, η μαμή και μερικοί στενοί συγγενείς. Σε μια λεκάνη έριχναν νερό και ο παπάς διάβαζε μια ευχή. Στο νερό αυτό το μωρό έπαιρνε το πρώτο του μπάνιο, από τα χέρια της μαμής και φορούσε για πρώτη φορά ένα πουκαμισάκι. Η τελετή τέλειωνε όταν η μαμή μάζευε μέσα από το νερό της λεκάνης τα νομίσματα που είχαν ρίξει οι συγγενείς του μωρού, με την ευχή «καλές σαράντα».
Η μητέρα για σαράντα μέρες δεν έπρεπε να βγει από το σπίτι γιατί ήταν «λεχώνα». Μα και κανείς από το χωριό δε δεχόταν να επισκεφτεί το σπίτι του μια λεχώνα.
Η επισκέψεις στο σπίτι γίνονταν μόνο την ημέρα. Συγγενείς και φίλοι έφερναν δώρα στο νεογέννητο. Τις νυχτερινές ώρες κανένας ξένος δεν έμπαινε στο σπίτι.
Στις σαράντα μέρες η μάνα με το μωρό πήγαιναν στην εκκλησία. Ο παπάς διάβαζε ορισμένες ευχές στη μητέρα και το μωρό. Από εκείνη την ημέρα μάνα και παιδί, θα μπορούσαν να πηγαίνουν όπου ήθελαν.

Η ΜΑΝΑ
Μάνα κράζει το παιδάκι.
Μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος.
Μάνα ακούς σε κάθε μέρος
Α! τι όνομα γλυκό!

Τι όνομα γλυκό!
Αναρωτηθήκατε ποτέ πόσες φορές την ημέρα φωνάζετε τη λέξη «μαμά» κι εκείνη τρέχει όση κούραση κι αν έχει;
Τα μικρά παιδιά δέχονται τις περιποιήσεις της μάνας και σιγά σιγά μεγαλώνουν. Στη δυσκολία τους τρέχουν στη μάνα. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να πουν ή ν’ ακούσουν κάτι. Ακουμπούν πάνω της για λίγα δευτερόλεπτα παίρνουν δύναμη από την αγάπη της και συνεχίζουν την προσπάθεια. Και οι δύο γονείς μοχθούν, η μάνα όμως ασχολείται περισσότερο με τα μικρά παιδιά. Τα συμβουλεύει και τα καθοδηγεί με αγάπη για να τους δώσει καλή ανατροφή, σωστή αγωγή.
Ένας σοφός έλεγε: «Μια καλή μάνα αξίζει περισσότερο από εκατό άριστους δασκάλους».
Τη μάνα δεν τη ξεχνάμε ακόμα και όταν στα μαλλιά μας έρθουν χιόνια’ και το κορμί κυρτώσει από το βάρος των χρόνων. Πολλές φορές ο νους μας πετάει στη μάνα κι ας έχει φύγει στον ουρανό πριν από χρόνια.
Έτσι κι εγώ τώρα φέρνω ξανά στο νου χρόνια περασμένα.
Είχα χάσει τον πατέρα μου και όλη μου η αγάπη και ο σεβασμός στράφηκε στη μητέρα, που τώρα είχε διπλή φροντίδα για μένα και τ’ αδέρφια μου. Ήταν πολύ εργατική και σπάνια άκουγες να λέει «δεν ξέρω» ή «δεν μπορώ». Έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει όλα. Όταν καθόταν για λίγο να ξεκουραστεί δίπλα στο τζάκι, τις μακριές κρύες νύχτες του χειμώνα, έπαιρνε το εργόχειρο στο χέρι. Ράψιμο, κέντημα, πλέξιμο… Όσο δύσκολη κι αν ήταν η πλέξη, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε μέχρι να τα καταφέρει.
Τώρα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού κάποιο εργόχειρο μου θυμίζει τις γρήγορες κινήσεις των χεριών της.


Ω ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ, ΜΑΛΩΝΟΜΕ;
Δεν ξεχνώ ακόμα τις ιστορίες και τις συμβουλές της. Μας έλεγε ότι έπρεπε να είμαστε αγαπημένα και να μην μαλώνουμε.
Όταν η μητέρα μου μυριζόταν προεόρτια παιδικού καυγά μας έλεγε: Ω γειτόνισσα μαλώνομε; τότε εμείς φέρναμε στο νου μας ένα παραμυθάκι που πολλές φορές είχαμε ακούσει από το στόμα της.
Μια χωρική είχε την κακή συνήθεια να μαλώνει με όποιο πρόσωπο συναναστρεφόταν .Μια ημέρα κόντευε να βραδιάσει και δεν είχε βρει ευκαιρία να μαλώσει . Δε χάνει όμως καιρό και λέει στη γειτόνισσα;
-Ω γειτόνισσα μαλώνομε;
-Μη πώς να μαλώσωμε; λέγει η καλή γειτόνισσα.
-Να . Θ’ ανεβείς εσύ πάνου σ’αυτή τη μουριά. Εγώ θα σου φωνάζου να κατεβείς, και συ ε θα κατεβαίνεις.
Ανεβαίνει η καλή γειτόνισσα πάνω στη μουριά. Η άλλη της φωνάζει.
-Κατέβα κάτου .
Όχι ! Ε γκατεβαίνου!
-Κατέβα κάτου μωρή γιατί μ’ αυτή την κοτρώνα θα σου.. σπάσου το τσεφάλι.
Κατεβαίνου, κατεβαίνου! λέει η καλή γειτόνισσα και σ’ ένα λεπτό βρίσκεται όρθια, κάτω από τη μουριά.
Α! Της λέει η καβγατζού . Στάσου ν’ ανεβού εγώ πάνου γιατί εσύ ε ξέρεις να τσακώνεσαι.
Όταν βρέθηκε στην κορυφή του δέντρου, αυτή που της άρεσαν οι καυγάδες, η καλή από κάτω της φωνάζει:
-Ω γειτόνισσα! κατέβα κάτου .
-Όχι ε γκατεβαίνου!
-Κατέβα κάτου!
-Όχι ε γκατεβαίνου. Γιάντα, ότι θέλεις εσύ θα κάνου;
-Κατέβα κάτου, της ξαναλέει .
-Όχι, μωρή, ε γκατεβαίνου.
-«Ε! Κάτσε τ’ απάνου»! Της είπε η καλή γειτόνισσα και έφυγε, γιατί αυτή δεν ήξερε αλλά ούτε και ήθελε να μαλώνει.

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ
Κι όταν η μητέρα ήθελε να μας πει ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα, μας θύμιζε το γνωστό παραμύθι του ψεύτη βοσκού.
Ένα τσοπανόπουλο ζούσε ευτυχισμένο στο ορεινό χωριό του. Κάθε πρωί έπαιρνε το κοπάδι του και τραβούσε για το βουνό.
Πολύ τα αγαπούσε τα προβατάκια του. Χαιρόταν όταν τα έβλεπε να τρώγουν χορταράκι του βουνού.
Ο βοσκός καθόταν σε μια πέτρα παίζοντας κατά καιρούς τη φλογέρα του, που μαζί με τα κουδούνια των προβάτων και τα κελαηδήματα των πουλιών, ήταν σαν παρακολουθούσε μια υπέροχη συναυλία. Έτσι περνούσαν οι μέρες του χαρούμενες και ευτυχισμένες.
Κάποια μέρα όμως, ο μικρός βοσκός, σταμάτησε το παίξιμο της φλογέρας. Καθόταν σκεφτικός στην πέτρα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια. Δεν ήξερε τι να κάνει.Σε μια στιγμή ανασήκωσε το κεφάλι και λέγει «το βρήκα».
Σηκώνεται όρθιος πάνω στην πέτρα. Σχηματίζει με τα χέρια του χωνί γύρω από το στόμα του και αρχίζει να φωνάζει: «Λύκος στα πρόβατα .Λύκος στα πρόβατααα. Χωριανοί, λύκος στα πρόβατααα.»
Πολλοί, ξυλοκόποι και άλλοι, που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, σε πιο χαμηλά μέρη, πήραν στα χέρια τσεκούρια και τσαπιά και έτρεχαν στον ανήφορο, για να γλιτώσουν από το λύκο τα πρόβατα του μικρού βοσκού.
Όταν έφτασαν, είδαν τα προβατάκια να βόσκουν ήσυχα, ενώ το τσοπανόπουλο καθισμένο στην πέτρα γελούσε πονηρά. «Ένα αστείο έκανα, για να γελάσουμε», τους είπε. Αγανακτισμένοι οι χωρικοί, που άφησαν τις δουλειές τους και έκαναν τόσο κόπο άσκοπα γύρισαν στα χωράφια τους.
Πέρασαν πολλές μέρες και ο μικρός βοσκός θέλησε να επαναλάβει το αστείο του.
Βάζει πάλι τις παλάμες του γύρω από το στόμα και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Οι χωρικοί άφησαν πάλι τις δουλειές τους και έτρεξαν να γλιτώσουν από το λύκο τα πρόβατα του μικρού τσοπάνη. Μα πάλι βρήκαν το τσοπανόπουλο να γελάει και να λέγει : «Αστείο ήταν, για να γελάσουμε».
Μα κάποια μέρα παρουσιάστηκε στ’ αλήθεια ένας αγριεμένος λύκος που όρμησε πάνω στο κοπάδι του. Βάζει τις φωνές ο ψεύτης βοσκός: «Χωριανοί λύκος στα πρόβατααα! Βοήθεια χωριανοί, λύκος! Λύκος στα πρόβατααα!»
Βρε το ψεύτη! Έλεγαν μεταξύ τους ,αυτοί που τον άκουγαν «πάλι να μας γελάσει θέλει. Μα εμείς δεν την ξαναπαθαίνουμε». Και κανένας δεν κινήθηκε για βοήθεια!
Ο λύκος εντωμεταξύ έπνιγε το ένα πρόβατο μετά το άλλο, ώσπου δεν έμεινε κανένα ζωντανό! Από θαύμα γλίτωσε και ο ίδιος.
Το βράδυ, με τα μάτια κόκκινα από τα κλάματα, γύρισε στο χωριό, χωρίς τα αγαπημένα του προβατάκια.
Οι χωρικοί λυπήθηκαν πολύ, που τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση. «Αν δεν έλεγε ψέματα θα τον πιστεύαμε και δεν θα πάθαινε αυτό το κακό,» έλεγαν μεταξύ τους.
Ο μικρός βοσκός από τότε δεν ξαναείπε ψέματα.

ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Το βραδινό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί.
Αυτή η συμβουλή ακουγόταν συχνά από τα χείλη της μητέρας στο σπίτι μας.
Κάποτε ένας άφησε τη γυναίκα του με το μωρό τους και πήγε πολύ μακριά, στα ξένα, για να δουλέψει.
Καθώς τότε οι συγκοινωνίες ήταν πολύ δύσκολες, έμεινε πολλά χρόνια μακριά.
Κάποτε όμως βαρέθηκε στα ξένα και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του. Μαζί με τα χρήματα που κουβαλούσε πήρε από κάποιον και μερικές συμβουλές. Μία απ’ αυτές ήταν: «Το βραδινό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί
Μετά από πολλές μέρες και πολλές δυσκολίες, έφτασε βράδυ στο σπίτι του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ύστερα από τόσα χρόνια βρισκόταν και πάλι στο σπίτι του!
Πριν όμως πατήσει στην αυλή του σπιτιού του, τι τρομερό βλέπουν τα μάτια του .Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει. Να η γυναίκα του στην πόρτα ,που αγκαλιάζει με λαχτάρα έναν άντρα που έμπαινε στο σπίτι. «Α, την άτιμη, λεει, θα μπω μέσα και θα τους σκοτώσω και τους δυο. Εγώ να δουλεύω τόσα χρόνια στα ξένα και αυτή να πάρει άλλον άντρα»!
Θυμήθηκε όμως τη συμβουλή ,«το βραδινό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί» και αποφάσισε να εκτελέσει το εκδικητικό του έργο το πρωί.
Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο του κήπου του, δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα, περιμένοντας να έρθει το πρωί. Σε μια στιγμή ανοίγει η πόρτα του σπιτιού του. Ένας άντρας μέχρι εκεί πάνω βγαίνει έξω λέγοντας «Γεια σου μάνα»
«Στο καλό παιδί μου. Ο θεός μαζί σου» Είπε η μάννα κάνοντας το σταυρό της
Ο πατέρας κοκάλωσε. Τι πήγαινε να κάνει: Θα σκότωνε το παιδί του που τώρα είχε μεγαλώσει, και τη γυναίκα του, που ο θεός ξέρει, με πόσους κόπους και θυσίες είχε μεγαλώσει αυτό το παιδί μόνη της!
Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν ο πατέρας δεν εφάρμοζε τη συμβουλή «Το βραδινό θυμό να τον αφήνεις για το πρωί»!
«Εν οργή μήτε πράττε μήτε λέγε» . Έλεγαν οι αρχαίοι. Δηλαδή, όταν είσαι οργισμένος, θυμωμένος, ούτε να κάνεις κάτι κακό ούτε να λέγεις άπρεπα λόγια.
Μια παροιμία λέγει «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Που σημαίνει ότι με τα άσχημα λόγια μπορεί να κάνουμε τον άλλο να πονέσει όπως όταν του σπάζουν τα κόκαλα.

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Όταν κάναμε παράπονα στη μητέρα ότι τιμωρούσε πολύ αυστηρά, κυρίως τ’ αγόρια, μας έλεγε:
Μια φορά ένα παιδάκι πήγε κρυφά στην αυλή της γειτόνισσας και πήρε κρυφά από τη φωλιά της κότας ένα αυγό. Με χαρά το πήγε στη μάννα του. Εκείνη το χάρηκε «Έλα να σου το ψήσω να το φας» του είπε. Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλες φορές. Στο σχολείο το παιδί έπαιρνε κρυφά από τους συμμαθητές του, ξύστρες, μολύβια και ότι άλλα μικροπράγματα του άρεσαν. Η μάνα του δεν το μάλωνε, ούτε του είπε πως αυτό είναι κακό.
Μεγαλώνοντας το παιδί άρχισε να κλέβει πράγματα μεγαλύτερης αξίας. Όπου μια μέρα έφερε στο σπίτι του ένα αρνί.
Να μη τα πολυλογούμε, έγινε ένας κλέφτης. Μαζί με τις κλεψιές έκανε και άλλα κακά. Μα όπως λέγει η παροιμία «ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρεται».
Μια νύχτα την ώρα που άνοιγε ένα μαγαζί για να κλέψει, τον συνέλαβε η αστυνομία.
Τα κακά πού είχε κάνει ήταν τόσο πολλά και μεγάλα που τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Η ώρα της καταδίκης πλησίαζε . Ζήτησε να ιδεί τη μάνα του. Δεν του χάλασαν το χατίρι. Και καθώς του είχαν τα χέρια δεμένα πίσω της είπε να πλησιάσει κοντά του. «Τον καημένο» είπαν αυτοί που παρακολουθούσαν τη σκηνή,» θέλει να τη φιλήσει για τελευταία φορά.
Μα αυτός καθώς έσκυψε, της δάγκωσε το αυτί και της είπε: Μάνα από σένα έφτασα σ’ αυτή τη θέση . Αν εσύ τότε που σου έφερα το αυγό, με μάλωνες, αν με τιμωρούσες για τις μικροκλοπές, τώρα, δεν θα με πήγαιναν στην κρεμάλα.

ΜΕ ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ
Όταν κάποιος επέμενε στη γνώμη του, που ολοφάνερα ήταν λανθασμένη, άκουγε συχνά τη φράση: Εσύ εκεί «με το ψαλίδι». Όσοι ζουν σε αγροτική περιοχή θα ξέρουν ότι πριν λίγα χρόνια δεν υπήρχαν θεριζοαλωνιστικές μηχανές.
Σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας, με το δρεπάνι στο χέρι, έτρεχαν να μαζέψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα χρυσοκίτρινα στάχυα. Βιάζονταν να μαζέψουν τον καρπό για να μη πάθουν ζημιά από αλλαγή καιρικών συνθηκών. Έλεγαν και μια παροιμία: «Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Την εποχή λοιπόν, που όλοι έτρεχαν βιαστικά με το δρεπάνι, μια γυναίκα, κρατούσε στο χέρι ψαλίδι. Όσο και αν της έλεγαν ότι θερίζουν με το δρεπάνι, αυτή επέμενε ότι θερίζουν με το ψαλίδι.
Δεν άργησε να ανάψει καυγάς, ανάμεσα σ’ αυτήν και τους συγχωριανούς της.
- Με το δρεπάνι θερίζουν, της έλεγαν.
- Με το ψαλίδι, απαντούσε αυτή.
- Με το δρεπάνι.
- Με το ψαλίδι με το ψαλίδι, με το ψαλίδι, με το ψαλίδι, έλεγε συνεχώς.
Θύμωσαν τόσο πολύ οι συγχωριανοί της, που την αρπάζουν, την ρίχνουν στο πηγάδι ενώ εκείνη συνέχιζε να φωνάζει: «Με το ψαλίδι, με το ψαλίδι, με το ψαλίδι…»
Είχε τόσο πείσμα που και όταν δεν μπορούσε να φωνάζει, γιατί το κεφάλι της σκεπάστηκε από το νερό, σήκωσε το χέρι ψηλά πάνω από την επιφάνια του νερού, ενώ συγχρόνως ανοιγόκλεινε τα δύο τεντωμένα δάχτυλα, για να δείξει ότι επιμένει στη γνώμη της, ότι θερίζουν με το ψαλίδι.
Συχνά η μητέρα επαναλάμβανε την παροιμία: «Δίδε καλόν αντί κακού και ούτως εκδικήσου» που ήθελε να πει, ότι για να εκδικηθείς κάποιον που σου έκανε κακό, να του κάνεις ΚΑΛΟ!
Ήξερε όμως και μια άλλη παροιμία που έλεγε «Όπου δεν πιάνουν λόγια, πίπτει ράβδος». Μια φορά θυμάμαι δεν τις γλίτωσα κι εγώ.

