Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΑΠΗ-ΝΙΚΟΛΑΟΥ

http://www.konistra.gr/html/vi12.htm


ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2003




Για τα εγγονάκια μου
που αγαπώ πολύ

ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΠΗ-ΝΙΚΟΛΑΟΥ



Σήμερα είναι γιορτή
θέλω κόκκινη κλωστή
κι ένα νήμα δυνατό
για να φτιάξω αετό…


Όχι. Άλλο ήθελα να πω.
Σήμερα είναι γιορτή. Δεν θέλω να κάνω δουλειά. Ούτε εργόχειρο και σκέφτηκα να γράψω κάτι. Μα αυτό δεν είναι τόσο εύκολο.
Τέλος πάντων. Θα γράψω ό,τι σκέφτομαι, όπως τα σκέφτομαι και όταν τα σκέφτομαι.

Γεννήθηκα το 1932 στις Κονίστρες, στο παλιό σπίτι, που τότε δεν ήταν παλιό. Μεγάλο για την εποχή εκείνη, που οι περισσότερες οικογένειες έμεναν σ’ ένα ή δυο δωμάτια.
Τ’ όνομά μου είναι Μαρία, αλλά με φώναζαν «Μαρίκα», γιατί έτσι έλεγαν την αδελφή του νονού μου. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου γιατί τ’ αδέλφια μου όταν μαλώναμε μου έλεγαν: «Μαρίκα λένε τ’ άλογα».
Ήμουν το τελευταίο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας. Για τότε που ήμουν μικρή, αυτό ήταν κακό για μένα.
Στο σπίτι μας λειτουργούσε νόμος, μπορούμε να πούμε: Πρώτος, «ο μικρότερος να σέβεται και να υπακούει το μεγαλύτερο» και δεύτερος: «ο μεγαλύτερος να προστατεύει και να βοηθάει το μικρότερο.» Εγώ λοιπόν σαν μικρότερη, δεν είχα κανένα να διατάζω. Ήταν μια σκέψη που μόνο ένα μικρό παιδί μπορεί να κάνει. Τα καλά από το δεύτερο νόμο δεν τα έβλεπα τότε. Τώρα καταλαβαίνω την αξία του.
Οι γονείς μου δεν είχαν καθόλου χρόνο ν’ ασχοληθούν με τα μαθήματά μου ή να με βοηθήσουν σε κάτι. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, έσκυβαν με αγάπη και κατανόηση, με βοηθούσαν και δε φαντάζεστε τη χαρά που ένιωθα, όταν στο σχολείο σήκωνα το χέρι μου και έλεγα κάτι παραπάνω απ’ αυτά που είχαμε διδαχθεί!
Και όταν αργότερα σε ηλικία δεκαπέντε χρονών έχασα τον πατέρα μου, με πλησίασε ο μεγαλύτερος αδελφός ο Τάσης και μου λεει: Μη στενοχωρείσαι. ένα πατέρα έχασες, πέντε θα έχεις από δω και πέρα. Εννοώντας τους πέντε μεγαλύτερους αδελφούς.
Με συμβούλιο που έκαναν μεταξύ τους, αποφάσισαν, να στέλνει ο κάθε ένας στο σπίτι ένα μέρος από το μισθό του. Έτσι μπόρεσα κι εγώ, όχι μόνο να τελειώσω το Γυμνάσιο, που τόσο λαχταρούσα, αλλά και την Παιδαγωγική Ακαδημία.
Ώρες θα μπορούσα να μιλάω και ν’ αραδιάζω τα καλά που προκύπτουν όταν τ’ αδέλφια δείχνουν κατανόηση.
Αλλά θέλω να σας πω και άλλα για την εποχή εκείνη που έζησα τα παιδικά μου χρόνια.

Και τελευταία εγώ

Την εποχή εκείνη λοιπόν, δεν υπήρχε αυτή η αφθονία φρούτων που τόσο αρέσουν ιδιαίτερα στα παιδιά. Τα μόνα φρούτα που τρώγαμε όσα θέλαμε, ήταν τα σύκα από τις συκιές μας και τα σταφύλια από τ’ αμπέλι μας. Στο τέλος αυτής της εποχής, τα παιδιά ζυγιζόμασταν και λέγαμε το καθένα πόσο πάχυνε.
Ο πατέρας μου το Φθινόπωρο αγόραζε από γνωστούς παραγωγούς ρόδια και κυδώνια, φτασμένα από τα δέντρα πριν πέσουν στη γη και κτυπηθούν. Το ίδιο και πορτοκάλια αργότερα. Τα ρόδια και τα κυδώνια τα δέναμε από το κοτσάνι τους τέσσερα ή πέντε μαζί, τα κάναμε δηλαδή κούνιους. Το σπίτι μας είχε ένα μακρύ διάδρομο. Εκεί λοιπόν, ψηλά στο ταβάνι, έμεναν κρεμασμένα ώσπου να τελειώσουν.
Για τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, είχε στο κατώγι μια κάσα με άχυρα. Τα τοποθετούσε με τέτοιο τρόπο που να μην αγγίζει το ένα στο άλλο.
Το βράδυ δίπλα στο τζάκι, κόβαμε ένα φρούτο σε κομμάτια, όσα και τα άτομα. Πρώτα έπαιρνε ο μεγαλύτερος, ύστερα ο μικρότερος και τελευταία εγώ πάλι. Εδώ πρέπει να σας πω, πως όταν ήρθε η κατοχή και η πείνα, που η κάθε μπουκιά τροφής είχε αξία, τη μια φορά διάλεγε πρώτος ο μεγαλύτερος, την άλλη διάλεγε πρώτος ο μικρότερος.
Σε άλλες ώρες της ημέρας αν η μητέρα μας μοίραζε ένα φρούτο, το άφηνε κομματάκια πάνω στο τραπέζι. Το κάθε παιδί που θα πήγαινε στο σπίτι, βλέποντας τα κομματάκια, ήξερε ότι του αναλογεί ένα.
Το ίδιο γινόταν και αν κάποιος φίλευε ένα από τα παιδιά, φρούτο ή γλύκισμα. Θα το πήγαινε στο σπίτι για να μοιραστεί σε όλα τα παιδιά. Και αν εκείνη τη στιγμή ήταν και κάποιο ξένο παιδί, θα έδινε και σε ‘κείνο.
Όσο περνούσαν τα χρόνια τα κομμάτια λιγόστευαν. Όλο και κάποιο από τ’ αδέλφια μου έφευγε από το σπίτι. Πήγαινε στην Αθήνα για δουλειά και σπουδές. Σπουδές με δικά του έξοδα. Ένας-ένας έφευγε λοιπόν από το σπίτι, ώσπου στο τέλος έμεινα μόνη εγώ με τη μητέρα μου. Τη στενοχώρια μου δεν μπορώ να σας την περιγράψω.
Γι’ αυτό παιδιά μου τώρα που είστε μικρά και ζείτε μέσα στο ίδιο σπίτι, δείξετε όλη την αγάπη μεταξύ σας και χαρείτε.
Θα σας πω και μια αμαρτία.
Ήμουνα με τον αδελφό μου τον Αριστείδη. Δεν ξέρω πως, βρέθηκε στα χέρια μας ένα δίδραχμο. Κανονικά έπρεπε να το δώσουμε στη μητέρα μας. Ήταν Κυριακή, παζάρι. Τότε είχε πολύ κόσμο. Πουλούσαν και ζαχαρωτά στο δρόμο. Δεν αντέξαμε τον πειρασμό. Πήραμε ένα ζαχαρωτό κουκλάκι, κρυφτήκαμε στο παρακάτω στενό κι εκεί κάτω από τη μουριά κάναμε το έγκλημα. Μοιράσαμε το ζαχαρένιο κουκλάκι οι δυο μας και το φάγαμε.
Τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο. Ζήτησα την άδεια από τη μητέρα μου να μ’ αφήσει να πάρω στο σχολείο ένα ολόκληρο κυδώνι που μου είχαν δώσει, γιατί έβλεπα άλλα παιδιά και ζήλευα. Στο διάλειμμα έβγαλα στην αυλή το ολόκληρο κυδώνι και άρχισα να το δαγκώνω. Έρχονταν ένα-ένα τα παιδιά. «α δαγκώσου μία;» και τους έδινα από μία δαγκωνιά. Ώσπου στο τέλος δεν θυμάμαι αν έμεινε φρούτο για μένα. Πάντως, δεν ξαναπήρα ολόκληρο κυδώνι στο σχολείο.