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
Ήταν άνοιξη και με ανυπομονησία κοιτούσαμε τον αέρα για να διακρίνουμε τα πρώτα χελιδόνια που μας έρχονταν από τις θερμές χώρες. Κοιτούσαμε γιατί μας έλεγαν ότι όποιος δει πρώτος χελιδόνι, θα φορέσει καινούρια ρούχα τη Λαμπρή. Χαιρόμασταν γιατί τα πουλιά αυτά έκαναν τις φωλιές τους κάτω απ’ τα μπαλκόνια μας. Όσο καιρό έλειπαν το χειμώνα, προσέχαμε να μη χαλάσει η φωλίτσα τους για να μας ξαναρθούν.
Ώρες τα παρακολουθούσαμε να σχίζουν τον αέρα με τα σπαθωτά φτερά τους. Δεν ξέραμε ότι πετώντας είχαν το στόμα ανοιχτό, για να καταπίνουν γρήγορα μύγες, κουνούπια και άλλα έντομα που μας ήταν βλαβερά. Ένα όμως ξέραμε καλά. Ότι ήρθαν στην πατρίδα μας για να γεννήσουν τ’ αυγά τους, να μεγαλώσουν τα μικρά τους και το φθινόπωρο να φύγουν πάλι. Πολλές φορές γυρίζοντας το κεφάλι προς τα πάνω λέγαμε με λαχτάρα:
Χελιδόνι μου σπαθάτο, χελιδόνι του Μαρτιού,
Έλα λίγο παρακάτω απ’ τη στέγη του σπιτιού.
Ενώ κάποιο από τα παιδιά έλεγε ένα αίνιγμα:
Από πάνω σαν τηγάνι
Από κάτω σαν βαμβάκι
Από πίσω σαν ψαλίδι
Τι είναι;
Για να ακουστεί εν χορώ η απάντηση, «το χελιδόνι».
Μια μέρα η μητέρα βρήκε πεσμένα στο χώμα μερικά χελιδονάκια που δεν μπορούσαν να πετάξουν ακόμα. Τα έφερε στο σπίτι, τα έβαλε σ’ ένα κουτάκι κι έφυγε βιαστικά για τη δουλειά της. Εγώ έτρεξα χαρούμενη να πω το νέο στα παιδιά. Δυο απ’ αυτά, ο Ανάργυρος και ο Μίμης μου ζήτησαν να τα ιδούν. Με προθυμία τα οδήγησα εκεί που τα είχε ακουμπήσει η μητέρα. Τα μικρά με τον παραμικρό θόρυβο άνοιγαν διάπλατα το ράμφος τους με την ελπίδα να τους ρίξει η μάνα τους κάτι να φάνε. Αφού τα περιεργάστηκαν μου ζήτησαν να τους τα δώσω κι εγώ δεν τους χάλασα το χατίρι.
Η μητέρα μου όμως που είχε σκοπό να τα τοποθετήσει ψηλά κοντά στη φωλιά τους για να τα βρει η μάνα τους και να μη τα φάνε οι γάτες, όταν έμαθε τι είχαν γίνει τα μικρά χελιδονάκια, εξοργίστηκε τόσο πολύ που μου έδωσε της χρονιάς μου, ώστε ακόμα να το θυμάμαι.

Η ΜΟΡΦΩΣΗ
Η μητέρα μου είχε γεννηθεί το 1896.
Είχε φοιτήσει στο Δημοτικό σχολείο θηλέων Κονιστρών. Τότε το δημοτικό σχολείο είχε τέσσερις τάξεις και έκαναν μάθημα χωριστά τα αγόρια και χωριστά τα κορίτσια. Συχνά η μητέρα έλεγε με περηφάνια ότι σε όλες τις τάξεις έπαιρνε τέσσερα (4). Αυτό ήταν τότε το «άριστα».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περισσότερες γυναίκες εκείνης της εποχής ήταν τελείως αγράμματες. Η μητέρα μου είχε παράπονο από τους γονείς της επειδή δεν την έκαναν δασκάλα όπως της έταζαν.
Διάβαζε πολύ. Ακόμα και τα σχολικά μας βιβλία. Μας έλεγε ότι όταν ήταν νέα ήθελε πολύ να μάθει γαλλικά. Πήρε λοιπόν ένα βιβλίο «Γαλλική άνευ διδασκάλου» και άρχισε να διαβάζει και να γράφει μόνη της. Όταν νόμισε ότι είχε μάθει τη γλώσσα έγραψε ένα γράμμα στα γαλλικά και το έστειλε με περηφάνια στον ξάδερφό της που ήξερε τη γλώσσα, για να θαυμάσει τη γλωσσομάθειά της. Η απάντηση που πήρε όμως από το ξάδερφο ήταν απογοητευτική: «Ζαχαρού, τα γαλλικά σου δε λένε τίποτα!» Πάντως τα γράμματα της γαλλικής τα είχε μάθει και διάβαζε αλλά με δικούς τη κανόνες. Πολλά από τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει τότε στην επαρχία τα είχε διαβάσει και όχι μόνο τα είχε διαβάσει, αλλά μερικά ποιήματα κυρίως, τα είχε μάθει απ’ έξω και τα έλεγε με σωστή απαγγελία.
Τον Ερωτόκριτο:
«Τάμαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα;
Ο Κύρης μου μ’ εξόρισε στης ερημιάς τη στράτα…»
Τον οδοιπόρο:
«Μην είδες τον νεόφερτο το ξένο οδοιπόρο;…»
Της Άρτας το γιοφύρι:
«Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες…»
Του νεκρού αδερφού:
«Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη…»

Τα δύο τελευταία έχω τη γνώμη ότι θα τα διαβάζατε κι εσείς με ευχαρίστηση.

Του νεκρού αδερφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσωμε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει πού περπατώ, στα ξένα πού πηγαίνω,
αν παμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.»
«Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτη, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτη, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχη πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;»
«Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους άγιους μαρτύρους,
αν τύχη κι έρτη θάνατος, αν τύχη κι έρτη αρρώστια,
αν τύχη πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.»
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμα σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ’ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ’βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχη πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις.»
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγωμε, στη μάνα μας να πάμε.»
«Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ’ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ’ρθω.»
«Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.»
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!»
«Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;»
«Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.»
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!»
«Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πώς περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!»
«Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.»
«Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.»
«Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.»
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;»
«Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.»
«Πες μου, πού είν’ τα κάλλη σου, και πού η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;»
«Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.»
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της ’χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα,
βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.»
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.»
«Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;»
«Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε, κι εγώ είμαι η Αρετή σου.»
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Το γεφύρι της Άρτας
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
τρεις χρόνους εδουλεύανε της Άρτας το γιοφύρι.
Ολημερίς εχτίζανε κι αποβραδί γκρεμιέται.
Μοιριολογούν οι μάστορες και κλαίν’ οι μαθητάδες:
 Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στες δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζομαι, το βράδυ να γκρεμιέται.
Και το στοιχειό ’ποκρίθηκεν απ’ τη δεξιά καμάρα:
 Αν δε στοιχειώσετ’ άνθρωπο, τοίχος δε θεμελιώνει.
και μη στοιχειώσετ’ ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την ώρια τη γυναίκα,
πόρχετ’ αργά τ’ αποταχιά, πόρχετ’ αργά το γιόμα.
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
κάνει γραφή και στέλνει την με το πουλί τ’ αηδόνι.
«Αργά ντυθεί, αργ’ αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.»
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
 Γοργά ντύσου, γοργ’ άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.
Να τηνε και ξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την εΐδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζετ’ η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από μακριά τους λέγει:
 Γεια σας, χαρά σας, μάστορες κι εσείς οι μαθητάδες,
μα τ’ έχει ο πρωτομάστορας κι είν’ έτσι χολιασμένος;
 Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι να ’βρει;
 Μάστορα, μην πικραίνεσαι, κι εγώ να πα’ σ’ το φέρω.
εγώ να μπω κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ’βρω.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε.
 Τράβα, καλέ μ’, την άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τ’ όλον τον κόσμ’ ανάγυρα και τίποτες δεν ήβρα.
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
 Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας,
τρεις αδερφάδες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια ’χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα,
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Καθώς τρέμ’ ή καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι.
κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.
 Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβ’ αδερφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
 Σίδερον η καρδούλα μου, σίδερο το γιοφύρι,
σίδερο τα μαλλάκια μου, σίδερο κι οι διαβάτες.
Τι έχω ’δερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
Μια μάνα με τόση δίψα για μάθηση, είναι φυσικό να θέλει να πραγματοποιήσουν τα παιδιά της, ότι δεν κατάφερε εκείνη. Με αγάπη επιμονή και υπομονή αλλά και με προσωπικές θυσίες, κατάφερε κατά τη γνώμη της να γίνουν τα παιδιά της «καλά». Ήταν ταπεινός άνθρωπος αλλά για την πρόοδο των παιδιών της περηφανευόταν και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει:
«Όταν τελείωσε ο Τάσης μου το γυμνάσιο, πήγε εθελοντής στο στρατό. Δεν είχαμε λεφτά να τον σπουδάσουμε, μπήκε στη σχολή Ευελπίδων κι έγινε αξιωματικός. Μετά μπήκε στο πολυτεχνείο και έγινε μηχανικός, μηχανολόγος ηλεκτρολόγος.
Την Ασπασία μου την έκανα μοδίστρα.
Ο Κώστας μου το βράδυ ήταν νυχτοφύλακας και το πρωί πήγαινε στο Πανεπιστήμιο. Έγινε καθηγητής μαθηματικών.
Ο Αιμίλιός μου ήταν αστυφύλακας. Τελείωσε όμως και τη γυμναστική Ακαδημία. Τώρα είναι γυμναστής.
Ο Γιώργος και ο Αριστείδης έγιναν αξιωματικοί».
Εγώ αισθανόμουν πολύ άσχημα όταν την άκουγα να επαναλαμβάνει τα ίδια σε κάθε ευκαιρία, γιατί δεν μου άρεσε η αυτοπροβολή. Μπορώ να πω ότι ντρεπόμουν. Εκείνη όμως όχι μόνο δε σταματούσε, αλλά μετά από λίγα χρόνια πρόσθετε: «και είπανε τα παιδιά, να δώσουμε και στη Μαρίκα ένα δίπλωμα. Την έκανα δασκάλα». Τότε σχεδόν θύμωνα όταν την άκουγα.
Ρωτήστε με όμως τώρα, που έχω κι εγώ μεγάλα παιδιά! Έτοιμη είμαι ν’ αρχίσω το ίδιο τροπάρι απαριθμώντας τα προτερήματα των παιδιών μου. Βλέπεις η παροιμία που λέει ότι η κουκουβάγια βλέπει τα κουκουβαγάκια της σαν τα πιο όμορφα πουλιά του κόσμου, ισχύει για όλους.
Να τι λέει το παραμύθι «η κουκουβάγια και η πέρδικα»:
Μια κουκουβάγια πήγαινε στο σχολείο των πουλιών. Στο δρόμο συνάντησε μια πέρδικα.
 Που πηγαίνεις κυρά κουκουβάγια, τη ρώτησε η πέρδικα.
 Στο σχολείο πηγαίνω, απάντησε, να ρωτήσω πώς πηγαίνουν τα παιδιά μου στα μαθήματα.
 Κάμε μου τη χάρη, της λέει η πέρδικα, να δώσεις στα παιδιά μου αυτό το φαγητό, θα πεινάνε τα καημένα και της δίνει ένα σακουλάκι με φαγητό.
 Ευχαρίστως να το δώσω, είπε η κουκουβάγια, μα δε γνωρίζω τα παιδάκια σου.
 Ω, δεν θα δυσκολευτείς καθόλου να τα γνωρίσεις. Είναι τα ωραιότερα απ’ όλα τα πουλάκια, απάντησε.
Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο τη στιγμή που είχαν διάλειμμα. Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει να βρει τα ωραιότερα πουλιά, ωραιότερα εύρισκε τα παιδιά της. Τα παιδιά μου είναι τα ωραιότερα, είπε κι έδωσε σ’ αυτά το φαγητό.
Γιατί έτσι γίνεται συνήθως, κάθε μάνα βρίσκει το παιδί της το πιο όμορφο απ’ όλα.
Να τώρα και μερικοί στίχοι που κατά καιρούς έγραφε η μάνα μας:
Είμαι μητέρα ορφανή, πολύ βασανισμένη.
Για να μορφώσω τα παιδιά βαριά ‘μαι κουρασμένη.
Ξενύχτησα, ξαγρύπνησα, με πόθο, με λαχτάρα,
μη κακοπάθουν τα παιδιά με έπιανε τρομάρα.
Περπάτησα ξυπόλυτη, γδυτή και πεινασμένη.
Καμιά μητέρα σαν εμέ δεν είχε κοπιάσει,
να προσπαθεί για τα παιδιά όλα να τα σπουδάσει.
Είμαι μητέρα ορφανή, μητέρα αδικημένη,
ποτέ μου δεν περίμενα αυτή την ειμαρμένη!
Δοξάζω τον πανάγαθο, Αγίους, Παναγία,
που βγήκαν όλοι με δίπλωμα μέσα στην κοινωνία.
ΖΑΧΑΡΟΥ ΛΙΑΠΗ

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ
Τρομάρα έπιανε τη μητέρα μήπως τα παιδιά της μάθουν να καπνίζουν και δεν την έφτανε μόνο να δίνει συμβουλές και να τονίζει ότι πρέπει να μείνουν μακριά από αυτή την κακή συνήθεια, αλλά τα παρακολουθούσε κιόλας. Μερικές φορές όση κούραση και αν είχε, πήγαινε εκεί που τα παιδιά της έκαναν παρέα με συνομηλίκους τους και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις τους, όταν οι φίλοι τους πρόσφεραν τσιγάρο. Όταν με ικανοποίηση διαπίστωνε την άρνησή τους, γύριζε στο σπίτι ευχαριστημένη.
Πολλές φορές έλεγε στα παιδιά της: «όταν ο πατέρας σας κάπνιζε, πιο πολλά χρήματα πήγαιναν για τσιγάρα, παρά για το αλεύρι» (που έφτιαχναν το ψωμί της οικογένειας). Τότε δεν ήξεραν ότι τα χρήματα που έχαναν αγοράζοντας τσιγάρα δεν ήταν τίποτα μπροστά στη ζημιά που προκαλούσε ο καπνός στην υγεία του ανθρώπου.
Μετά από έρευνες που έκαναν επιστήμονες, αναφέρονται παρακάτω μερικές επιπτώσεις του τσιγάρου στον οργανισμό.
• Με το κάπνισμα αυξάνονται κάποιες ορμόνες στον οργανισμό που γίνονται αφορμή να πέσουν τα μαλλιά.
• Τα τσιγάρα περιέχουν τουλάχιστον 4000 τοξικές ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν πονοκεφάλους.
• Από τη μειωμένη παροχή οξυγόνου στο δέρμα προκαλούνται ρυτίδες.
• Προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα.
• Το κάπνισμα στενεύει τις μικρές οδούς αέρα των πνευμόνων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει βήχα, δυσκολία αναπνοής, χρόνια βρογχίτιδα.
• Η νικοτίνη είναι δηλητήριο που μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη καρκινογόνων κυττάρων σε διάφορα όργανα του σώματος όπως το πάγκρεας, τα νεφρά και την κύστη.
• Η βλάβη των αιμοφόρων αγγείων που προκαλείται από το κάπνισμα επηρεάζει την όραση.
• Μειώνεται η αίσθηση της όσφρησης.
• Οι καπνιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες να πάθουν ουλίτιδα και τερηδόνα.
• Οι ουσίες που περιέχονται στο τσιγάρο μπορεί να προκαλέσουν κακή αναπνοή και κιτρίνισμα των δοντιών.
• Προκαλεί καρκίνο στη μύτη, το λαιμό και τη γλώσσα.
• Η νικοτίνη μπορεί να κάνει την καρδιά να κτυπά πιο γρήγορα και να αυξήσει την πίεση συμβάλλοντας στην εμφάνιση καρδιοπάθειας, ανευρύσματος και καρδιακής προσβολής.
• Η νικοτίνη σπάει τ’ αμυντικά τοιχώματα του στομάχου αυξάνοντας τις πιθανότητες στομαχόπονων και καρκίνων του στομάχου.
• Υπάρχει πιθανότητα αυτοί που καπνίζουν να μην μπορούν να κάνουν παιδιά.
• Το τσιγάρο μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στις αρτηρίες των ποδιών και να συμβάλλει στη δημιουργία θρόμβων.