Στο σχολείο

Μια και μιλήσαμε για σχολείο να σας πω και κάτι άλλο.
Πήγαινα για πρώτη φορά στο σχολείο. Στην Πρώτη Δημοτικού. Η μητέρα, μου είχε φτιάξει μόνη της μια σάκα. Ένα πανί διπλωμένο σε σχήμα σακούλας, με δυο χεράκια, πάνινα κι αυτά, για να την κρεμάω στο χεράκι μου. Τέτοιες είχαν τα περισσότερα παιδιά.
Εκεί μέσα έβαζα την πλάκα μου. Η πλάκα είχε μέγεθος μικρού τετραδίου. Το χρώμα της ήταν μαύρο, όπως ο πίνακας του σχολείου. Στην πλάκα γράφαμε μ’ ένα κοντύλι, άσπρα γράμματα. Η πλάκα από τη μια μεριά είχε γραμμές για να γράφουμε γράμματα και από την άλλη τετράγωνα για να γράφουμε αριθμούς. Σε μια τρύπα στο πλαίσιο της πλάκας ήταν κρεμασμένο ένα σφουγγαράκι για να σβήνουμε.
Εγώ ήθελα να είμαι πάντοτε εντάξει με τις υποχρεώσεις μου. Έτσι και τώρα, αφού στο σπίτι έγραψα την εργασία μου στην πλάκα, πήγα στο σχολείο. Πριν χτυπήσει το κουδούνι, κάθισα μαζί με άλλες μεγάλες μαθήτριες κάτω από μια ελιά. Κάποια μου ζήτησε να δει τα γραφτά μου. «Δεν είναι ωραία» μου λεει. «Να τα σβήσουμε και να σου τα γράψω εγώ όμορφα». Καλή ιδέα σκέφτηκα. Μόλις όμως τα έσβησε, χτύπησε το κουδούνι. Όταν ζήτησε η δασκάλα τα γραφτά, της είπα: «Τα είχα γράψει, αλλά σβήστηκαν μόνα τους». Δεν με μάλωσε, αλλά ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω ότι έκρυψα την αλήθεια από τη δασκάλα μου. Και τώρα ακόμη, όταν περνώ από το σχολείο μου και βλέπω την ελιά, θυμάμαι το δυσάρεστο περιστατικό.
Στη Δευτέρα τάξη του Δημοτικού είχαμε μια δασκάλα γριά. Κυρία Πόπη την έλεγαν. Αλλά εμείς μόνο μπροστά της χρησιμοποιούσαμε αυτό το όνομα. Μεταξύ μας όταν αναφερόμαστε σ’ αυτήν λέγαμε « η γριά δασκάλα ». Αλλά και οι κάτοικοι του χωριού έτσι την έλεγαν. Μια φορά είχε έρθει στο σχολείο φορώντας στο ένα πόδι καφέ παπούτσι και στο άλλο μαύρο.
Στο σπίτι της είχε πέντε ή έξι μικρά γυμνά σκυλάκια. Για να μη κρυώνουν τους φορούσε ζακετάκια. Όταν τα πήγαινε βόλτα, κρατούσε δύο ή τρία στην αγκαλιά, ενώ τα άλλα την ακολουθούσαν.
Είναι η μόνη δασκάλα που τη θυμάμαι με δυσάρεστα συναισθήματα. Και να γιατί.
Τότε Πρώτη και Δευτέρα τάξη κάναμε μάθημα με μια δασκάλα, σε μία αίθουσα. Μια μέρα στο διάλειμμα τα αγόρια άρχισαν να κυνηγούν τα κορίτσια. Τα κορίτσια έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη. Φωνές, κακό στο προαύλιο, γιατί κάθε αγόρι που θα έπιανε ένα κορίτσι θα το φιλούσε. Ο Μίμης, μαθητής της Δευτέρας, κατάφερε και φίλησε την Πόπη, που πήγαινε στην Πρώτη τάξη. Έτρεξαν και το μαρτύρησαν στη δασκάλα.
Η δασκάλα όταν μπήκαμε στην αίθουσα, θέλησε να τιμωρήσει το κακό που έγινε. Φώναξε λοιπόν τον εγκληματία το Μίμη, δίπλα στην έδρα της. Τι του είπε δεν θυμάμαι καθόλου. Σε μια στιγμή βγάζει από την τσάντα της πιπέρι και του το βάζει στο στόμα. Τα μάτια του παιδιού γούρλωσαν, τα χείλια του κοκκίνισαν και πρήστηκαν, ενώ σάλια έτρεχαν από το στόμα του. Με κλάματα κάθισε στο θρανίο του.
Σε μια στιγμή γυρίζει η δασκάλα σε μένα και λεει. Να το πεις στον πατέρα σου, το κακό που έκανε. Επειδή είχαμε το ίδιο επώνυμο με το Μίμη, νόμιζε ότι είμαστε αδέλφια.
Τόσα χρόνια έχουν περάσει και πάντα με φρίκη θυμάμαι αυτό το είδος της τιμωρίας. Όταν ακούω το τραγούδι:
Πόσο κοστίζει το φιλί
Στη δύση στην ανατολή;…
Εγώ λεω ότι στοιχίζει μια χούφτα πιπέρι.