Όταν πήγαινα στην τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου ο δάσκαλός μας στο μάθημα της φυσικής ιστορίας, όταν μας μίλησε για τον καπνό, θέλησε να μας δείξει πόσο κακό κάνει σ’ αυτούς που το καπνίζουν. Άναψε λοιπόν ένα τσιγάρο, τράβηξε καπνό, τον κράτησε στο στόμα του και στη συνέχεια έβγαλε τον καπνό με ορμή πάνω σ’ ένα άσπρο μαντήλι. Το μαντήλι στο σημείο εκείνο έγινε σκουρόχρωμο από τον καπνό.
«Να τι βάζουν στα πνευμόνια τους και γενικά στον οργανισμό τους, αυτοί που καπνίζουν», μας είπε.


ΚΟΡΩΝΑ ‘Η ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια έκανε η μάνα για να μη μάθουν τα παιδιά της τυχερά παιχνίδια, γιατί τότε μερικά παιδιά αν οικονομούσαν καμμιά δραχμή, πλησίαζαν άλλα παιδιά και τους ζητούσαν να παίξουν «στριφτό».
Το παιχνίδι παιζόταν στο δρόμο ή άλλο ανοιχτό χώρο. Το πρώτο παιδί τοποθετούσε στον αντίχειρα της κλειστής παλάμης του ένα νόμισμα και ρωτούσε τον συμπαίχτη του «κορώνα ή γράμματα;». Εκείνος απαντούσε και έτσι το ένα παιδί δήλωνε «κορώνα» και το άλλο «γράμματα».Το πρώτο παιδί εκτίναζε με τον αντίχειρα το νόμισμα που ανέβαινε ψηλά στριφογυρίζοντας. Όταν έπεφτε στο έδαφος, έτρεχαν και τα δύο παιδιά να ιδούν το νόμισμα. Αν η πλευρά που ήταν επάνω είχε τα γράμματα, κέρδιζε το παιδί που είχε δηλώσει «γράμματα». Ο άλλος που είχε δηλώσει «κορώνα» έχανε και έδινε ένα νόμισμα στον συμπαίχτη του.
Έτσι τα παιδιά έχαναν το χαρτζιλίκι τους. Στριφτό έπαιζαν κυρίως τις ημέρες των Χριστουγέννων και χωρίς να το καταλάβουν έχαναν το χαρτζιλίκι που είχαν μαζέψει λέγοντας τα κάλαντα. Το παιχνίδι αυτό ήταν μιας πρώτης τάξεως προετοιμασία για μελλοντικούς χαρτοπαίχτες.
Ακόμα και σήμερα αν κάποιος κάνει κάτι πολύ ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες, λέμε «αυτός τα έπαιξε κορώνα γράμματα».
Το μόνο τυχερό παιχνίδι που παίζαμε παραμονή πρωτοχρονιάς ήταν το «πάρτα όλα» με ένα σβουράκι, όπου αντί για χρήματα παίζαμε με κουκιά που είχαμε ισομοιράσει από την αρχή του παιχνιδιού. Κέρδιζε αυτός που στο τέλος είχε μαζέψει τα περισσότερα κουκιά.


ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ
Συχνά τα παιδιά βρισκόμαστε στα χωράφια για διάφορες αγροτικές δουλείες ή για παιχνίδι. Θα θέλαμε να μάθουμε τι ώρα είναι αλλά ρολόι δεν υπήρχε. Τι κάναμε τότε. Όταν ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, χαράζαμε στο χώμα έναν κύκλο. Στο κέντρο του κύκλου καρφώναμε κάθετα ένα ίσιο ξύλο. Προς το βοριά γράφαμε τον αριθμό 12. Προς το νότο τον αριθμό 6. Συμπληρώναμε τα ενδιάμεσα διαστήματα με τους αριθμούς του ρολογιού. Ο ίσκιος του καρφωμένου ξύλου έδειχνε κατά προσέγγιση την ώρα.
Φτιάχναμε δηλαδή ένα ηλιακό ρολόι.
Συχνά όμως ακουγόταν στις γειτονιές η ερώτηση «τι ώρα είναι;», γιατί στα περισσότερα σπίτια δεν υπήρχε ρολόι. Κι αν δεν χτυπούσε η καμπάνα του χωριού, τα περισσότερα παιδιά δεν θα ήξεραν πότε να πάνε σχολείο.
Ο δάσκαλος λοιπόν κάθε βδομάδα όριζε έναν από τους μαθητές που είχαν ρολόι σπίτι τους, να χτυπάει την καμπάνα της εκκλησίας την ώρα που τα παιδιά έπρεπε να ξεκινήσουν για το σχολείο. Αυτό γινόταν δύο φορές την ημέρα επειδή τότε πηγαίναμε και πρωί και απόγευμα στο σχολείο. Η κοινότητα επίσης είχε ορίσει κάποιον, να χτυπάει την καμπάνα κάθε μέρα στις δώδεκα η ώρα, για να κανονίζουν οι χωρικοί τις δουλειές τους.
Εμείς είχαμε στο σπίτι ένα ρολόι τσέπης. Το είχε φέρει ο πατέρας μου από την Αμερική, όταν νέος είχε πάει εκεί για να δουλέψει. Το είχαμε κρεμασμένο στον τοίχο. Κανείς δεν το άγγιζε. Μόνο ο πατέρας κάθε βράδυ το κούρδιζε.
Στα παλιά πολύ παλιά χρόνια δεν υπήρχαν ρολόγια. Οι αρχαίοι βρήκαν ένα τρόπο για να μετρούν τα μικρά χρονικά διαστήματα, την ώρα όπως θα λέγαμε σήμερα, με την κλεψύδρα.
Η κλεψύδρα ήταν ένα δοχείο που στο πάνω μέρος ήταν ανοιχτό και βαθμολογημένο. Στο κάτω μέρος που ήταν πιο στενό είχε μια πολύ μικρή τρυπούλα που άνοιγε και έκλεινε με μια στρόφιγγα. Όταν άνοιγαν τη στρόφιγγα το νερό άρχιζε να στάζει. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα το νερό τέλειωνε. Όταν το ξαναγέμιζαν θα έκανε πάλι την ίδια ώρα για ν’ αδειάσει. Κλεψύδρα χρησιμοποιούσαν σαν χρονόμετρο κυρίως στο δικαστήριο, όταν έπρεπε να αγορεύσουν πολλοί άνθρωποι για ίσο χρονικό διάστημα ο καθένας. Χρησιμοποιούσαν επίσης κλεψύδρες όπου αντί για νερό, έβαζαν μέσα άμμο.
Είχαν καταλάβει οι αρχαίοι ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος και είχαν βρει τρόπο να τον μετράνε. Είναι μερικοί όμως που και σήμερα που μετράμε το χρόνο με το ρολόι στο χέρι, δεν έχουν καταλάβει την αξία του και τον σπαταλάνε άσκοπα. Αφήνουν τη δουλειά τους και τεμπελιάζουν ή χαζεύουν ή κάθονται με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Και δυστυχώς αυτό δεν γίνεται μόνο από τους μεγάλους. Μα θα μου πείτε εμείς είμαστε παιδιά, δεν έχουμε δουλειά. Έχετε! Πώς δεν έχετε! Και πολύ σπουδαία μάλιστα. Το σχολείο, τα μαθήματά σας. Μην αφήνετε τις ώρες να περνούν χωρίς να κάνετε τίποτα.
«Φείδου χρόνου»έλεγαν οι αρχαίοι. Που σημαίνει ότι πρέπει να μην σπαταλάμε το χρόνο και να λυπόμαστε όταν τον χάνουμε άσκοπα.
Άλλη παροιμία λέει: «Ο χρόνος είναι χρήμα». Ο δουλευτής που εκμεταλλεύεται όπως πρέπει το χρόνο του, κερδίζει χρήματα. Ο μαθητής κερδίζει την πρόοδό του.
Οι άνθρωποι που κατάλαβαν λοιπόν την αξία του χρόνου, έφτιαξαν με τον καιρό πολλά ρολόγια για να μετρούν τις ώρες. Μερικά πολύ μεγάλα τα τοποθετούσαν σε κεντρικά μέρη, σε πλατείες ή στο καμπαναριό της εκκλησίας. Αυτά κάθε μία ώρα, χτυπούσαν τόσες φορές, όσες έδειχνε ο μικρός δείχτης του ρολογιού.
Οι κάτοικοι από μακριά μετρούσαν τα χτυπήματα της καμπάνας του ρολογιού και καταλάβαιναν τι ώρα είναι. Εκείνη την ώρα οι προκομένοι έλεγαν: «Πώπω! Πέρασε η ώρα. Πρέπει να βιαστώ να βγάλω περισσότερη δουλειά», ενώ οι τεμπέληδες σχεδόν χασμουριόνταν και έλεγαν «Πώπω! Δεν περνά η ώρα για να φύγω».
Μέσα στο σπίτι υπάρχουν ρολόγια τοίχου ή επιτραπέζια, με όμορφα σχέδια και σκαλίσματα, σωστά καλλιτεχνήματα.
Να και ένα σχετικό ποιηματάκι.
Το ρολόι
Το ρολόι του τοίχου μας
σ’ ένα κάδρο πλάι
τίκι-τακ αδιάκοπα
τον καιρό μετράει.
Κι η καμπάνα του η παλιά
μας ξυπνά για τη δουλειά

Μια φορά το κούρντιζε
του παππού το χέρι
και γιαυτό τα λόγια του
τα ‘μαθε και ξέρει.
Σαν παππούς μ’ άσπρα μαλλιά
να μιλεί όλο για δουλειά.

Το παλιό ρολόι μας
τίκι-τακ σημαίνει.
Κάνετε όλοι γρήγορα
κι ο καιρός διαβαίνει.
Και περνά σα βασιλιάς
κάθε φίλος της δουλειάς.

Οι ωρολογοποιοί με τα χρόνια προχώρησαν την τέχνη τους. Έφτιαξαν ρολόγια για την τσέπη και πολλά είδη ρολογιών για το χέρι. Δεν χρειάζονται πια κούρδισμα. Δουλεύουν με μπαταρία.
Έφτιαξαν λοιπόν ρολόγια για τους άνδρες. Έφτιαξαν ρολόγια για τις γυναίκες. Μερικά από αυτά είναι αληθινά κοσμήματα.
Μα τα περισσότερα και ομορφότερα ρολόγια τα έφτιαξαν για τα παιδιά. Τα καμαρώνουν και τα φοράνε περισσότερο για να τα ιδούν οι φίλοι τους παρά για να βλέπουν τι ώρα είναι. Τώρα που τα περισσότερα παιδιά έχουν ένα, δύο ή και περισσότερα ρολόγια, δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να μην υπάρχει ρολόι στο σπίτι. Ρωτήστε όμως κι εμένα.
Πριν από πενήντα περίπου χρόνια, χρειάστηκε να παρακολουθήσω για ένα-δυο μήνες του καλοκαιριού φροντιστήριο στην Αθήνα. Στο σπίτι έμενα τελείως μόνη. Ρολόι δεν υπήρχε και επειδή δεν ήθελα να καθυστερώ στο μάθημα, ούτε να το χάνω, έφευγα πολύ νωρίς από το σπίτι, έφθανα πολύ πριν αρχίσει το μάθημα, καθόμουν στο διάδρομο ή σε κάποια άδεια αίθουσα, μελετούσα τα βιβλία μου και έτσι δεν καθυστερούσα ούτε έχανα μάθημα.
Όταν όμως άρχισα τη φοίτηση στη σχολή το 1950, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Το ρολόι ήταν απαραίτητο. Αξίζει να σας πω πώς το απέκτησα.
Μια μέρα πριν από πολλά χρόνια έφθασε στα χέρια μου ένα πολύ μικρό δεματάκι. Απ’ έξω έγραφε: «Ο Γιώργος και ο Αριστείδης προσφέρουν στη Μαρίκα ένα μικρό δώρο». Το ανοίγω και τι να ιδώ. Δέκα ολόχρυσες λίρες Αγγλίας. Αφού τις κράτησα για αρκετή ώρα στα χέρια και τις χάρηκα, τις πήρε η μητέρα μου και τις έχωσε στον πάτο της κασέλας. Την εποχή εκείνη συνήθιζαν οι γονείς να μαζεύουν λίρες για να τις δώσουν στην κόρη την ώρα του γάμου της. Πιστή στην παράδοση και η μητέρα, δεν εννοούσε να χαλάσει τις λίρες όση ανάγκη κι αν είχαμε. Όταν όμως συνειδητοποίησε τη δυσκολία από την έλλειψη ρολογιού, σκέφθηκε πως δεν θα πείραζε αν ο γαμπρός εύρισκε λιγότερες λίρες. Χαλάσαμε λοιπόν τις δύο λίρες και με τις εξακόσιες δραχμές που πήρα, αγόρασα ένα πολύ ωραίο επίχρυσο ρολογάκι. Το πέρασα μεγάλη χαρά. Το πρόσεχα και το κούρδιζα τακτικά. Κράτησε πολλά- πολλά χρόνια και όταν από την πολλή χρήση αχρηστεύτηκε δεν ήθελα να το πετάξω.
Τώρα πια δεν έχω μόνο ένα ρολόι. Μα ένα απ’ αυτά το χαίρομαι ιδιαίτερα. Πριν μερικά χρόνια, μια πρωτοχρονιά, ήρθαν όλα μου τα παιδιά μπροστά μου και μου είπαν: «Το δώρο σου μαμά». Σε μια κασετίνα μέσα, ήταν ένα πολύ ωραίο και ακριβό ρολόι που δούλευε με μπαταρία. «Σου το αγοράσαμε όλοι μαζί», μου είπαν. Ο μικρότερος γιος δεν είχε τότε χρήματα δικά του. «Του δώσαμε εμείς» μου είπαν, για να μη ξεχωρίσουν τον αδελφό τους και να μου δείξουν ότι ήταν ενωμένα και αγαπημένα.
Ξέρετε πόσες μανάδες έχω δει να κλαίνε με μαύρο δάκρυ επειδή τα παιδιά τους είναι μαλωμένα μεταξύ τους; Πολλές φορές όχι μόνο μικροί αλλά και μεγάλοι μαλώνουν και παρεξηγούνται μεταξύ τους για ασήμαντα πράγματα.
Τι καλά θα ήταν αν ο καθένας από εμάς μπορούσε να συγχωρήσει τον συνάνθρωπό του για κάποια άπρεπα λόγια, κάποια περιφρόνηση που του έγινε. Η συμπεριφορά μας δεν θα ‘πρεπε να επηρεάζεται από τη συμπεριφορά του άλλου, που μπορεί να μην είναι και σωστή.
Και άλλα ρολόγια
Ο καλός θεός που ήθελε τα πλάσματά του να υπολογίζουν το χρόνο, έβαλε μέσα μας ένα ρολόι που οι επιστήμονες ονομάζουν «βιολογικό ρολόι». Έτσι αν δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, κοιμόμαστε περίπου την ίδια ώρα κάθε βράδυ, ξυπνάμε περίπου την ίδια ώρα το πρωί, την ίδια ώρα θέλουμε να γευματίσουμε ή να κάνουμε τον περίπατό μας. Και λέμε «έτσι συνήθισα».
Μα και στα ζώα συμβαίνει αυτό. Ζωντανό παράδειγμα ο κόκορας που λαλεί ορισμένες ώρες, όπως λέει και το δίστιχο:
Ρολόι δεν έχω
τις ώρες μετρώ…
Στα χρόνια που οι ηλικιωμένοι γονείς έμεναν στο ίδιο σπίτι με τις οικογένειες των παντρεμένων παιδιών τους και ρύθμιζαν τις δραστηριότητες όλων τω μελών της μεγάλης οικογένειας, η πεθερά θέλησε να ξυπνήσει τις νύφες της, για ν’ αρχίσουν τη δουλειά πρωί πρωί, πριν ο ήλιος ρίξει τις χρυσές του ακτίνες στη γη. Και αυτές ανάλογα με την καταγωγή τους απαντούσαν: Η μια είπε: «ο κόκορας ελάλησε, ξημέρωμα θε νάναι». Η άλλη «τα πουλάκια κελαηδούν, ξημέρωμα θε νάναι». Η άλλη «τα κουδουνάκια απ’ τα πρόβατα που πάνε στη βοσκή άκουσα, ξημέρωμα θε νάναι». Και η τελευταία που δεν φημιζόταν για την ευγένειά της απάντησε ότι κατάλαβε ότι ξημέρωσε από την ανάγκη που ένιωθε να πάει στην τουαλέτα.
Κάποτε που ταξιδεύαμε πολλές ώρες σε πτήση για την Ταϊλάνδη και βλέπαμε από το παράθυρο τον ήλιο να λάμπει, σε κάποια στιγμή το αεροπλάνο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Όταν ρωτήσαμε γιατί έγινε αυτό μας είπαν: «στην πατρίδα σας, αυτή την ώρα είναι νύχτα. Επομένως είναι ώρα ύπνου για σας. Με τον καιρό προσαρμοστήκαμε με τις ώρες του τόπου εκείνου.
Λένε οι επιστήμονες ότι το τεχνητό φως τη νύχτα διαταράσσει το εσωτερικό «ρολόι» του οργανισμού ,το οποίο ρυθμίζει τον εικοσιτετράωρο κύκλο των βιολογικών διαδικασιών σε ανθρώπους και ζώα. Αυτή η διαταραχή καταστέλλει τη φυσιολογική νυχτερινή παραγωγή της ορμόνης, η οποία παράγεται κυρίως μεταξύ εννέα και οκτώ π.μ.
Να σας πω και για άλλα ρολόγια;
Στο χωριό μου πολλές φορές όταν ήθελαν να πουν πως πέρασε η ώρα για κάποια πρωινή δουλειά έλεγαν: Έλα σήκω πέρασε η ώρα. Ο ήλιος ανέβηκε ένα καλάμι. Το βράδυ έλεγαν: Πωπώ αργήσαμε. Ένα καλάμι θέλει για να βασιλέψει ο ήλιος. Το καλάμι σ’ αυτή τη περίπτωση είχε πάρει τη θέση του ρολογιού.
Το ρολόι ακόμα και σήμερα προσδιορίζει τις κινητές θρησκευτικές εορτές, την ώρα της ανατολής και της δύσης του ήλιου, τις εκλείψεις και άλλα.
Το πιο περίεργο, πολυσύνθετο και σπάνιο ρολόι του κόσμου βρίσκεται στον καθεδρικό ναό της γαλλικής πόλης του Στρασβούργου. Έχει ένα μοναδικό και πολυσύνθετο μηχανισμό και κατασκευάστηκε το 1571. Το ρολόι αυτό δείχνει με αλληγορικό τρόπο τις ώρες. Όταν κτυπούν τα τέταρτα της ώρας βγαίνουν οι τέσσερις ηλικίες του ανθρώπου και όταν κτυπά τις ολόκληρες ώρες, βγαίνει ο χάρος. Όταν σημαίνει η ώρα 12, βγαίνουν οι δώδεκα Απόστολοι κι ο Χριστός που τους ευλογεί, ενώ τελευταίος βγαίνει ένας πετεινός που λαλεί τρεις φορές.

Η ΕΚΔΡΟΜΗ
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα οι καθηγητές μας ανακοίνωσαν στο σχολείο ότι την επόμενη θα πηγαίναμε εκδρομή. Πετάξαμε από τη χαρά μας. Όπως όλα τα παιδιά, γυρίζοντας στο σπίτι είπα στη μητέρα μου το χαρούμενο νέο. Από ΄την έκφραση που πήρε το πρόσωπό της κατάλαβα ότι κι εκείνη χάρηκε. Αλίμονο όμως, γιατί εκείνη χάρηκε για άλλο λόγο. «Εσύ δεν θα πας», μου είπε κοφτά και δεν σήκωνε αντίρρηση. «Θα πάμε μαζί στου Καβουρά να βγάλουμε βίκο. Περνά ο καιρός και θα πάει χαμένος. Το χειμώνα με τι θα ταΐσουμε τα ζώα; Πρέπει να βάλουμε σανό στον αχυρώνα μας». Κοκάλωσα! Τι να έλεγα όμως που τα επιχειρήματά της ήταν λογικά;
Την άλλη μέρα το πρωί τα παιδιά με τα σακουλάκια στο χέρι, γέμιζαν το δρόμο χαρούμενα ξεφωνητά.
Την ίδια ώρα κι εγώ με βαριά καρδιά, κρατώντας στο χέρι το κατσούνι (κάτι σαν μεγάλο πριονωτό σουγιά) ξεκινούσα για το χωράφι. Στο δρόμο δεν είχα όρεξη για κουβέντα. Έβλεπα με τη φαντασία μου τα παιδιά στη γραμμή, που ξεκινούσαν με χαρούμενο βλέμμα και με τραγούδια που αντηχούσαν στο ανοιξιάτικο πρωινό.
Αυτό όμως που αντίκρισα μόλις φθάσαμε στο χωράφι μ’ έκανε ν’ αλλάξω διάθεση. Αν ήμουν ζωγράφος θα ζωγράφιζα ένα ωραίο πίνακα. Ένα μεγάλο χωράφι που στη μια του πλευρά ήταν οι αμυγδαλιές, καταπράσινες γεμάτες τσάγαλα. Αμύγδαλα δηλαδή που δεν είχαν ωριμάσει και που εμείς τρώγαμε αν και οι μεγάλοι έλεγαν ότι βλάφτουν. Διάσπαρτα μες το χωράφι ήταν πελώρια ελαιόδεντρα που τα κλαδιά τους ήταν στολισμένα με χιλιάδες μικροσκοπικά άσπρα ανθάκια, ελπίδα του γεωργού για μεγάλη σοδειά. Ο βίκος σαν ένα παχύ χαλί απλωνόταν σε όλο το χωράφι. Το χρώμα του; Πρασινοκίτρινος με μικρές βυσσινιές πινελιές, που ήταν τα λιγοστά ανθάκια του. Όλες οι αποχρώσεις από το κίτρινο μέχρι το καφέ που είχε ο ώριμος πια για μάζεμα σανός.
Και λυπόμουν που με τα χέρια μας θα καταστρέφαμε αυτό το όμορφο δημιούργημα. Το πιο όμορφο όμως δεν σας το είπα. Η μια πλευρά του χωραφιού έφθανε μέχρι τη ρεματιά όπου υψώνονταν πελώρια πλατάνια, με παχιά σκιά. Αμέτρητα πουλιά στα κλαδιά τους, έστελναν την πρωινή τους προσευχή στο δημιουργό. Ξεχώριζε η μελωδική φωνή του αηδονιού που όσο κι αν προσπαθούσα δεν κατάφερα να διακρίνω πίσω από το πυκνό φύλλωμα.
Η συναυλία λοιπόν των πουλιών και το κελάρυσμα του νερού, ήταν η μουσική που θα μας συνόδευε στη δουλειά μας. Κουρασμένη μα και ευχαριστημένη γύρισα το απόγευμα στο σπίτι.
Την επόμενη μέρα, ο φιλόλογος στο σχολείο, μας ανακοίνωσε ότι θα γράφαμε έκθεση. Φυσικά το θέμα ήταν «πως περάσαμε στην εκδρομή». Αυτόματα τα βλέμματα των συμμαθητριών μου έπεσαν πάνω μου σαν να μου έλεγαν: «Εσύ τι θα κάνεις τώρα;» Μερικές μάλιστα μου ψιθύρισαν «πες στον καθηγητή ότι έλλειπες». Εγώ όμως ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Αφού πρώτα εξήγησα ότι λόγοι ανεξάρτητοι της θελήσεώς μου με ανάγκασαν να μη λάβω μέρος στη σχολική εκδρομή, στη συνέχεια άλλαξα θέμα και έγραψα «πώς πέρασα στο χωράφι».
Νομίζω ότι η έκθεση αυτή ήταν από τις καλύτερές μου.

ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕ ΒΡΟΧΗ
Όσες φορές η σκέψη μου πετάει σε περιστατικά της σχολικής ζωής, δύσκολα σταματάω, λες και οι σκέψεις αυτές είναι χάντρες περασμένες σε σχοινάκι. Αν ανασηκώσω τη μια, στη συνέχεια ακολουθούν και οι άλλες.
Η σχολική ζωή για μένα άρχισε το 1939. Τότε πήγα για πρώτη φορά στο σχολείο. Καθώς τώρα βρέχει έξω, μου ήρθε στο νου η διαδρομή για το σχολείο τις κρύες και βροχερές μέρες του χειμώνα.
Τότε κανένας απ’ τους γονείς δεν είχε αυτοκίνητο για να πάει τα παιδιά του στο σχολείο με την κακοκαιρία, ούτε και κανένα παιδί είχε πανωφόρι αδιάβροχο. Και αν υπήρχε καμία ομπρέλα στο σπίτι, ποιος να την πρωτοπάρει;
Τις κρύες και βροχερές μέρες λοιπόν για να πάμε στο σχολείο τα κορίτσια, σκεπάζαμε το σώμα και το κεφάλι μ’ ένα μικρό άσπρο χοντρό σεντόνι, μάλλινο ή βαμβακερό, διπλωμένο στο δύο, που είχαν υφάνει στον αργαλειό οι μητέρες μας για να σκεπάζουν τα μωρά τους. Όταν λοιπόν μεγαλώναμε και αυτά τα σεντονάκια δεν έφταναν για να μας σκεπάσουν στον ύπνο, τα χρησιμοποιούσαμε για να προστατευόμαστε από το κρύο και τη βροχή. Ήταν πολύ όμορφα σεντονάκια που στις άκρες είχαν δαντέλα, κρόσσια ή φουντίτσες. Χαιρόμαστε και καμαρώναμε νομίζοντας ότι το δικό μας σεντονάκι, ήταν το πιο όμορφο.
Τα αγόρια τα καημένα για να προφυλαχτούν από τη βροχή χρησιμοποιούσαν το παλιό σακάκι του πατέρα τους ή του μεγαλύτερου αδερφού. Ευτυχώς που είχαμε και ένα ζευγάρι χειμωνιάτικα παπούτσια που είτε αγοράζαμε από το παζάρι που γινόταν μια φορά το χρόνο, είτε τα έφτιαχνε ο τσαγκάρης του χωριού αφού πρώτα μας έπαιρνε μέτρα. Παπούτσια χοντροφτιαγμένα που πολλές φορές μας χτυπούσαν τα πόδια.


ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Το γυμνάσιο τότε είχε έξι τάξεις. Δεν υπήρχε λύκειο. Γύρω στο 1944 όμως είχε οκτώ τάξεις. Το παιδί μπορούσε αν ήθελε, να φοιτήσει στην πρώτη γυμνασίου αφού πρώτα τελείωνε την τετάρτη δημοτικού. Μπορούσε όμως αν ήθελε να παρακολουθήσει την πέμπτη του δημοτικού και να συνεχίσει στην δευτέρα γυμνασίου. Αν τελείωνε την έκτη δημοτικού τότε την επόμενη χρονιά
φοιτούσε στην τρίτη γυμνασίου, και συνέχιζε μέχρι την ογδόη τάξη που ήταν και η τελευταία του γυμνασίου.
Όπως σας έχω ξαναπεί εγώ βιαζόμουν να πάω στο γυμνάσιο, επειδή φοβόμουν μήπως οι γονείς μου δεν ήθελαν να συνεχίσω το σχολείο. Πολλές φορές άκουγα συγγενείς και γειτόνισσες να λένε στη μητέρα μου: «Να μη στείλεις τη Μαρίκα στο γυμνάσιο. Κορίτσι είναι, τι να τα κάνει τα γράμματα;» Μια συμμαθήτρια μου στο δημοτικό που δεν τα κατάφερνε με τα γράμματα, μια μέρα μου είπε; «Η μαμά μου λεει, ότι τα κορίτσια καλύτερα να μη μαθαίνουν γράμματα. Τι να τα κάνουν; Για να στέλλουν γράμματα στα αγόρια;»
Τα αγόρια στο δημοτικό και στο γυμνάσιο έπρεπε να κόβουν τακτικά τα μαλλιά τους με μηχανή, «γουλί» όπως έλεγαν. Ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων όταν επιθεωρούσε το δάσκαλο πρόσεχε πολύ αν τα παιδιά ήταν καθαρά και τ’ αγόρια κουρεμένα. Κι ο δάσκαλος με τη σειρά του έλεγχε σχεδόν κάθε μέρα τα παιδιά. Τα παιδιά τεντώναμε μπροστά τις παλάμες έτσι ώστε τα νύχια να είναι προς τα πάνω και ο δάσκαλος με τη βέργα στο χέρι «τις έβρεχε» σε όποιο παιδί είχε μακριά ή μαυρισμένα νύχια, πενθοφορούντα όπως έλεγε. Πριν πάω στο σχολείο κάθε πρωί, έτρεχα στη μητέρα μου για να μου κόψει τα νύχια.
Όπως είπαμε προηγουμένως ο επιθεωρητής πρόσεχε αν τα παιδιά ήταν κουρεμένα. Με τη σειρά του ο δάσκαλος πίεζε τα παιδιά να κουρευτούν. Ο κουρέας όμως ήθελε χρήματα και έτσι μερικά παιδιά δεν έκοβαν τα μαλλιά τους. Ο δάσκαλος τότε έπαιρνε το ψαλίδι και έκανε μια ψαλιδιά στο ακούρευτο κεφάλι του παιδιού. Την επόμενη μέρα το παιδί ερχόταν κουρεμένο. Μαζί του και άλλα που δεν ήθελαν να πάθουν το ίδιο.
Μερικά όμως από τα παιδιά αυτά, τα κούρευαν στο σπίτι με το ψαλίδι που κούρευαν τις γίδες τους, με αποτέλεσμα να τα κοροϊδεύουν τα άλλα λέγοντάς τους τραγουδιστά: «Γίδι, γίδι κουρεμάδιιι. Γίδι, γίδι κουρεμάδιιι ».
Μερικοί δάσκαλοι για να αποφύγουν τα δυσάρεστα συναισθήματα των ακούρευτων παιδιών, αγόραζαν για το σχολείο μια χειροκίνητη μηχανή του κουρέματος.
Στην αυλή του σχολείου στο διάλειμμα, ένας μαθητής έκανε τον κουρέα. Με προθυμία ο ακούρευτος μαθητής καθόταν στην καρέκλα του υπαίθριου κουρείου. Έτσι τα παιδιά ήταν πάντα κουρεμένα, χωρίς ψυχολογικά προβλήματα.
Η μητέρα μου που είχε πέντε αγόρια, είχε στο σπίτι μηχανή για κούρεμα που της την είχε δώσει ο κουμπάρος της που ήταν κουρέας. Θα είχε όμως κάποιο ελάττωμα γιατί μερικές φορές, όταν βιαζόταν ή δεν πρόσεχε την ώρα του κουρέματος, ακούγονταν κάτι τσιριχτά από πόνο. Εκείνη τη στιγμή η γάτα μας πηδούσε στα γόνατα του παιδιού, το κοίταζε στα μάτια, ανασήκωνε ελαφρά πότε το ένα, πότε το άλλο πόδι και νιαούριζε για συμπαράσταση στο παιδί. Και το παιδί δεν μπορούσε να μην την πάρει στην αγκαλιά του, να την χαϊδέψει και να ξεχάσει τον πόνο του.
Πάντως τ’ αδέρφια μου πήγαιναν πάντα στο σχολείο φρεσκοκουρεμένα. Γλόμποι όπως θα λέγαμε σήμερα.
Όσο για τα κορίτσια, είχαν και αυτά τις υποχρεώσεις τους. Έπρεπε να πλέκουν τα μαλλιά τους κοτσίδα ή να φορούν άσπρη κορδέλα. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο έκοψα τις κοτσίδες που ήταν μεγάλες και χοντρές και τις φύλαξα, ενθύμιο της μαθητικής μου ζωής. Στο σχολείο φορούσαμε μπλε ποδιά με άσπρο γιακά στο δημοτικό και μαύρη στο γυμνάσιο.
Όλα τα αγόρια φορούσαν μπλε καπέλο με το σήμα της κουκουβάγιας, σύμβολο της σοφίας.
Την εποχή εκείνη απαγορευόταν από τον γυμνασιάρχη να κυκλοφορούν μαθητές έξω τη νύχτα. Απαγορευόταν ακόμη να πηγαίνουμε στο μοναδικό κινηματογράφο. Όταν παιζόταν καμιά καλή ταινία, ο γυμνασιάρχης μας ανακοίνωνε ότι μπορούμε να πάμε. Ήθελε να μας προφυλάξει από ακατάλληλα θεάματα και δε φανταζόταν ο καημένος τι θα γινόταν αργότερα όταν η τηλεόραση θα έμπαινε στα σπίτια μας.

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Το μαγικό καθρευτάκι που έδινε η μάγισσα των παραμυθιών σ’ αυτούς που ήθελαν να βλέπουν τι γίνεται μακριά στο σπίτι τους, ή τι κάνει εκείνη τη στιγμή το αγαπημένο τους πρόσωπο ή πού βρίσκονται οι εχθροί του, έγινε πραγματικότητα.
Με την τηλεόραση βλέπουμε και ακούμε πρόσωπα που βρίσκονται πολύ μακριά. Γνωρίζουμε διάφορες φυλές ανθρώπων και τις εξωτικές τους πατρίδες. Βλέπουμε αρχαιολογικούς χώρους και σύγχρονα έργα τέχνης, καθισμένοι στον καναπέ. Μαθαίνουμε τα διάφορα γεγονότα από τις ειδήσεις τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν. Άπειρα είναι τα πλεονεκτήματα από την ανακάλυψη των ερτζιανών κυμάτων που φέρνουν τη φωνή και την εικόνα στην οθόνη της τηλεόρασης από πολύ μακριά.
Στα παιδιά ιδιαίτερα, αρέσει πολύ να την παρακολουθούν. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Οι σκηνές που παρακολουθούν πολλές φορές προξενούν τρόμο, εξάπτουν τη φαντασία τους επικίνδυνα ή μιμούνται σκηνές φρίκης. Πολλά δυστυχήματα που στοίχισαν τη ζωή ανθρώπων, έχουν προκληθεί επειδή παιδιά μιμήθηκαν τους ήρωες της σκηνής που παρακολούθησαν. Τρομερό!
Μα ακόμα πιο τρομερό είναι η ζημιά που παθαίνουν στο χαρακτήρα τους επειδή μερικοί ασυνείδητοι επιχειρηματίες δε διστάζουν να προβάλλουν «σκουπίδια» και να προσελκύουν ελαφρόμυαλους τηλεθεατές. Μικροί και μεγάλοι καρφωμένοι μπροστά στην τηλεόραση δε συζητούν πια, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους για να βρούνε λύση στα προβλήματα που παρουσιάζονται και να εκφράσουν τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους.