Μια άλλη δασκάλα μου είχε ένα χαριτωμένο αγοράκι ως πέντε χρονών. Γιωργάκη το έλεγαν. Δεν πήγαινε στο σχολείο. Η μαμά του συχνά το έπαιρνε μαζί της. Πολλές φορές την ώρα του μαθήματος ανέβαινε στην έδρα, έκανε τον καραγκιόζη με διάφορους μορφασμούς και εμείς πολύ το διασκεδάζαμε, μια και η δασκάλα δεν μπορούσε να μας μαλώσει.
Μερικές φορές εκεί δίπλα της στην έδρα, έτρωγε ψωμί και τυρί. Σα να το βλέπω. Μια δάγκωνε ψωμί άσπρο, μαλακό, φρέσκο, αγορασμένο από το φουρνάρικο και μια δάγκωνε μια εξίσου μεγάλη δαγκωνιά από το τυρί που κρατούσε στο άλλο χέρι. Και έλεγα από μέσα μου « Τι ευτυχισμένο παιδί! » αφού μπορούσε να τρωει όσο τυρί ήθελε. Γιατί εμάς όταν μας έδιναν ψωμί και τυρί μας έλεγαν: «Πολύ ψωμί και λίγο τυρί».
Αργότερα πάλι, όταν πήγαινα στην Τετάρτη τάξη του δημοτικού, ο δάσκαλος μας έβαλε να γράψουμε στο σχολείο έκθεση με θέμα το «χωριό μου».
Άρχισα με αυτά τα λόγια: «Μια μακριά και ατέλειωτη κορδέλα είναι ο αμαξωτός δρόμος που ενώνει τη Χαλκίδα με την Κύμη. Κατά μήκος του δρόμου είναι χτισμένα διάφορα χωριά. Ένα από αυτά είναι και το δικό μου, οι Κονίστρες.» Και συνέχισα να περιγράφω τις ομορφιές και τις ιδιαιτερότητες του χωριού μου.
Σε μια στιγμή με σκουντά η διπλανή μου. «Η από πίσω έχει αρχίσει την έκθεσή της ίδια με τη δικιά σου» μου λέει. Δεν έδωσα σημασία. Με ξανασκουντά. «Να τη μαρτυρήσεις».
Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές ώσπου πείστηκα κι εγώ ότι έτσι έπρεπε να κάνω. Τη μαρτύρησα !Δεν θυμάμαι αν ο δάσκαλος έκανε παρατήρηση στη συμμαθήτριά μου, γιατί αμέσως ένοιωσα ντροπή και τύψεις για την ταπεινή συμπεριφορά μου.
Πήρα όμως ένα καλό μάθημα: Καθετί που κάνω ή λέω να προέρχεται από αγάπη και καλοσύνη. Να μένω σταθερή σε αυτό που είναι σωστό και να μην παρασύρομαι από τις σκέψεις και υποδείξεις ανεύθυνων προσώπων.
Όταν φοιτούσα στο γυμνάσιο, οι γερμανοί είχαν επιτάξει το κτίριο του γυμνασίου. Το είχαν κάνει στρατώνα. Μαζί και τα γειτονικά σπίτια. Όταν ήρθε καιρός να κάνουμε μάθημα δεν είχαμε κτίριο. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να συνεχίσουμε το σχολείο.
Προπολεμικά η αστυνομία στεγαζόταν σε ένα μικρό οίκημα. Έξω απ’ την αστυνομία λοιπόν ο ίσκιος μιας μεγάλης γέρικης σπηλιάς θα γινόταν η αίθουσά μας. Όλα τα παιδιά καθόμασταν κατά γης με τα βιβλία και τετράδια τοποθετημένα πάνω στα πόδια μας.
Χωρίς έδρα, χωρίς πίνακα και κιμωλίες ο ήρωας καθηγητής περιφερόταν ανάμεσά μας, προσπαθώντας να δώσει γνώσεις και αγωγή στα ταλαιπωρημένα παιδιά.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα μαθήματα άκουσα για πρώτη φορά το «παν μέτρον άριστον», που είπε ο Κλεόβουλος από τη Ρόδο, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Τόσο πολύ μου είχε κάνει εντύπωση που από τότε πήρα την απόφαση να το εφαρμόσω.

Το προζύμι

Μιλήσαμε για ψωμί και τι θυμήθηκα;
Ήταν το 1941. Μεγάλη πείνα. Η μητέρα χρειάστηκε να φύγει από το σπίτι για λίγες μέρες. Πήγε στην Αθήνα για να βοηθήσει τον αδελφό της που ήταν άρρωστος. Μείναμε στο σπίτι εγώ που τότε ήμουν εννέα χρονών, ο πατέρας μου και δυο από τ’ αδέλφια μου, ο Γιώργος και ο Αριστείδης. Ένοιωθα την υποχρέωση ν’ ανταποκριθώ στα καθήκοντα της νοικοκυράς, μια και ήμουν η μοναδική γυναίκα στο σπίτι. Πολύ στενοχωριόμουν που δεν τα κατάφερνα.
Μια μέρα ο πατέρας έφερε με χαρά στο σπίτι μια ή δυο οκάδες αλεύρι. Τότε αντί για το κιλό σαν μονάδα βάρους είχαν την οκά (Μια οκά=400 δράμια ή 1.280 γραμμάρια). Είχαμε μέρες να φάμε ψωμί και δεν είχαμε υπομονή να περιμένουμε την επιστροφή της μητέρας. Εγώ που εκτελούσα χρέη νοικοκυράς, ανάλαβα το ζύμωμα.
Οι νοικοκυρές κάθε φορά που ζύμωναν, κράταγαν λίγη ζύμη, το προζύμι όπως το έλεγαν. Με το προζύμι παράγεται ένα αέριο το «διοξείδιο του άνθρακος». Αυτό το αέριο διογκώνεται, φουσκώνει και μαζί μ’ αυτό και το ζυμάρι. Όταν η ζύμη μπει στο φούρνο, με τη ζέστη φουσκώνει ακόμη περισσότερο, ώσπου φεύγει τελείως το διοξείδιο του άνθρακος και το ψωμί μας γίνεται αφράτο από τις φυσαλίδες που είχε σχηματίσει το αέριο.
Όταν μετά από μια βδομάδα συνήθως, ήθελαν να ξαναζυμώσουν, «ξανάπιαναν προζύμι», από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας. Δηλαδή στην άκρη της ξύλινης σκάφης που είχαν μόνο για ζύμωμα, έριχναν λίγο αλεύρι, ζεστό νερό, το προζύμι και το ζύμωναν για να φουσκώσει μέχρι το πρωί. Φτιάχναμε δηλαδή, μεγάλη ποσότητα προζυμιού, ώστε να είναι ικανό να διογκώσει και μεγαλύτερη ποσότητα από ζυμάρι. Διαφορετικά, μόνο το προζυμάκι που είχαμε κρατήσει από το προηγούμενο ζύμωμα, δεν θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Όλα αυτά που σας λεω τώρα, δεν τα ήξερα τότε. Ήξερα ότι από το βράδυ έπρεπε να «ξαναπιάσω προζύμι». Αλλά εκείνο το προζυμάκι που είχε φυλαγμένο η μητέρα μέσα σ’ ένα ωραίο εμαγιέ κυπελλάκι, πότε το έβαζαν; Το βράδυ ή το πρωί;

Ο Γιώργος έλεγε ότι πρέπει να το βάλω βράδυ. Ο Αριστείδης έλεγε να βάλω το μισό το βράδυ και το μισό το πρωί. Η δικιά μου γνώμη όμως ήταν διαφορετική. Πήρα το βράδυ ένα μικρό μέρος από το αλεύρι και το ζύμωσα, χωρίς να βάλω προζύμι. Νόμιζα ότι τα ήξερα όλα και δεν προβληματίστηκα την άλλη μέρα, όταν είδα ότι το ζυμάρι μου δεν είχε φουσκώσει. Και πώς να φουσκώσει, αφού εγώ η έξυπνη, δεν είχα ρίξει προζύμι;
Με ειδοποίησαν οι γειτόνισσες, ότι ήταν ώρα να ζυμώσω. Μέσα στο βραδινό ζυμάρι, που δεν ήταν προζύμι, έριξα αλεύρι, ζεστό νερό, το προζυμάκι και παίρνοντας ύφος τέλειας νοικοκυράς, το ομορφοζύμωσα, έπλασα ένα καρβελάκι, το έβαλα στην ξύλινη μικρή πινακωτή που είχα στρώσει μ’ ένα καθαρό μεσάλι (πανί ειδικό γι’ αυτή τη δουλειά) και το σκέπασα με πολλές κουβέρτες για να ζεσταθεί και να φουσκώσει, μέχρι να ετοιμαστεί ο φούρνος.
Και μη νομίσετε ότι ο φούρνος είχε καμιά σχέση με το φούρνο της ηλεκτρικής κουζίνας, ή το φούρνο που βλέπουμε όταν πηγαίνουμε να ν’ αγοράσουμε ψωμί. Ο φούρνος ήταν χτισμένος στην αυλή κάποιας γειτόνισσας, που με προθυμία εξυπηρετούσε τη γειτονιά.
Εκεί οι νοικοκυρές που θα έψηναν ψωμί έφερναν κλαριά ή απίφανους (αγκαθωτούς θάμνους), που από προηγούμενες ημέρες είχαν μαζέψει από τα χωράφια. Άναβαν φωτιά μέσα στο φούρνο. Για αρκετή ώρα άναβε η φωτιά μέσα στο φούρνο, γιατί οι γυναίκες έριχναν συνέχεια μέσα κι άλλα κλαριά κι άλλους θάμνους. Έπρεπε να καεί πολύ καλά για να γίνει το ψωμί καλό. Έλεγαν μάλιστα και μια παροιμία: «Ομορφοζυμώστρα μου κι ομορφοπλάστρα μου, ο φούρνος σου θα σε παινέσει».
Όταν λοιπόν έκριναν ότι είχε καεί όσο έπρεπε, με μια βρεγμένη πάνα (ένα μεγάλο πανί δεμένο σ’ ένα μακρύ ξύλο), πάνιζαν το φούρνο. Τον καθάριζαν δηλαδή, τον σκούπιζαν από τ’ αναμμένα κάρβουνα και τις στάχτες, για ν’ ακουμπήσουν πάνω μ’ ένα ξύλινο φτυάρι τα ψωμιά. Το ψωμί φούσκωνε ακόμη περισσότερο, ρόδιζε και όταν το έβγαζαν καλοψημένο από το φούρνο, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά.
Ο φούρνος έπαιρνε πολλά ψωμιά μέσα, πάνω από δέκα. Καμιά οικογένεια όμως εκείνη την εποχή δεν είχε τόσο πολύ αλεύρι ώστε να γεμίσει μόνη της το φούρνο. Γι’ αυτό έκαναν κολιγιά. Συνεννοούνταν πολλές νοικοκυρές μαζί ν’ αρχίσουν την ίδια στιγμή το ζύμωμα, για να είναι έτοιμα για φούρνισμα πάλι όλα μαζί.
Μου φώναξαν λοιπόν ότι ήρθε η ώρα να πάω το ψωμί στο φούρνο. Σηκώνω τις κουβέρτες. Τι να ιδώ! Το ψωμί δεν είχε φουσκώσει καθόλου. Με ζώσανε τα φίδια. Τι να κάνω τώρα; Βιαστικά το πήρα και το έφερα κοντά στο τζάκι για να ζεσταθεί περισσότερο. Κανένα αποτέλεσμα! Πώς να το πάω έτσι στο φούρνο; Τότε κατάλαβα. Έπρεπε το προζύμι να το είχα βάλει από το προηγούμενο βράδυ και όχι το πρωί. «Υστερνή μου γνώση, να σε είχα πρώτα», που λέει η παροιμία.
Η στενοχώρια μου δε λέγεται. Και η πιο μεγάλη απογοήτευση ήταν όταν τελείωσε το ψήσιμο. Όλα τα καρβέλια ήταν φουσκωμένα, ροδοκόκκινα, αφράτα. Το δικό μου λειψό, σκληρό, σαν μια πλάκα, μ’ ένα απροσδιόριστο χρώμα που δεν έμοιαζε καθόλου με ψωμί.
Με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινωμένη, το κουβάλησα στο σπίτι σαν να κουβαλούσα την καταδίκη μου. Βέβαια δεν το πετάξαμε, γιατί στην κατοχή δεν πετάγαμε ούτε ψιχουλάκι.
Το απόγευμα γύρισε η μητέρα. Σχεδόν κλαίοντας της είπα το πάθημά μου. Εκείνη μου ζήτησε λίγο να δοκιμάσει. Το βρήκε πολύ νόστιμο!
Εγώ όμως δεν μπορούσα να ξεχάσω το πάθημά μου.