Ο ΚΑΡΟΔΡΟΜΟΣ
Όταν οι παρέες των παιδιών ξεκινούσαμε για το γυμνάσιο, που βρισκόταν στην Κύμη, μπαίναμε στο λεωφορείο τις περισσότερες φορές με φωνές και πειράγματα. Συχνά ο οδηγός έβαζε τις φωνές και μας έκανε παρατηρήσεις με αυστηρό τόνο για να ησυχάσουμε.
Ένας οδηγός όμως από τις Κονίστρες ξεχώριζε και τον αγαπούσαμε πολύ. Ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος και ποτέ δεν μας είχε μαλώσει. Το αυτοκίνητό του ήταν παλιό, μικρό και δεν είχε καμιά σχέση με τα σημερινά λεωφορεία με τα πολλά και αναπαυτικά καθίσματα. Οδηγούσε πολύ σιγά, με υπευθυνότητα για τη ζωή των ανθρώπων που μετέφερε και όταν τον ρωτούσαν «Γιατί μπάρμπα- Γιώργη πηγαίνεις τόσο σιγά;» απαντούσε, «πάω αργά γιατί βιάζομαι», εννοώντας ότι όταν βιάζεται κανείς μπορεί να πάθει ζημιά και να αργήσει περισσότερο.
Και δεν είχε άδικο. Γιατί ο δρόμος ήταν στενός, φτιαγμένος για να περνούν κάρα. Καρόδρομο τον λέγαμε. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα ο δρόμος που περνά μέσα από το χωριό είναι τόσο στενός, που δύσκολα περνούν δύο μεγάλα αυτοκίνητα, χωρίς να γκρεμίσουν τη γωνία κάποιου μπαλκονιού των σπιτιών που είναι πάνω στο δρόμο.
Τώρα ο καρόδρομος είναι ασφαλτοστρωμένος. Τότε όμως ήταν απλώς στρωμένος με πέτρες και τα παιδιά που είχαν πολεμικές διαθέσεις, δεν χρειαζόταν να ψάξουν πολύ να βρούν το όπλο τους. Έσκυβαν κάτω, εκεί μπροστά τους, έπαιρναν μια πέτρα και την πετούσαν στον αντίπαλο που ήταν απέναντι.
Συχνά έβλεπε κανείς παιδιά με δεμένο το κεφάλι. Μια φορά έτυχε να περπατώ στο δρόμο και να βρεθώ κι εγώ στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στους δύο αντιπάλους και καθώς γύρισα να κοιτάξω το παιδί που ήταν αριστερά μου, μου ήρθε η πέτρα που προοριζόταν για τον αντίπαλο. Με χτύπησε στη μύτη που έτρεξε πολύ αίμα και για πολύ καιρό πονούσε και έμοιαζε σαν μελιτζάνα.
Ένας τέτοιος δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος για οδηγούς που έτρεχαν. Γι’ αυτό μερικοί πήγαιναν τόσο σιγά που τα παιδιά έτρεχαν λίγο, έφταναν το αυτοκίνητο και κρεμόντουσαν από πίσω με μαζεμένα τα πόδια. Όταν μετά από μικρή απόσταση τους περνούσε η λαχτάρα, άφηναν πρώτα τα πόδια κάτω τρέχοντας με την ταχύτητα του αυτοκινήτου, μετά τα χέρια και συνέχιζαν για λίγο το τρέξιμο για να μη πέσουν.
Ένας τέτοιος καρόδρομος είχε και λακκούβες. Πολλές φορές γυρίζοντας από το σχολείο, έβλεπα εργάτες να σπάζουν πέτρες με τα χέρια για την επιδιόρθωση του δρόμου. Τότε δεν υπήρχαν κατάλληλα μηχανήματα γιαυτή τη δουλειά. Όλες αυτές οι πέτρες ήταν σπασμένες με τα χέρια των εργατών.
Τις μετέφεραν με τα ζώα από ένα βουνό που βρίσκεται κοντά στις Κονίστρες, την Κολλιαρή και οι περισσότερες είχαν κοκκινωπό χρώμα. Με τέτοιες πέτρες είναι χτισμένες οι προσόψεις όλων των παραδοσιακών σπιτιών των Κονιστρών και των γύρω χωριών.
Τεχνίτες, με το σφυράκι στο χέρι, πελεκούσαν τις μεγάλες πέτρες και μ’ αυτές έφτιαχνα τα «αγκωνάρια». Μεγάλες πέτρες σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, πελεκημένες στο χέρι, με εξαιρετική τέχνη, κάθε μια ξεχωριστό καλλιτέχνημα.
Όπως καταλαβαίνεται για να φτιαχτεί εκείνη την εποχή ένα πέτρινο σπίτι, χρειαζόταν πολύς κόπος, χρόνος και χρήμα.
Αργότερα, πολλοί κάτοικοι για να μοιάζουν τα σπίτια τους με τα σπίτια των πόλεων, σοβάτισαν τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών τους, κρύβοντας την ομορφιά, την τέχνη και το χρώμα των υλικών που ταίριαζαν με το περιβάλλον.
Δεν δίστασαν ακόμα ν’ αλλάξουν την εξωτερική όψη σε μερικά γραφικά εκκλησάκια.
Ευτυχώς όμως τα τελευταία χρόνια άρχισαν να αφαιρούν τα επιχρίσματα και να αναδεικνύεται πάλι η παλιά ομορφιά, αλλά τραυματισμένη.


ΦΤΙΑΧΤΟ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ
Να σου πω ένα παραμύθι;
Η γιαγιά σου αποκοιμήθει.
Να σου πω ακόμη ένα;
Σ’ αποκοίμισε κι εσένα.
Με κάποιο παραμύθι φαίνεται θα είχα αποκοιμηθεί και εγώ όταν ήμουν πολύ μικρή και είδα ένα όνειρο: Κάποιος έτρεχε να με πιάσει για να με βάλει σ’ ένα τσουβάλι. Ευτυχώς που ξύπνησα και γλίτωσα. Πέρασα όμως τόση τρομάρα που ακόμα το θυμάμαι.
Άλλη φορά πάλι είδα στον ύπνο μου ότι έσκαβα λακουβίτσες στην αυλή του σπιτιού μου και μέσα έβρισκα νομίσματα (δραχμές και πενηνταράκια). Ξέρω τι θα μου πείτε τώρα: «όποιος πεινάει καρβέλια βλέπει» και δεν θα έχετε άδικο. Όνειρα έκανα και όταν δεν κοιμόμουν. Κάποια μέρα που βρισκόμουν στο χωράφι σκεφτόμουν «να περνούσε ένα αεροπλάνο και να μου έριχνε μια κούκλα! Μια κούκλα απ’ αυτές που είχαν στις βιτρίνες των καταστημάτων». Ήμουν βέβαιη πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φθάσει στα χέρια μου μια κούκλα. Ήταν βλέπετε κατοχή.
Στην πίσω πλευρά του σπιτιού μας, έμενε με την οικογένειά του ένα μικρό γειτονόπουλο, ο Τασούλης. Πολύ τον αγαπούσα μια και δεν είχα μικρότερα αδέρφια. Ώρες έπαιζα μαζί του. Για να το ευχαριστήσω ήθελα να του κάνω ένα δώρο που να του αρέσει. Πώς όμως που δεν είχα χρήματα; Το παιδικό μου μυαλό άρχισε να δουλεύει. Θα του φτιάξω εγώ ένα καροτσάκι, σκέφτηκα. Μάζεψα όμορφα σανιδάκια από χαλασμένα ξύλινα πατζούρια κι έφτιαξα την καρότσα. Βρήκα άδειες ξύλινες κουβαρίστρες που θα τις έκανα ρόδες και προσπαθούσα ώρες στην αυλή να βρω τρόπο να στερεώσω τις ρόδες στην καρότσα. Μάταια όμως. Το καροτσάκι του Τασούλη θα έμενε ένα απραγματοποίητο όνειρο.
Άλλα παιδιά όμως, αγόρια μεγαλύτερα από μένα, τα κατάφερναν πολύ καλύτερα. Τα πατίνια που τώρα αγοράζουν οι μεγάλοι και κάνουν δώρο στα παιδιά, τότε τα έφτιαχναν μόνα τους.
Μόνα τους τα παιδιά πήγαιναν στο σιδηρουργό και αγόραζαν τα μεταλλικά εξαρτήματα. Κατόπιν στο σπίτι έκοβαν από παλιές τάβλες (σανίδες) τα ξύλινα μέρη και τις ρόδες. Στις ρόδες στερέωναν γύρω γύρω λάστιχο, για να μη κάνουν θόρυβο. Τα συναρμολογούσαν με κέφι, έκαναν μερικές δοκιμαστικές βόλτες και όταν με χαρά διαπίστωναν ότι τα είχαν καταφέρει, ερχόταν η σειρά του βαψίματος. Το χρώμα του; Ότι χρώμα είχε περισσέψει στο σπίτι.
Πολύ συνηθισμένο ήταν τότε τα παιδιά να φτιάχνουν καρότσια με τρεις ρόδες. Μια εμπρός και δύο πίσω. Επάνω στις δύο πίσω ρόδες στερέωναν ένα κασσάκι (ξύλινο κουτί) από λουκούμια αντί για κάθισμα. Καθισμένο το παιδί στο κάθισμα, κρατούσε με τα δυο του χέρια το τιμόνι που ήταν στερεωμένο στην μπροστινή ρόδα και προχωρούσε στην κατηφόρα. Επειδή όμως δεν είχε μηχανή, στο ίσιωμα και στην ανηφόρα χρειαζόταν κάποιος να το σπρώχνει. Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά που με προθυμία έσπρωχναν, για να απολαύσουν και αυτά με τη σειρά τους μια βόλτα με το καρότσι.
Και γέμιζε ο κεντρικός δρόμος του χωριού, που τότε σπάνια περνούσε αυτοκίνητο, με καρότσια που κανένα δεν έμοιαζε με το άλλο, μια και δεν είχαν βγει από το ίδιο εργοστάσιο. Και χάλαγε ο κόσμος από το θόρυβο που έκαναν στον καρόδρομο οι ξύλινες ρόδες και τα χαρούμενα ξεφωνητά των παιδιών.
Η χαρά της δημιουργίας σε όλο της το μεγαλείο.
Θυμήθηκα τώρα τη μητέρα που μας παρακινούσε πάντοτε να δουλεύουμε, όταν παραπονιόμασταν για κάποια αποτυχία λέγοντάς μας: «άδικα δούλευε άδικα μην κάθεσαι» και όταν ζητούσαμε κάποια βοήθεια μας έλεγε: « Μη ζητάς από τους άλλους, ότι μπορείς να κάνεις μόνος σου ».
Κάποτε στα χέρια των αδελφών μου έπεσε ένα χαλασμένο ποδήλατο. Δώστου από δω, δώστου από κει, κατάφεραν και το διόρθωσαν. Δεν είχαν όμως λάστιχα για τις ρόδες. Τι έκαναν λοιπόν. Από παλιές σαμπρέλες αυτοκινήτων που βρήκαν πεταγμένες, έκοψαν πολλά ισομεγέθη κυκλικά κομμάτια και τα έδεσαν με σύρμα στους τροχούς του ποδηλάτου. Έτσι το ποδήλατο είχε συμπαγή λάστιχα στους τροχούς του. Η χαρά τους ήταν μεγαλύτερη τώρα, παρά αν κάποιος τους χάριζε ποδήλατο με όλα του τα εξαρτήματα από την αρχή. Τη χαρά τους συμμεριζόμουν κι εγώ, αλλά όταν ανέβαινα στο ποδήλατο για να κάνω μια βόλτα στην αυλή, χρειαζόμουν άλλους δύο βοηθούς. Ένας για να κρατάει το τιμόνι και ο άλλος εμένα.


ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ
Παππού και γιαγιά δεν είχα γνωρίσει. Ήμουν η μικρότερη και δεν τους πρόφθασα. Είχαν φύγει για τον άλλο κόσμο. Ζήλευα όταν άκουγα άλλα παιδιά να μιλούν για τον παππού και τη γιαγιά και κοιτούσα τις λιγοστές φωτογραφίες προσπαθώντας να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς.
Ο παππούς από τη μητέρα μου φορούσε βράκες κι ένα χαρακτηριστικό σκουφάκι στο κεφάλι, όπως όλοι οι νησιώτες. Εγώ μόνο έναν θυμάμαι που φορούσε βράκες, τον αδερφό του παππού μου τον μπάρμπα-Θανάση με μια πελώρια μπλε βράκα. Ο παππούς αυτός λεγόταν Ψυχογιός, γιατί τον πατέρα του τον είχε πάρει κάποιος ψυχογιό, τον είχε υιοθετήσει δηλαδή.
Ο παππούς ο Λιάπης πήρε αυτό το επίθετο γιατί ένας από τους παππούδες του είχε έρθει από τη βόρειο Ήπειρο, φορώντας λιάπικα ρούχα, δηλαδή φουστανέλα. Ο παππούς αυτός ήταν αγροφύλακας στο Καδίτικο βουνό. Όταν παρουσιαζόταν λύκος κοντά του, έδενε στο ζωνάρι του ένα ελοτόκαρφο (ξύλο από έλατο) και το γύριζε με δύναμη στον αέρα τόσο γρήγορα, που σφύριζε σχίζοντας τον αέρα και τρόμαζε τον λύκο που έφευγε μακριά φοβισμένος.
Η γυναίκα του, που θα πρέπει να ήταν και αυτή πολύ εργατική, πήγαινε και εκείνη στο βουνό και καλλιεργούσε μόνη της ένα μεγάλο κομμάτι γης που σήμερα έχει γίνει πάλι δάσος και μέχρι τώρα η περιοχή ονομάζεται «της Λιάπαινας».


ΤΑ ΚΟΥΜΙΩΤΙΚΑ

Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες φορούσαν «κουμιώτικα» ρούχα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, σιγά σιγά λιγόστευαν. Όταν έφυγε η μητέρα μου από τον κόσμο, το 1990, εξέλειπε από το χωριό μας και η τελευταία κουμιώτικη ενδυμασία που ήταν όμως πολύ πιο απλή από την πραγματική κουμιώτικη φορεσιά που φύλαγε με ιδιαίτερη φροντίδα η μητέρα στην κασέλα.
Το αραχνοΰφαντο λευκό πουκάμισο με τα φαρδιά ολοκέντητα μανίκια, το είχαν υφάνει στον αργαλειό οι κοπέλες της εποχής εκείνης από μεταξωτή κλωστή που έφτιαχναν μόνες τους, από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα.
Μόνες τους επίσης το είχαν ράψει στο χέρι, με εξαιρετική τέχνη, γιατί τότε δεν υπήρχε ραπτομηχανή.
Το ζωηρόχρωμο λεπτό ύφασμα για το φουστάνι που είχε πολλές σούρες το είχαν φέρει από την Πόλη (Κωνσταντινούπολη).Το ίδιο και το σκούρο ύφασμα για το εφαρμοστό ζιπούνι.
Αυτό ήταν ένα πολύ κοντό και εφαρμοστό ολοκέντητο ζακετάκι ραμμένο στο χέρι με ψιλή βελονιά. Τη φορεσιά συμπλήρωνε το τσεμπέρι, η κλαρωτή μαντίλα στο κεφάλι. Γύρω γύρω στην μαντίλα έραβαν ένα είδος πολύχρωμης δαντέλας με γλωσσίτσες που τις έλεγαν «πούλιες». Τις πούλιες τις έφτιαχναν μόνες τους με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές που ήτα τυλιγμένες σε μικρά σκαλισμένα ξυλάκια που τα έλεγαν κοπανέλια.
Με μια όμορφη χρωματιστή κορδέλα έπλεκαν τα μαλλιά τους δύο μακριές κοτσίδες που τις είχαν ριγμένες στην πλάτη.
Η φορεσιά αυτή σπάνια έβγαινε από την κασέλα, για να φορεθεί στις παρελάσεις των εθνικών γιορτών.
Η μητέρα την φύλαγε με ιδιαίτερη φροντίδα γιατί την είχε πρωτοφορέσει η γιαγιά της γιαγιάς της, την ημέρα του γάμου της. Οι γονείς της την είχαν παντρέψει όταν ήταν δώδεκα χρονών, από φόβο μήπως την πάρουν οι Τούρκοι στο χαρέμι τους, επειδή ήταν όμορφη.
Η επίσημη γνήσια κουμιώτικη φορεσιά φοριόταν από μερικές γυναίκες μέχρι το 1944 νομίζω, γιατί όταν πήγα πρώτη φορά στο γυμνάσιο της Κύμης θυμάμαι ότι τις Κυριακές, έβλεπα μερικές γυναίκες να πηγαίνουν στην εκκλησία με αυτή τη στολή.
Η καθημερινή τους όμως φορεσιά ήταν το σκουρόχρωμο μπλε ή λαδί φόρεμα με τις «ντούλες». Πολλά μέτρα κολλαρισμένο χασέ δηλαδή, με πολύ μικρές πιετούλες που τις έφτιαχναν σέρνοντας το νύχι από το μεγάλο δάχτυλο σε όλο το φάρδος του υφάσματος, τσακίζοντάς το, όπως κάνουμε μερικές φορές για να τσακίσουμε σε ίσια γραμμή ένα διπλωμένο χαρτί.
Είχε τόσα πολλά μέτρα ύφασμα κάθε φουστάνι, που η μητέρα μου στην κατοχή ξήλωσε ένα τέτοιο και έραψε πολλά άλλα πιο στενά.
Αργότερα η επίσημη φορεσιά της κουμιώτισσας ήταν το μακρύ μαύρο φόρεμα, η μαύρη πόλκα που αντικατέστησε το ζιπούνι, η κίτρινη ή λαδί μαντίλα στο κεφάλι και η χρωματιστή κορδέλα στις μακριές κοτσίδες. Τα παπούτσια ήταν μαύρα και οι κάλτσες χρωματιστές. Όταν είχαν πένθος, η μαντίλα, οι κορδέλα και οι κάλτσες ήταν μαύρες.


ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ
Τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι, πολλές φορές η μητέρα σκέπαζε στη ανθρακιά αυγά από τις κότες μας για να ψηθούν, ενώ συγχρόνως έλεγε και το όνομα του παιδιού για το οποίο προοριζόταν το αυγό. «Αυτό για το Γιώργο, αυτό για τον Αριστείδη…» και συνέχιζε λέγοντας τα ονόματα των παιδιών που θα έτρωγαν τ’ αυγά. Μερικές φορές τα αυγά έσκαζαν με κρότο και το περιεχόμενό τους εκτιναζόταν στις στάχτες της παραστίας (του τζακιού). Αυτός του οποίου έσκαζε το αυγό, λέγαμε ότι είναι κακός. Και όσο μεγαλύτερος ήταν ο κρότος, τόσο πιο κακός ήταν.
Και γελούσαμε όλοι με την καρδιά μας, ενώ η μητέρα έτρεχε να φέρει άλλο αυγό που συνήθως δεν έσκαζε γιατί φρόντιζε να το βάλει λίγο πιο μακριά απ’ τ’ αναμμένα ξύλα.
Δυσκολεύουν τη ζωή τους όσοι πιστεύουν στις προλήψεις που δεν είναι λίγες, άλλες για γέλια και άλλες για κλάματα. Αναφέρω μερικές παρακάτω.
• Το λάλημα της κουκουβάγιας τη νύχτα, σήμαινε ότι κάποιος θα πεθάνει. Υπάρχει όμως εξήγηση. Εκείνα το χρόνια δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και τη νύχτα όλο το χωριό ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Το μόνο φωτισμένο παράθυρο ήταν του ετοιμοθάνατου που τον ξενυχτούσαν. Η κουκουβάγια βλέποντας το φως πήγαινε εκεί κοντά και άρχιζε να φωνάζει. Όταν πέθαινε ο άνθρωπος έλεγαν ότι το είχαν προβλέψει γιατί τη νύχτα λαλούσε η κουκουβάγια.
• Όταν άκουγαν καμιά κότα να μη κακαρίζει όμορφα, καθαρά, αλλά βραχνά, έλεγαν: «Το κεφάλι σου να φάεις» και πολλές φορές έσφαζαν την κότα για να μην πεθάνει κάποιος από τους δικούς τους.
• Όταν έβλεπαν μαύρη γάτα το είχαν σε κακό.
• Την Τρίτη δεν άρχιζαν δουλειά, γιατί δε θα πήγαινε καλά. Την Τρίτη τη θεωρούσαν καταραμένη μέρα γιατί Τρίτη έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης.
• Ήταν κακό να παντρευτούν δύο αδέρφια την ίδια χρονιά, εκτός και αν έκαναν το γάμο την ίδια μέρα. Αυτό εξηγείται από το εξής: Δύσκολα θα μπορούσε μια οικογένεια ν’ αντέξει τα έξοδα δύο γάμων μέσα στην ίδια χρονιά.
• Ήταν κακό να γίνει γάμος σε δίσεκτο χρόνο.
• Όταν κάποιος έφευγε ταξίδι οι άνθρωποι του σπιτιού του δεν έπιαναν σκούπα να σκουπίσουν. Διαφορετικά ο άνθρωπός τους δεν θα ξαναγύριζε πίσω.
• Όταν κάποιο παιδάκι που είχε μάθει να περπατά έπεφτε στο πάτωμα και μπουσουλούσε, το ρωτούσαν «πάεις ή έρχεσαι;». Αν απαντούσε «πάω» πίστευαν ότι κάποιος από τους ανθρώπους του σπιτιού θα ξενιτευόταν. Αν έλεγε «έρχομαι», κάποιος θα επέστρεφε.
Όταν θέλαμε να κάνουμε επίσκεψη σε σπίτι προληπτικών λέγαμε «αυτοί ξετάζουν» και προσέχαμε με ποιο πόδι θα μπούμε στο σπίτι και τι ευχές θα λέγαμε.
Αν πηγαίναμε επίσκεψη σε νεογέννητο εκτός από τις συνηθισμένες ευχές έπρεπε να φτύσουμε το μωρό και να πούμε «φτου να μη βασκαθεί». Σκεφθείτε τώρα όλες τις γριές του χωριού να φτύνουν πάνω από το μωρό.
Έπρεπε ακόμα να φτύνουμε και ότι καλό μας έδειχναν. Αν θαυμάζαμε κάτι και δεν λέγαμε «φτου να μη βασκαθεί» και τύχαινε να πάει κάτι στραβά σ’ αυτό το σπίτι, οι νοικοκυραίοι έλεγαν με παράπονο: «Μας μάτιασε ο τάδε. Είδε τα καλά και δεν τα ‘φτυσε». Δυστυχώς ακόμα και σήμερα μορφωμένοι άνθρωποι πιστεύουν στο μάτιασμα.
Όταν κάποιος δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο της αδιαθεσίας του, της δυσθυμίας του, ή αν κάτι δεν του πήγαινε καλά στις δουλειές του, έτρεχε σε μερικά άτομα που ήξεραν να ξεματιάζουν, συνήθως γυναίκες, χωρίς να αποκλείονται και άντρες.
Η ξεμματιάστρα έφερνε μπροστά στον ματιασμένο ένα ποτηράκι με νερό και λέγοντας κάποια λόγια, έριχνε μερικές σταγόνες λάδι μέσα. Δεν ξέρω πως γινόταν η διάγνωση και με σοβαρό ύφος έλεγε «πω πω! σε ρούφηξε! Στάσου να σε ξεματιάσω». Έλεγε ξανά κάτι λόγια και ο πρώην ματιασμένος έφευγε ξαλαφρωμένος.
Το μάτιασμα είναι η αρχαία βασκανία που πίστευαν πολλοί λαοί, μεταξύ των οποίων και οι αρχαίοι Έλληνες. Πολλοί για να προφυλάξουν τα παιδιά τους από το «κακό μάτι», κρεμούσαν πάνω τους μπλε χάντρα γιατί πίστευαν ότι το μπλε χρώμα θα προστάτευε το παιδί τους από τη βασκανία.


ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Μέχρι τώρα αναφέραμε πολλά στοιχεία από την ελληνική παράδοση. Τα παρακάτω παραμύθια είναι και αυτά στοιχεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και νομίζω ότι θα τα διαβάσετε με ευχαρίστηση.

Το Πατσό
(λαϊκό)

Μια φορά κι έναν καιρό μια μάνα έστειλε το γιο της να πάει να πλύνει ένα πατσό στη θάλασσα για να το μαγειρέψει. Πατσό λέμε το στομάχι του ζώου. Πήρε λοιπόν το παλικαράκι το πατσό που ήταν γεμάτο από μισοχωνεμένες τροφές και ακαθαρσίες. Το έριξε στη θάλασσα και το έπλενε, αλλά όσο και αν το έπλενε πάλι είχε αμφιβολία μήπως δεν είναι πλυμένο.
Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι, είδε ένα καράβι να περνά. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και άρχισε να φωνάζει δυνατά : «Ε από το καράβι! Ε από το καράβι!». Ο καραβοκύρης που άκουσε τις φωνές πλησίασε με το καράβι και τον ρώτησε: «Τι θέλεις; Γιατί φωνάζεις;»
-«Θέλου να μου πείτε αν είναι καθαρό το πατσό» απάντησε εκείνος. Βγαίνει έξω ο καραβοκύρης, του έδωσε της χρονιάς του και του είπε :
-«Άλλη φορά να λες: Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου, ούτε πουλί πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου»!
Ο νέος με το πλυμένο πατσό στο χέρι, πήρε το δρόμο του γυρισμού, ενώ σιγοψιθύριζε τα λόγια που του είπαν ότι έπρεπε να λέει.
Ξαφνικά είδε μπροστά του ένα κυνηγό. Βάζει σε εφαρμογή τη συμβουλή του καραβοκύρη και λέει: «Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου, ούτε πουλί πετούμενο να μη βρεθεί μπροστά σου». Τρέχει ο κυνηγός, τον αρπάζει του δίνει ένα χεράκι ξύλο και του λέει:
-«Μην το ξαναπείς αυτό».
-«Μη τι να λέου», ρωτά ο νέος.
-Να λες: «Πέντε-πέντε την ημέρα, δεκαοχτώ την εβδομάδα».
Έξω από το χωριό συνάντησε κόσμο που συνόδευε έναν νεκρό στο νεκροταφείο. Στέκεται στην άκρη του δρόμου και φωνάζει: «Πέντε-πέντε την ημέρα, δεκαοχτώ την εβδομάδα». Τον πιάνουν πάλι του δίνουν ξύλο και του λένε:
-«Μην το ξαναπείς αυτό».
-«Μη τι να λέου», ρωτά ο νέος.
-«Να λες: Θεός σχωρέσει. Θεός σχωρέσει».
Προχωρώντας συνάντησε ένα γάμο και τους λέει; «Θεός σχωρέσει. Θεός σχωρέσει». Τον πιάνουν στο ξύλο και του λένε: «καλορίζικα» να λες.
Σε μια άκρη του δρόμου , πίσω από ένα θάμνο βλέπει κάποιον που έκανε την ανάγκη του. «Καλορίζικα»του λέει. Σηκώνεται ο άνθρωπος του δίνει μερικές ξυλιές και του λέει:
-Μη ξαναπείς έτσι.
-«Μη τι να λέου», ρωτά ο νέος.
-«Μπούφου βρώμα και να φεύγεις». Προχωρώντας είπε αυτά τα λόγια σε κάποιον που θυμιάτιζε και αφού τις έφαγε πάλι, έμαθε ότι πρέπει να λέει «Ευφράνθει (ευχαριστήθη) η καρδία μου».
Σε λίγο συναντά δυο χωρικούς που είχαν πιαστεί στα χέρια και μάλωναν. Κοιτάζοντάς τους λέει: «Ευφράνθει η καρδία μου». Αφήνουν τον καυγά οι χωρικοί, ξεσπάνε επάνω του και του λένε: Έπρεπε να λες: «Αγάπη αδέρφια» και να πας να τους χωρίσεις.
Έξω από το σπίτι του βλέπει δυο σκυλιά που μάλωναν. «Αγάπη αδέρφια» φωνάζει και τρέχει να τα χωρίσει. Ο ένας σκύλος όμως του αρπάζει το πατσό από τα χέρια και το βάζει στα πόδια.
Όταν πήγε σπίτι του χωρίς το πατσό, τις έφαγε και από τη μάνα του ο καημένος.