Παιγνίδια

Δε φτάνει που έβλεπα κάθε ημέρα κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού την πινακωτή. Συχνά άκουγα τα παιδιά να λένε: Παίζουμε « πινακωτή-πινακωτή »;
Αυτό το παιγνίδι το έπαιζαν πολλά παιδιά μαζί, καθισμένα κατά γης με ανοιχτά τα πόδια, το ένα πίσω από τ’ άλλο. Ένα παιδί όρθιο πήγαινε δίπλα στο πρώτο παιδί της γραμμής και έλεγε: «Πινακωτή-πινακωτή»! και το πρώτο καθισμένο παιδί απαντούσε: «Έλ’ από τ’ άλλο μου τ’ αυτί, γιατ’ είν’ η μάνα μου κουφή».
Μια και το ’φερε η κουβέντα να σας πω για τα παιγνίδια μας.
Παιγνίδια αγοραστά δεν είχαμε τότε. Ένα κουβάρι παλιό νήμα ήταν το τόπι μας. Μια πάνινη κούκλα φτιαγμένη από τα χέρια της μητέρας, μας έδινε ιδιαίτερη χαρά. Αξέχαστη θα μου μείνει μια μικρή τέτοια κουκλίτσα που στο κεφάλι της είχε στερεώσει μαλάκια, που είχε κόψει για το σκοπό αυτό από την άκρη της κοτσίδας της.
Τι χαρές κάναμε όταν παίζαμε πεντόβολα (με πέντε βότσαλα από τη θάλασσα), ξυλίκι (ένα πελεκημένο ξυλάκι, που με μια σανίδα το πετούσαμε μακριά), το βεζίρη (μ’ ένα κοκαλάκι από αρνί ή κατσίκι). Ακόμη παίζαμε κουτσαλώνο ή πάει μία, με το τόπι στη μέση του δρόμου (δεν περνούσαν τότε αυτοκίνητα) και πολλά άλλα.
Πολύ λίγος ο χρόνος για παιγνίδι. Εκεί που χαιρόμαστε πιο πολύ ήταν στα χωράφια, την ώρα που μαζί με άλλα παιδιά του χωριού βοσκούσαμε τα προβατάκια μας. Εκεί έβρισκαν ευκαιρία τ’ αγόρια κυρίως, να παίξουν πόλεμο. Με ξύλα στα χέρια αντί για όπλα, έκαναν τους αντάρτες και πολεμούσαν τους γερμανούς, που κανένα παιδί δεν ήθελε να πάρει τη θέση τους. Μετά τον πόλεμο, την ώρα της ξεκούρασης κάτω από μια ελιά, λέγαμε αινίγματα ή φτιάχναμε σπιτάκια.
Στο τέλος του χειμώνα, την Άνοιξη, στις άκρες των χωραφιών πηγούλες άφηναν το λιγοστό νερό τους να τρέχει στο αυλάκι. Όταν διψούσαμε πηγαίναμε πάνω από μια λακκουβίτσα και λέγαμε: «Πίνω ’γω πιν’ ο Χριστός, πίνουν χίλιοι άγγελοι, κι όποιος το μαγάρισε έχει χίλια κρίματα». Σχηματίζαμε με το χέρι μας στον αέρα πάνω από τη λακκούβα το σημείο του σταυρού, σκύβαμε και πίναμε άφοβα, όπως έπιναν και τ’ αρνάκια μας. Μα όταν ερχόταν το καλοκαίρι στέγνωνε ο τόπος.
Μια φορά τι λετε πως κάναμε; Από την προηγούμενη μέρα συμφώνησαν τα κορίτσια, την επομένη να φτιάξουν στο σπιτάκι και φαγητό. Πήραν λοιπόν τα απαραίτητα υλικά για το μαγείρεμα και ένα πήλινο κεσεδάκι από γιαούρτι αντί για πατινιώτη. Πατινιώτης ήταν μια πήλινη κατσαρόλα, που μαγειρεύαμε στα σπίτια την εποχή εκείνη.
Τα αγόρια ανέλαβαν να φτιάξουν το σπιτάκι. Τα κορίτσια με αρχηγό την Κατίνα, ανέλαβαν το μαγείρεμα. Σ’ ένα καθαρισμένο από τα χόρτα μέρος άναψαν φωτιά. Ετοιμάστηκε το φαγητό και όλοι το βρήκαν πολύ νόστιμο.
Πλησίαζε η ώρα να φύγουμε. Η φωτιά έπρεπε να σβήσει. Νερό όμως δεν υπήρχε ούτε σταγόνα. Ήταν καλοκαίρι και ο κίνδυνος πυρκαγιάς μεγάλος. Τι να κάνουμε τώρα;
Κάποιο παιδί έριξε την ιδέα. «Να κάνουμε το νερό μας». Τα αγόρια γύρισαν την πλάτη για να μη μας βλέπουν. Εμείς τα κορίτσια πλησιάσαμε όσο μπορούσαμε και προσπαθώντας να σημαδέψουμε τη φωτιά κάναμε…
Όταν τελειώσαμε απομακρυνθήκαμε, γυρίσαμε κι εμείς την πλάτη και περιμέναμε. Τα αγόρια τώρα θα εκτελούσαν χρέη πυροσβέστη.


Οι δουλειές

Πολύ λίγος ο χρόνος είπαμε για παιγνίδι, γιατί κάθε παιδί ανάλογα με την ηλικία του και τις δυνάμεις του έπρεπε να βοηθήσει στο σπίτι. Τα παιδιά βάζαμε τροφή και νερό στα προβατάκια, που τ’ αγαπούσαμε πολύ. Τους είχαμε δώσει και ονόματα: Λουλούκα, Μάτα, Μπιρμπίλω. Την κατσίκα μας τη φωνάζαμε Ρούσα.
Τα μεγαλύτερα από τα παιδιά είχαν αναλάβει και το άρμεγμα των ζώων. Από το γάλα που ήταν νόστιμο, ολόφρεσκο και υγιεινό, πίναμε λίγο. Το υπόλοιπο το κάναμε τυρί.
Να σας πω πώς;
Έπαιρναν το στομαχάκι από ένα αρνάκι ή κατσικάκι μικρό, που έτρωγε μόνο γάλα από τη μάνα του. Το κρεμούσαμε στον αέρα για να στεγνώσει. Το περιεχόμενό του ήταν η πυτιά.
Ζεσταίναμε το γάλα σε μια κατσαρόλα. Ρίχναμε στο γάλα λίγη πυτιά και το ανακατώναμε καλά. Αφήναμε αρκετή ώρα το γάλα με την πυτιά χωρίς να το ανακατώνουμε. Αυτό έπηζε. Γινόταν σαν το γιαούρτι, αλλά όχι ξινό. Τότε μ’ ένα κουτάλι το χαράζαμε για να γίνουν πολλά μικρά κομματάκια. Σε μια άλλη καθαρή κατσαρόλα στερεώναμε ένα λεπτό καθαρό πανί, που το λέγαμε τσαντίλα. Εκεί αδειάζαμε το περιεχόμενο της προηγούμενης κατσαρόλας. Πιάναμε τις τέσσερις άκρες της τσαντίλας, τη σηκώναμε και την κρεμάγαμε ψηλά. Μέσα στην τσαντίλα έμενε το τυρί, που είχε γίνει από το γάλα. Το υγρό που έβγαινε έξω από την τσαντίλα, ήταν το τυρόγαλο. Αυτό στη συνέχεια το βράζαμε και άλλαζε μορφή. Σχημάτιζε πολλά μικρά άσπρα κομματάκια και αν δεν τα τρώγαμε, γιατί μας άρεσαν πολύ, τα σουρώναμε και αυτά μέσα σε άλλη τσαντίλα για να φτιάξουμε μυζήθρες, που τις αλατίζαμε, τις ξεραίναμε στον αέρα και τις χρησιμοποιούσαμε κυρίως στις μακαρονάδες.
Το τυρί όταν το βγάζαμε από την τσαντίλα ήταν πολύ μαλακό. Το κόβαμε με το μαχαίρι σε φέτες, το αλατίζαμε και το ρίχναμε μέσα σε μια πινιώτα (μεγάλο πήλινο βάζο).
Μερικές φορές το βάζαμε μέσα σε τουλούμι. Το τουλούμι γινόταν από δέρμα κατσικίσιο. Παίρναμε το δέρμα από το χασάπη στεγνό, το μαλακώναμε με νερό και δέναμε καλά με σπάγκο τα ανοίγματα που είχε στα πόδια και το πίσω μέρος. Από το άνοιγμα του λαιμού, φυσώντας μ’ ένα μικρό καλάμι, το φουσκώναμε και το κάναμε σαν ένα μεγάλο μπαλόνι. Μ’ ένα ψαλίδι κόβαμε το τρίχωμα και το πλέναμε καλά με νερό και σαπούνι, έτσι φουσκωμένο όπως ήταν.
Αυτό ήταν το τουλούμι. Το ξεφουσκώναμε και το γυρίζαμε ανάποδα, ώστε το τριχωτό μέρος να είναι από μέσα, να μη φαίνεται. Μέσα εκεί βάζαμε το τυρί. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, βγάζαμε μέσα από το τουλούμι το πεντανόστιμο τουλουμίσιο τυρί, που πριν ακόμη φθάσει στο τραπέζι, η μυρωδιά του γέμιζε το σπίτι και μας άνοιγε την όρεξη.
Τι λέγαμε; Α! για τις δουλειές που έκαναν τότε τα παιδιά.