Το Αθάνατο νερό
Μια φορά κι έναν καιρό ο βασιλιάς σε μια μακρινή χώρα αρρώστησε βαριά. Οι τρεις γιοι του μ’ όλη τη μεγάλη φροντίδα δεν μπορούσαν να τον κάνουν καλά. Φώναξαν τους πιο ξακουστούς γιατρούς απ’ όλη τη χώρα, μα η κατάστασή του κάθε μέρα και χειροτέρευε. Ένα πρωί, καθώς κάθονταν κι οι τρεις λυπημένοι με το κεφάλι στηριγμένο στα δυο τους γόνατα, είδαν να σταματά μπροστά τους ένα γεροντάκι.
«Τι έχετε, καλά μου Βασιλόπουλα, κι είστε τόσο λυπημένα;» τους ρώτησε με συμπόνια.
«Ο πατέρας μας είναι βαριά άρρωστος», είπε το μεγαλύτερο «και τίποτε δεν μπορεί να τον σώσει.»
«Τον αγαπάτε πολύ τον πατέρα σας;»
«Θα κάναμε το κάθε τι», είπε το μικρότερο βασιλόπουλο, «για να τον σώσουμε.»
«Ξέρω κάτι που θα τον κάνει καλά, μα είναι πολύ δύσκολο», είπε το γεροντάκι.
«Πες μας το», είπαν και τα τρία μαζί «και θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά.»
«Το αθάνατο νερό. Αν μπορείτε να το βρείτε, να το φέρετε στο παλάτι και να το πιει ο πατέρας σας, θα γίνει καλά.»
Έτρεξε ο μεγαλύτερος γιος στο κρεβάτι του άρρωστου πατέρα. Του ζήτησε την άδεια να πάει να φέρει το Αθάνατο νερό, γιατί μόνον αυτό θα τον έσωζε. Ο βασιλιάς συγκινήθηκε από την τόση αγάπη των παιδιών του.
«Άδικα θα κινδυνέψεις, παιδί μου», του είπε. «Και δε θα το βρεις. Προτιμώ να πεθάνω.»
Ο γιος όμως επέμενε. Πήρε την ευχή του πατέρα του και ξεκίνησε για το άγνωστο.
Στο δρόμο καθώς πήγαινε, συνάντησε ένα νάνο.
«Πού πας, καλό μου βασιλόπουλο;» τον ρώτησε ο νάνος.
«Λογαριασμό θα σου δώσω;» απάντησε περήφανα το παλικάρι. Κέντησε το άλογό του κι απομακρύνθηκε. Ο νάνος θύμωσε με την άπρεπη συμπεριφορά του νέου και ξεστόμισε κάτι σαν κατάρα; Το άλογο του βασιλόπουλου μπήκε τρέχοντας σε ένα φαράγγι. Τα βουνά του όλο και στένευαν ώσπου κλείστηκε και δεν μπορούσε ούτε μπρος να πάει, ούτε πίσω.
Σε λίγες μέρες παρουσιάστηκε στο βασιλιά ο δεύτερος γιος και του ζήτησε την άδεια να πάει να βρει τον αδελφό του και να φέρει αυτός το αθάνατο νερό.
Μα κι ο δεύτερος είχε την ίδια τύχη. Περιφρόνησε το νάνο και κλείστηκε κι αυτός στο δρόμο του, σφηνωμένος ανάμεσα σε δύο πελώριους βράχους.
Ο τρίτος και μικρότερος γιος πήρε τέλος κι αυτός την άδεια να πάει να βρει τα δυο του αδέλφια και να φέρει στον πατέρα το αθάνατο νερό.
Στο δρόμο του συνάντησε το νάνο, που τον ρώτησε.
«Πού πάς, νεαρέ μου;»
«Πάω» απάντησε το βασιλόπουλο «να βρω το αθάνατο νερό, να το φέρω στον πατέρα μου, που είναι βαριά άρρωστος.»
«Και ξέρεις που θα το βρεις;»
«Όχι, καλέ μου άνθρωπε. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;»
«Θα σε βοηθήσω, καλό μου παιδί, γιατί βλέπω, πώς είσαι ευγενικό και δε μοιάζεις με τ' αδέλφια σου. «Το Αθάνατο Νερό αναβλύζει από μια πηγή στον κήπο, σ' ένα παλάτι μαγεμένο. Είναι αδύνατο να μπεις μέσα. Πάρε όμως αυτή τη σιδερένια βέργα κι αυτά τα δυο καρβέλια ψωμί. Όταν φτάσεις στη σιδερένια πύλη του παλατιού θα κτυπήσεις με τη βέργα τρεις φορές κι αυτή θα ανοίξει μόνη της. Θα προχωρήσεις στην αυλή και θα συναντήσεις δυο λιοντάρια. Θα τους ρίξεις το ψωμί και δε θα σε πειράξουν. Θα τρέξεις στην πηγή θα πάρεις το Αθάνατο Νερό. Μα πρέπει να βγεις από την πύλη τού παλατιού, προτού το ρολόι κτυπήσει δώδεκα. Αν δεν προλάβεις θα κλειστείς για πάντα μέσα στο παλάτι.»
Το βασιλόπουλο ευχαρίστησε τον ευγενικό νάνο και χάθηκε καλπάζοντας στο βάθος του δρόμου, που του είχε δείξει.
Έφτασε στο μαγικό παλάτι. Κτύπησε τρεις φορές με το σιδερένιο ραβδί κι η πύλη άνοιξε μόνη της. Έριξε στα λιοντάρια τα δυο καρβέλια ψωμί κι αυτά τον άφησαν και πέρασε. Προχωρώντας είδε, δεξιά κι αριστερά, μαρμαρωμένα βασιλόπουλα. Έφτασε σε μια μεγάλη κρυστάλλινη αίθουσα. Στο βάθος σε μια χρυσή πολυθρόνα κάθονταν μια πεντάμορφη βασιλοπούλα. Μόλις είδε το βασιλόπουλο σηκώθηκε κι έτρεξε χαρούμενη κοντά του.
«Χρόνια σε περίμενα», του είπε με χαμόγελο. «Συ θα είσαι ο άντρας μου. Θα έλθεις να με πάρεις μετά από ένα χρόνο. Πήγαινε τώρα στο βάθος του κήπου. Εκεί είναι ή βρύση. Πάρε τ’ Αθάνατο Νερό για τον πατέρα σου σ’ αυτό εδώ το σταμνάκι. Και κοίταξε να προλάβεις να φύγεις πριν από τις δώδεκα.»
Το παιδί ευτυχισμένο πήρε τ’ Αθάνατο Νερό κι έτρεξε στην Πύλη. Κείνη την ώρα το ρολόι του παλατιού κτυπούσε δώδεκα. Μόλις και πρόλαβε να περάσει. Η πόρτα του ’κλεισε με δύναμη τη φτέρνα και του την έκοψε. Στο δρόμο επιστρέφοντας συνάντησε πάλι στο ίδιο μέρος το νάνο.
«Κέρδισες τα αδύνατα», του είπε.
«Χάρις σε σένα, καλέ μου φίλε», είπε το βασιλόπουλο.
«Είσαι παιδί με καλοσύνη», είπε ο νάνος. «Πάρε αυτό το σπαθί κι αυτό το ψωμί. Με το σπαθί αυτό θα είσαι πάντα αήττητος. Το ψωμί αυτό θα τρέφει ολόκληρο λαό και πάλι δε θα τελειώνει.»
Το βασιλόπουλο ευχαρίστησε με δάκρυα ευγνωμοσύνης τον καλό νάνο και του είπε.
«Μήπως ξέρεις πού είναι τ’ αδέλφια μου; Πολύ θα ήθελα να τα εύρισκα. Ο Πατέρας μου θα λυπηθεί, αν επιστρέψω χωρίς αυτά στο παλάτι.»
«Θα σε βοηθήσω να λευτερωθούν, από τη χαράδρα εκείνη που είναι σφηνωμένα. Μα πρόσεξε. Είναι κακοί άνθρωποι και θα σου κάνουν κακό. Για το χατίρι σου θα τους λευτερώσω.»
Σε λίγο τ’ αδέλφια λευτερώθηκαν κι οι τρεις μαζί κίνησαν για τον πατέρα τους. Στο δρόμο ο μικρότερος τους ιστόρησε, πως βρήκε το αθάνατο νερό και πως η βασιλοπούλα του μαγεμένου παλατιού τον περιμένει να πάει σ’ ένα χρόνο να την πάρει.
Στο δρόμο συνάντησαν πολλά εμπόδια. Μα με τη δύναμη του μαγεμένου σπαθιού, που είχε χαρίσει ο νάνος στο μικρό βασιλόπουλο, νικούσαν και διασκόρπιζαν εχθρούς, ληστές κι άγρια θηρία. Πέρασαν από μια πολιτεία, που τη θέριζε η πείνα. Το καλό βασιλόπουλο με το άσωστο ψωμί έθρεψε κι εχόρτασε τους πεινασμένους κατοίκους της.
Κουρασμένοι τη νύκτα έπεσαν να κοιμηθούν κοντά σε μια ακροθαλασσιά.
Το μικρό πριγκιπόπουλο αποκοιμήθηκε εύκολα. Οι δυο αδελφοί όμως ήσαν ξάγρυπνοι και συνεννοήθηκαν. Πήραν το σταμνάκι με τ’ Αθάνατο Νερό το άδειασαν σε δικό τους δοχείο και το γέμισαν κατόπιν με θαλασσινό νερό.
Την άλλη μέρα έφτασαν στην πολιτεία. Χαρούμενο το βασιλόπουλο έτρεξε στον πατέρα του και του έβαλε στο χρυσό του κύπελλο αθάνατο νερό. Αλλά ο πατέρας αντί να γιάνει χειροτέρεψε. Τότε παρουσιάστηκαν τα άλλα δυο αδέλφια και είπαν στον πατέρα τους.
«Ο αδελφός μας σε γέλασε. Σου έδωκε νερό που θα σου έκανε κακό. Πιες το αληθινό Αθάνατο Νερό πού εμείς σου φέραμε». Ο πατέρας πράγματι, μόλις ήπιε το νερό, ξανάνιωσε κι έγινε γερός και δυνατός.
Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε πολύ με το μικρό του γιο. Θύμωσε και δεν ήθελε να τον δει ποτέ πια μπροστά του. Κάλεσε έναν αξιωματούχο του παλατιού και του είπε.
«Θα πάρεις το γιο μου και θα τον πάς μακριά σε ένα πυκνό δάσος σε σημείο που να μη μπορεί πια να ξαναγυρίσει.»
Το βασιλόπουλο περιπλανιόταν μήνες στο δάσος. Ζούσε κυνηγώντας.
Ο πατέρας όμως σαν πέρασε ο πρώτος του θυμός και βλέποντας την όλη διαγωγή των δυο γιων του, άρχισε να συλλογίζεται μήπως κι αδίκησε το μικρό του παιδί. Η αμφιβολία τον κατάτρωγε.
Σαν πέρασε ένας χρόνος, ο πρώτος γιος του βασιλιά θυμήθηκε, πως μπορούσε να πάει στο μαγεμένο παλάτι και να πάρει αυτός την όμορφη βασιλοπούλα.
Φτάνοντας όμως εκεί η σιδερένια πόρτα δεν άνοιξε, γιατί ή βασιλοπούλα από μέσα είχε ορίσει να μην ανοίξει παρά μόνο στο καλόψυχο κι αληθινό βασιλόπουλο που περίμενε. Άπρακτος λοιπόν γύρισε πίσω. Το ίδιο και ο δεύτερος.
Το τρίτο και καλό βασιλόπουλο πού περιπλανιόταν στο δάσος θυμήθηκε, πως ήταν καιρός να πάει στο μαγεμένο παλάτι. Καβαλίκεψε το άλογό του, που του είχε αφήσει ο αξιωματούχος του παλατιού, σαν μοναδικό δώρο και κίνησε για το παλάτι.
Μόλις έφτασε η σιδερένια πόρτα άνοιξε μόνη της. Τα λιοντάρια υποκλίθηκαν στο πέρασμα του. Τα μαρμαρωμένα παλικάρια ξαναπήραν με το χαμόγελο του και πάλι ζωή.
Στην είσοδο τού παλατιού η βασιλοπούλα λαμποκοπώντας από ευτυχία τον υποδέχτηκε ολόχαρη.
«Είσαι ο σωτήρας που χρόνια περίμενα. Είσαι το βασιλόπουλο με τη χρυσή καρδιά. Συ θα είσαι ο άντρας μου. Όλα τούτα τα πλούτη είναι δικά σου. Πήγαινε όμως πρώτα στον πατέρα σου. Μετάνιωσε για τον τρόπο πού σε έδιωξε. Πάρε την ευχή του και γύρισε για να γίνουν οι γάμοι μας.»
Το βασιλόπουλο ευτυχισμένο καβάλησε στο πιστό του άλογο και πετώντας έφτασε στο παλάτι. Διηγήθηκε στον πατέρα του όλη την αλήθεια. Του είπε, πως βρήκε τ’ αθάνατο νερό και πως τ’ αδέλφια του του το πήραν στον ύπνο του. Ο πατέρας του τον έσφιξε στην αγκαλιά του, κλαίγοντας από χαρά. Ζήτησε να τιμωρήσει τους δυο κακούς γιους. Μα αυτοί είχαν μάθει την επιστροφή του μικρού αδελφού. Φρόντισαν κι έφυγαν κρυφά σε χώρες μακρινές. Κανένας ποτέ δεν έμαθε γι αυτούς.
Το βασιλόπουλο, με την ευχή του πατέρα του, παντρεύτηκε την όμορφη βασιλοπούλα. Έζησαν ευτυχισμένοι, σκορπίζοντας αγάπη και καλοσύνη στο λαό τους ως τα βαθιά τους γεράματα.


ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Αυτά και πολλά άλλα παραμύθια άκουγαν τα παιδιά της εποχής μου μέσα στο σπίτι τους. Πολλές φορές μας έλεγαν μικρές ιστορίες των γύρω χωριών με τη χαρακτηριστική προφορά τους.
Ένα παιδί μετά το όργωμα, έκρυψε το υνί σ’ ένα θάμνο, για να το βρουν την επόμενη και να συνεχίσουν το όργωμα μαζί με τον πατέρα του. Τη στιγμή που το έκρυβε, φωνάζει με όλη του τη δύναμη στον πατέρα του: «Πατέρα! Δω το κρύβου το υνί». «Σιγά. Μη φωνάζεις» του λέει ο πατέρας του. Προφανώς για να μην το ακούσουν οι γείτονες.
Την επόμενη το παιδί πήγε να φέρει το υνί για να συνεχίσουν το όργωμα αλλά δεν το βρήκε. Τρέχει κοντά στον πατέρα του και του λέει ψιθυριστά: «Πατέρα το κλέψανε το υνί».


Κάποτε ένας κάτοικος διπλανού χωριού, πήγε το βράδυ να πάρει νερό από το πηγάδι. Βλέπει μέσα στο νερό το φεγγάρι και βάζει τις φωνές: «Ο φέγγος έπεσε στο πηγάδι, ο φέγγος έπεσε στο πηγάδι». Πλησιάζουν κάποιοι και αφού βεβαιώθηκαν με τα μάτια τους ότι το φεγγάρι ήταν μέσα στο πηγάδι, «Να τον βγάλουμε» λένε. Κάποιος έτρεξε κι έφερε ένα τσιγκέλι απ’ αυτά που ρίχνουν στο πηγάδι για να πιάσουν τον κουβά όταν πέφτει μέσα από απροσεξία. Ρίχνουν μέσα το τσιγκέλι και προσπαθούσαν να πιάσουν το φεγγάρι. Σε μια στιγμή δοκίμασαν να τραβήξουν το σχοινί μα το τσιγκέλι δεν ερχόταν πάνω. «Είναι πολύ βαρύ» είπαν, «ελάτε όλοι να βοηθήσετε». Τρέχουν κι άλλοι και τραβούσαν με όλη τους τη δύναμη. Ξαφνικά το σχοινί σπάει και πέφτουν όλοι ανάσκελα δίπλα στο πηγάδι. Τότε όλοι μαζί με μια φωνή λένε: «Νάτος ο φέγγος, νάτος ο φέγγος!» δείχνοντας όλοι με το χέρι τους το φεγγάρι που έλαμπε στον ουρανό.
Δεν είχαν καταλάβει οι δόλιοι, ότι μέσα στο πηγάδι καθρεφτιζόταν το φεγγάρι και προσπαθούσαν να βγάλουν το είδωλό του, όταν τραβούσαν το σχοινί που είχε σκαλώσει σε κάποια πέτρα στον τοίχο του πηγαδιού. Από τότε τους κατοίκους αυτού του χωριού τους έλεγαν φεγγαράδες.

Όταν έβλεπαν μια λαίμαργη μάνα μιλούσαν για κάποια που ούτε το παιδί της δε λογάριαζε μπροστά στο φαγητό και όταν το έχασε έλεγε:
Είχα το παιδάτσι μου, είχα τη ζωίτσα μου.
Έψηνά του πέντ’ αυγά, έτρωγα τα τέσσερα
τσ' από τα’ άλλο το μισό.


Η ΓΙΑΓΙΑ

Οι γιαγιάδες τότε έμεναν με την οικογένεια του παιδιού τους, κοντά στα μικρά εγγονάκια που τα αγαπούσαν πολύ. Ίσχυε γι’ αυτές στην κυριολεξία η φράση που λένε για να εκφράσουν την αγάπη κάποιου προσώπου σε κάποιο άλλο: «Βγάζει τη μπουκιά από το στόμα του για να του τη δώσει».
Οι γιαγιά, από αγάπη στο εγγονάκι που δεν είχε βγάλει ακόμα δοντάκια, συνήθιζε (αν τύχαινε να έχει μερικά γερά δόντια) να μασά εκείνη την τροφή, κυρίως στραγάλια και μασημένη την έβγαζε από το στόμα της και την έβαζε στο στόμα του παιδιού. Το μωρό την κοίταζε με ευχαρίστηση και με τα μάτια, τις κινήσεις και την έκφρασή του, της ζητούσε κι άλλο.
Κι εκείνη δεν του χαλούσε χατίρι.
Τα σχόλια δικά σας.
ΤΑ ΤΑΧΤΑΡΙΣΜΑΤΑ
Όσες ώρες η μάνα ήταν απασχολημένη μέσα ή έξω από το σπίτι, η γιαγιά κρατούσε το μωρό. Όταν αυτό ήταν ανήσυχο, η γιαγιά είχε τον τρόπο να του φτιάχνει το κέφι. Καθιστή, έπαιρνε το μωρό όρθιο στα γόνατά της. Με τα δυο της χέρια ανεβοκατέβαζε το μωρό στο ρυθμό που είχαν τα μικρά τραγουδάκια που του έλεγε, τα ταχταρίσματα. Όταν η γιαγιά σταματούσε για να ξεκουράσει για λίγο τα χέρια της, εκείνο τέντωνε και λύγιζε τα ποδαράκια του για να της δείξει ότι έπρεπε να συνεχίσει. Κι εκείνη όση κούραση κι αν είχαν τα χέρια της, συνέχιζε τραγουδώντας.

Το παιδί θέλει χορό, τα βιολιά δεν είναι ‘δω.
Ποιος πηγαίνει να τα φέρει;
Δυο τάλιρα στο χέρι.
(ή δυο βενέτικα στο χέρι)
Τάρι, τάρι, ταριρί, να χορέψει να χαρεί.
Να χορέψει να χαρεί τωραδά που ‘ναι μικρή.
Γιατί σα θα μεγαλώσει
θα τη βάλω να ζυμώσει.
Νταχτιρντί του λέγανε και μου το παντρεύανε
Και του δίνανε προικιά ένα κόσκινο φλουριά
(ή ένα κόσκινο κουκιά)

Τάρι τάρι ταριρί το μικρό μου το παιδί
Τάρι τάρι τάρι τάρι το μικρό μαργαριτάρι.
Ταριρί και στη χαρά του να χορεύει η πεθερά του.
(ή να ψοφήσει η πεθερά του).
Το μικρό μου το παιδί κάπου το ΄στειλα κι αργεί.
Στης μαμής του την αυλή
που ‘χει χους που ‘χει τροχούς
που ‘χει γρούτσου γρούτσουνάρια
και λαλού τα πετεινάρια.
Να το δείρου θέλου ‘γω
με της μύγας το φτερό.
Να το δείρου θέλου πάλι
με της μύγας το ποδάρι.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Όταν το μωρό άρχιζε να γκρινιάζει γιατί χρειαζόταν ύπνο, η γιαγιά με άλλα τραγουδάκια πιο σιγανά και μελωδικά, νανούριζε το μωρό μέχρι ν’ αποκοιμηθεί.
Κοιμήσου αστρί κοιμήσου αυγή κοιμήσου νιο φεγγάρι.
Κοιμήσου που να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει.

Κοιμήσου συ κορούλα μου κι εγώ σε νανουρίζω
Εγώ την κούνια σου κουνώ, γλυκά σ’ αποκοιμίζω.

Κοιμήσου και παρήγγειλα στη Πόλη τα προικιά σου,
στα Γιάννενα τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου

Κοιμήσου και παρήγγειλα στην πόλη στο τσαγκάρη,
να φτιάξει τα παπούτσια σου όλο μαργαριτάρι.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά έλα πάρε και τούτο.
Εγώ μικρό σου το ‘δωσα μεγάλο φέρε μου το.
Μεγάλο σα ψηλό βουνό, ίσιο σα κυπαρίσσι,
κι οι κλώνοι του ν’ απλώνουνε σ’ Ανατολή και Δύση.

Ύπνε ύπνε ύπνησέ το
και γλυκά ‘ποκοίμησέ το
Να κοιμάται να μερώνει
να ξυπνά να μεγαλώνει.
Νάνι νάνι νάνι νάνι κι όπου του πονάει να γιάνει
Νάνι νάνι νάνι του, να χαρεί τα κάλλη του.

Μαρέ γιέ μου κανακάρη
ποια γυναίκα θα σε πάρει.
Ποια κυρά και ποια μαντόνα
θα σου στρώνει τα σεντόνια.

Όταν το μωρό έφθανε στην ηλικία που μπορεί να σταθεί όρθιο, εκείνη προστατεύοντάς το με τα χέρια της για να μη πέσει, προσπαθούσε να το κάνει να ισορροπήσει λέγοντάς του:
Στα, στα, στα.
Στα κολώνα στα μηλιά.
Στα χρυσή πορτοκαλιά.

Όταν το κατάφερνε φώναζε και τα’ άλλα μέλη της οικογένειας, να το δουν και να χαρούν.

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
• Τα γράμματα είναι καλά μα να ’χεις νου και γνώση.
• Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
• Δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις.
• Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
• Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
• Έριξε ο κλέφτης τη φωνή κι εσκιάχτη ο νοικοκύρης.
• Ο ποντικός στην τρύπα του δε χωρεί, κολοκύθια μαζεύει.
• Δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε.
• Στη βράση κολλάει το σίδερο.
• Για το καρφί έχασε το πέταλο.
• Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια.
• Ο τσουκαλάς όπου θέλει κολλάει το χέρι.
• Ή μικρός-μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.
• Όποιος γυρίζει μυρίζει, όποιος κάθεται βρωμάει.
• Όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
• Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
• Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
• Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
• Του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές ειν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.
• Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται.
• Τ’ αρνί αν δε μπελάξει, γάλα δεν τρώει.
• Αλιάς που το ‘χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.
• Καινούριο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω.
• Επαίνα τον χωριάτη να σε έχει πάντα φίλο.
• Μεγάλα καράβια μεγάλες φουρτούνες.
• Από πίτα που δεν τρως, μη σε μέλει κι αν καεί.
• Τρίτη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψεις
• Παρασκευή να μη λουστείς αν θέλεις να προκόψεις.
• Κάλλιο λάχανα μ’ αγάπη παρά ζάχαρη με γκρίνια.
• Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.
• Για σε τα λέω πεθερά, για να τα’ ακούσει η νύφη.
• Όποιος λυπάται το φτωχό θα το βρει απ’ το Θεό.
• Ότι δίνει το δεξί σου, το ζερβί να μη το ξέρει.
• Του κακού κι αν κάνεις χάρη, σε κακό θε να το πάρει.
• Κάλλιο έχω εγώ στο σπίτι μας, ελιές και παξιμάδι,παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι.
• Ποτέ δεν είναι αργά κι αν κάτω έχεις πέσει.
• Εγώ τυφλώνω και πουλώ εσύ βλέπε κι αγόραζε.
• Το μισιακό το βόδι το τρώει ο λύκος.
• Το φθηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
• Ο γλάρος αψηλά πετά και χαμηλά λογιάζει.
• Το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη.
• Αδέλφια ενωμένα, σπίτια ευτυχισμένα.
• Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη.
• Άλλος έφαγε τα σύκα, άλλος τα’ ακριβοπληρώνει.
• Ο βρεγμένος τη βροχή δε τη φοβάται.
• Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του,
• μηδέ τη γνώση άλλαξε μηδέ τη κεφαλή του.
• Σαν φεύγει η γάτα χορεύουν τα ποντίκια.
• Μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε.
• Του μυλωνά τα παιδιά εκεί σιμά στ’ αυλάκι,
• ψοφήσαν τα κακόμοιρα για μια σταλιά νεράκι.


ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΕΣ
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη
Κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.

Κούπα καπακωτή, κούπα καπακωμένη,
Κούπα ξεκαπάκωτη, κούπα ξεκαπακωμένη

Ποντικός τρυπά κουρούπι
Ω ποντικοτρυποκουρούπι
Μην τρυπάς τρύπα στο κουρούπι.

Ο ρουμπής ο κουμπής
Ο ρουμποκομπολογής
πήγε να ρουμπέψει, να κουμπέψει
να ρουμποκομπολογέψει
και τον πιάσαν οι ρουμπήδες ,οι κουμπήδες
οι ρουμποκομπολογήδες
και του πήραν τα ροουμπιά του τα κουμπιά του
τα ρουμποκομπολογιά του.

Της καρέκλας το ποδάρι ξεκαρεκλοποδαρώθηκε.
Ε! το καημένο, το ξεκαρεκλοποδαρεμένο.

Φτου σκωληκομηρμυγκότρυπα
και σκωληκομηρμυγκοτρυπίτσα.

Πέμπτη έκοψα τον πεύκο
Πέμπτη πέφτει ο πεύκος κάτω.

Της σκνίπας το σκνιπόξιγκο
Και το κουνουπομυγοσκνιπόξιγκο.

Εκκλησιά μολυβδωτή
Μολυβδοκοντηλοπελεκητή.
Ποιος σε μολυβδοκοντυλοπαλέκησε;
Ο γιός του μολυβδοκοντυλοπελεκητή.
Να’χα ‘γω τα σύνεργα
του γιου του μολυβδοκοντυλοπελεκητή
Νάβλεπες πως θα σε μολυβδοκοντυλοπελεκούσα.

Της καρέκλας το καρεκλοπόδαρο
ξεκαρεκλοποδαριάστηκε.

Ο παπάς ο παχύς
έφαγε παχιά φακή.

Μια πάπια μα πια πάπια.

Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα
Και κρεατορυζολουκανικοκολοκυθόπιτα.

Μπάμια, μια μπάμια, μπάμια, μια μπάμια …

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
(Οι λύσεις στην τελευταία σελίδα)

1) Άσπρος κάμπος, μαύρα φύτρα
τα βλέπει ο νιος και τα μιλεί.
Τι είναι;
2) Τ’ αρνάκι μου το μπέμπελο
αν φαει ξύλο τρέφεται
κι αν πιει νερό ψοφάει.
Τι είναι;
3) Εν μηνί Μαρτίω
τίκτεται μέγα θηρίο.
Έχει οφθαλμούς αδιακρίτους
και πόδας αψιλαφήτους.
Τι είναι;
4) Δρόμο, δρόμο πήγαινα
΄πάντησα μια πέρδικα.
Τα φτερά της έφαγα
το κορμί της πέταξα.
Τι είναι;
5) Ψηλός, ψηλός καλόγερος
και πλάκα το κεφάλι.
Τι είναι;
6) Ψηλός, ψηλός καλόγερος
και κόκαλα δεν έχει.
Τι είναι;
7) Κολοκύθι εφτάτρυπο,
κάθε τρύπα κι όνομα.
Τι είναι;
8) Έχω ένα βαρελάκι
π’ έχει δυο λογιώ κρασάκι.
Τι είναι;
9) Από μητέρα κόκκινη,
γεννιέμαι παιδί μαύρο.
Φτερά δεν έχω μα πετώ
τα σύννεφα για να ’βρω.
Τι είναι;
10) Τι είναι αυτό που το πρωί
έχει τέσσερα πόδια,
το μεσημέρι δύο,
και το βράδυ τρία.
11) Χίλιοι μύριοι καλογέροι
σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι.
Τι είναι;
12) Χίλιοι μύριοι καλογέροι
σ’ ένα σχολειό διαβάζουνε.
Τι είναι;
13) Το φίδι τρώει τη θάλασσα
κι η θάλασσα το φίδι.
Τι είναι;
14) Αδειανό δε στέκεται
γεμάτο δε λυγίζει.
Τι είναι;
15) Αν μ’ έχεις στη τσέπη σου
κάτι θα χάσεις.
Φρόντισε να μη μ’ έχεις
να μη χολοσκάσεις.
Τι είναι;
16) Απ’ έξω απ’ έξω λίγο σκληρό
κι από μέσα μαλλιαρό.
Κι από μέσα απ’ το μαλλί
μια μπουκιά καλή καλή.
Τι είναι;
17) Ανεβαίνει κατεβαίνει
και χωρίς να τρώει παχαίνει.
Μοναχά στριφογυρίζει
την κοιλίτσα του γεμίζει.
Τι είναι;
18) Αν το χάσεις
δεν το ξαναβρίσκεις.
Τι είναι;
19) Από πάνω σαν τηγάνι
από κάτω σαν βαμβάκι
κι από πίσω σαν ψαλίδι.
Τι είναι;
20) Άψυχο ψυχή δεν έχει
παίρνει τις ψυχές και φεύγει.
Τι είναι;
21) Γύρω-γύρω όλο πετσί
και μέσα όλο μέλι και κεχρί.
Τι είναι;
22) Γύρω-γύρω θάλασσα
και στη μέση μια φωτίτσα.
Τι είναι;
23) Γαϊδουρίτσα φορτωμένη
στη σπηλιά πάει και μπαίνει,
κι αφήνει μέσα κατιτί,
που μας δίνει τη ζωή.
Τι είναι;
24) Γεμάτο περπατώ,
άδειο στέκω.
Τι είναι;
25) Δώσε του ξύλο για να ζήσει
και νερό για να ψοφήσει.
Τι είναι;
26) Δυο μαυρόασπρα πουλιά
είναι δεμένα σε κλουβιά.
Παντού γρήγορα πετούν
δίχως απ’ τα κλουβιά να βγουν.
Τι είναι;
27) Σε κήπο δε φυτεύεται
σε περιβόλι όχι.
Ο βασιλιάς το γεύεται
κι όλος ο κόσμος το ‘χει.
Τι είναι;
28) Ένας πατέρας κεφαλή
δώδεκα γιοι ποδάρια.
Καθένας γιος στην ράχη του
έχει τριάντα κόρες.
Πεθαίνει η μια κάθε βραδιά
κι άλλη γεννιέται τα πρωινά.
Τι είναι;
29) Καρακάξα μαδημένη
μες το δρόμο πεταμένη.
Τι είναι;
30) Κλείνω τις δυο κασέλες μου
τα κρόσσια μένουν έξω.
Τι είναι;
31) Κλειδώνω μανταλώνω
ο κλέφτης είναι μέσα.
Τι είναι;
32) Μικρή-μικρή νοικοκυρά
μεγάλη πίτα κάνει.
Τι είναι;
33) Μια γριά βλογιοκομμένη
σπρώχνει κόρη προκομμένη.
Τι είναι;
34) Μια βαρκούλα φορτωμένη
σε λιμάνι μπαινοβγαίνει.
Τι είναι;
35) Άντρας δεν είμαι μουστάκια έχω,
γριά δεν είμαι, καμπούρα έχω,
και σαν με πειράξεις,
να ξέρεις θα κλάψεις.
Τι είμαι;
36) Άσπρο είναι το χωράφι
και μελαχρινός ο σπόρος
και μιλεί και συντυχαίνει
σαν εκείνο που τα σπέρνει.
Τι είναι;
37) Αν το κτυπήσω στη γη
ανεβαίνει στον αέρα
αν το ρίξω στον αέρα
πέφτει στη γη.
Τι είναι;
38) Δώστου ξύλο για να ζήσει
και νερό για να ψοφήσει.
Τι είναι;
39) Δεν μπορώ να ζήσω μόνη μου
και πιστά σ’ ακολουθώ.
Τι είμαι;
40) Δίχτυ είναι το σπίτι μου
μεταξένιο δυνατό
αυτό που πιάνει ζωντανή
την τροφή και ζω.
Τι είμαι;
41) Είμαι γυναικείο όνομα
το πρώτο στον κόσμο μας
και γράφεται με φωνήεντα τρία.
Ποια είμαι η κυρία;
Τι είμαι;
42) Είμαι κάτασπρο
και σαν τον ήλιο σε θαμπώνω,
κι αν με πιάσεις
τα χέρια σου κρυώνω.
Τι είμαι;
43) Είμαι βαρέλι πρασινωπό
ασπριδερό ή στρογγυλό,
που ‘χει μέσα ψάρια μαύρα
και γλυκό κόκκινο νερό,
που το πίνεις σαν έχει λαύρα.
Τι είμαι;
44) Είναι κοντός κοντούτσικος
παλούκια φορτωμένος.
Σαν είναι φοβισμένος
γίνεται μπάλα στρογγυλή
κι έχει μέσα πόδια και κεφαλή.
Τι είναι;
45) Η αρχή μου στο βουνό
και το τέλος μου στο γιαλό.
Τι είμαι;
46) Κάθε πρωί γεμίζω
και το βράδυ αδειάζω.
Τι είμαι;
47) Καράβι δωδεκάσφηνο
δώδεκα σφήνες έχει
Κι όποιος το βρει και νιώσει το
περίσσια γνώση έχει.
Τι είναι;
48) Μαύρα γεννιούνται τα παιδιά
κι ανθρωπινά λαλούνε
όλοι ακούν τα λόγια τους
κι όσοι δεν τα γρικούνε
την κεφαλή τους σπούνε.
Τι είναι;
49) Με βλέπεις μονάχα
με κλειστά μάτια.
Τι είμαι;
50) Μόνο σαν με κόβεις
σε κάνω και κλαις.
Τι είμαι;
51) Μπορώ και τρέχω
χωρίς ποτέ να κουραστώ.
Τι είμαι;
52) Ο μπάρμπας μου ο κοιλαράς
σαν κοπεί ο φουκαράς
δίνει δάκρυα πολλά
σε γριές γέρους παιδιά.
Σαράντα ρούχα ντύνεται
μονάχος του δε γδύνεται
κι απ’ έξω απ’ τα παλιά του
φοράει τη φορεσιά του.
Τι είναι;
53) Ο μπάρμπας μου ο κοιλαράς
άδειος είναι φωνακλάς,
κεφάλι πόδια δεν έχει.
Από σας ποιος τον κατέχει;
Τι είναι;
54) Πάνω σε κόκκινα μαδέρια
κάθονται άσπρα περιστέρια.
Τι είναι;
55) Χιλιοτρύπητο λαΐνι
μια σταλιά νερό δε χύνει.
Τι είναι;
56) Πέντε-πέντε κουβαλούνε
τριανταδυό τα κοπανούνε,
τα γυρίζει η κυρά Μαριώ
και τα σπρώχνει σαν της πω.
Τι είναι;


ΠΟΣΟ ΕΞΥΠΝΟΙ ΕΙΣΤΕ;
(Απαντήστε στις ερωτήσεις)

1) Τι όμοιο έχει το άλογο με το λουλούδι;
2) Σε τι μοιάζει το μαρούλι με τον πονόψυχο άνθρωπο;
3) Ποιος ποταμός είναι αιμοβόρος;
4) Έχει μάτι ανοιχτό πάντα, αλλά δεν βλέπει τίποτα.
5) Πως μπορεί να περάσει ένα αυτοκίνητο πάνω από το νερό;
6) Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μη μυρίσουν τα ψάρια;
7) Πάνω σ’ ένα δένδρο ήταν 20 πουλιά. Ένας κυνηγός πυροβόλησε και σκότωσε το ένα. Πόσα πουλιά έμειναν στο δένδρο;
8) Τι έχει πόδια, αλλά δεν έχει κεφάλι;
9) Τρεις άνθρωποι παίζουν μαζί για χρήματα. Όταν τελειώσει και οι τρεις κέρδισαν και κανείς δεν έχασε. Πως έγινε αυτό;

Οι λύσεις στο τέλος, συνέχεια από τις λύσεις αινιγμάτων

ΛΥΣΕΙΣ ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΝ
1) Τα γράμματα πάνω στο άσπρο χαρτί. Το βιβλίο.
2) Η φωτιά.
3) Ο ψύλλος.
4) Το σταφύλι.
5) Το φτυάρι με το οποίο φουρνίζουν τα ψωμιά.
6) Ο καπνός.
7) Το ανθρώπινο κεφάλι με τα μάτια, τ’ αυτιά, τη μύτη, το στόμα.
8) Το αυγό
9) Ο καπνός
10) Ο άνθρωπος που μωρό μπουσουλάει με τα τέσσερα, μετά περπατάει με τα δύο πόδια, και στα γεράματα παίρνει μπαστούνι και περπατά με τα τρία.
11) Το ρόδι
12) Η κυψέλη με τις μέλισσες.
13) Το λυχνάρι με το φυτίλι και το λάδι.
14) Το τσουβάλι
15) Η τρύπα
16) Το κάστανο
17) Το αδράχτι
18) Ο χρόνος
19) Το χελιδόνι
20) Το αυτοκίνητο, το τρένο, το αεροπλάνο, κάθε μεταφορικό μέσο.
21) Το σύκο
22) Το καντήλι
23) Το κουτάλι με το φαγητό
24) Το παπούτσι
25) Η φωτιά
26) Τα μάτια
27) Το αλάτι
28) Ο χρόνος, οι μήνες, οι μέρες
29) Το τσάμπουρο του σταφυλιού
30) Τα βλέφαρα
31) Ο ήλιος
32) Η μέλισσα
33) Η δαχτυλήθρα και η βελόνα
34) Το κουτάλι με το στόμα
35) Η γάτα
36) Το χαρτί με τα γράμματα
37) Το τόπι
38) Η φωτιά
39) Η σκιά
40) Η αράχνη
41) Η Εύα
42) Το χιόνι
43) Το καρπούζι
44) Ο σκαντζόχοιρος
45) Το ποτάμι
46) Η κάλτσα
47) Ο χρόνος με τους δώδεκα μήνες
48) Τα γράμματα
49) Τα όνειρο
50) Το κρεμμύδι
51) Το νερό του ποταμού
52) Το κρεμμύδι
53) Το άδειο βαρέλι
54) Τα δόντια
55) Το σφουγγάρι
56) Τα δάχτυλα του χεριού, τα δόντια και η γλώσσα




ΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΟΣΟ ΕΞΥΠΝΟΙ ΕΙΣΤΕ;
1) Τα πέταλα
2) Καρδιά
3) Ο τίγρης
4) Βελόνα
5) Πάνω από τη γέφυρα
6) Να τα φάμε
7) Κανένα γιατί τρόμαξαν και έφυγαν τα άλλα
8) Η καρέκλα το τραπέζι
9) Γιατί ήταν οργανοπαίχτες και πληρώθηκαν

1 σχόλιο:

ivan είπε...

Θέλετε να αγοράσετε ένα νεφρό ή θέλουν να πουλήσουν σας
νεφρό; Είστε
που αναζητούν μια ευκαιρία για να πουλήσουν τα νεφρά τους για τα χρήματα
λόγω της οικονομικής βλάβης και δεν ξέρετε τι
Δεν επικοινωνήστε μαζί μας και εμείς θα σας προσφέρουμε καλό
ποσό των χρημάτων για τους νεφρούς του. Είμαι ο Δρ Dagama,
am
PREMIER INTERNATIONAL Medicaid νεφρολόγος. Η κλινική μας είναι
ειδικεύεται στη χειρουργική του νεφρού και εμείς επίσης να ασχοληθεί
αγορά
και η μεταμόσχευση νεφρών με διάρκεια ζωής
αντίστοιχα δότη.
Βρισκόμαστε στην Ινδία, την Τουρκία, τη Νιγηρία, τις ΗΠΑ, τη Μαλαισία.
Αν σας ενδιαφέρει η πώληση ή αγορά ενός νεφρού, σας παρακαλούμε να μην κάνετε
Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας μέσω e-mail.
Email: premiermedicaidinternacional@yandex.com

προσεχτικά
Ο Δρ Dagama.