Φρόντιζαν τις κοτούλες και τα κουνελάκια. Είχαν το νου τους το βράδυ να κλείσουν τις πορτούλες για να μην πάει η αλεπού και τα πνίξει. Και το πρωί πάλι πριν πάνε στο σχολείο, να τ’ ανοίξουν για να βγουν έξω από το σπιτάκι τους και να τους ρίξουν τροφή.
Πολύ με στενοχωρούσε που δεν μπορούσα να διαθέσω όπως ήθελα τον ελεύθερο χρόνο μου. Εκεί που καθόμουνα: Μαρίκα! Φέρε ξυλάκια από την αυλή να βάλεις στη φωτιά. Μαρίκα! Πήγαινε να μου αγοράσεις μια κουβαρίστρα με άσπρη κλωστή. Μαρίκα το ένα, Μαρίκα το άλλο. Με διέκοπταν ακόμη και την ώρα που έγραφα ή διάβαζα για το σχολείο.
Και δεν έφταναν οι δουλειές που κάναμε στου σπιτιού μας τους ανθρώπους. Είχαμε και τους ξένους. Μόλις μας έβλεπαν στο δρόμο, φώναζε η μια. «Πας να μου αγοράσεις σπίρτα»; Πάω! «Πας να μου αγοράσεις ρύζι»; Πάω! Και ότι άλλο θυμόντουσαν οι ξεχασμένες, εκείνη τη στιγμή που εμείς θέλαμε ν’ απολαύσουμε το παιγνίδι μας. Εδώ που τα λέμε δεν μας κακοφαινόταν και πολύ, γιατί μερικοί κάτι έδιναν και σε μας από τα ρέστα.
Μια μέρα που λετε, πήγα σ’ ένα σπίτι για να παίξω μ’ ένα μικρό παιδάκι. Πήγαινα πολλές φορές γιατί μου άρεσε η παρέα του. Αλλά κι εκείνο με ήθελε και οι δικοί του το ίδιο.
Πρέπει να ήμουνα πολύ μικρή. Μια μέρα άκουσα τους μεγάλους να συζητούν για το ποιός θα πάει να φέρει τα ψημένα μελομακάρονα από το φούρνο. «Εγώ», τους λεω «θα πάω», πρόθυμη να τους εξυπηρετήσω. Με κοίταξαν δύσπιστα. Δίστασαν λίγο, προσπαθώντας να υπολογίσουν τις δυνάμεις μου. Τελικά όμως μου είπαν να πάω. Αμ δεν είχαν υπολογίσει σωστά.
Βγήκα από το φουρνάρικο με το ταψί τα μελομακάρονα στα χέρια, περήφανη γιατί έκανα δουλειά μεγάλης γυναίκας. Δεν πρόφθασα να χαρώ για πολύ. Γιατί τα χέρια κάηκαν και το ταψί με το περιεχόμενό του βρέθηκε αναποδογυρισμένο στο δρόμο. Τα μελομακάρονα είχαν γίνει ένα με το χώμα.
Δεν ξέρω ποιος μάζεψε το ταψί και ποιος τους είπε το κατόρθωμά μου. Εγώ καταστενοχωρημένη γύρισα στο σπίτι. Είπα το πάθημά μου στη μητέρα. Κι εκείνη μου είπε: Δε φταις εσύ. Εκείνοι που σε έστειλαν φταίνε. Από τότε δεν ξαναπήγα στο σπίτι τους. Κι αν καμιά φορά τους συναντούσα, άλλαζα δρόμο.
Ας έρθουμε, όμως, πάλι στα δικά μας.
Όταν το Φθινόπωρο άρχιζαν τ’ ανεμοβρόχια και ο δυνατός αέρας τίναζε τον καρπό από τα κλαδιά της ελιάς, άλλη δουλειά άρχιζε για μας τα παιδιά. Παίρναμε τα καλαθάκια μας και τρέχαμε να μαζέψουμε από τη γη τις ελιές.
Τα καλαθάκια μας! Πολύ ωραία καλαθάκια.
Φτιαγμένα από καλάμια με εξαιρετική τέχνη που μόνο οι κάτοικοι των Ταξιαρχών, οι κακολύριανοι, ήξεραν να πλέκουν. Μα πολύ ωραία καλαθάκια! Άλλα μικρά, άλλα μεγάλα, με σχέδια από χρωματισμένα καλάμια και καναπίτσα (λυγαριά).
Αυτά τα αγοράζαμε από το παζάρι των Κονιστρών, όπου φορτωμένα στα γαϊδουράκια, τα έφερναν να τα πουλήσουν. Μαζί πουλούσαν και πολύ μεγάλα καλάθια, που τα έλεγαν ταρπιά. Το ταρπί ήταν πιο ψηλό από εμάς τα παιδιά. Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες από αγροτικά προϊόντα. Ελιές, σύκα, σταφύλια, ρόδια, κυδώνια και άλλα.
Το καημένο το γαϊδουράκι, δεν θα συμφωνούσε καθόλου με τους τεχνίτες που έφτιαχναν αυτά τα μεγάλα καλάθια. Γιατί οι άνθρωποι στερέωναν ένα ταρπί από τη μια μεριά του σαμαριού και ένα από την άλλη. Και καλά όταν τα γέμιζαν με ξερά φύλλα για τροφή των ζώων. Ήταν ελαφρύ φορτίο. Όταν όμως τα γέμιζαν με καρπούς, αγκομαχούσε το καημένο και από πάνω έτρωγε και ξύλο γιατί δεν περπατούσε γρήγορα.

Οι δουλειές του σπιτιού

Μα και στις δουλειές του σπιτιού βοηθούσαν τα παιδιά. Στο μαγείρεμα π.χ. καθαρίζαμε φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια… (Αχ! Τι δάκρυα είχα χύσει γι’ αυτά). Βοηθούσαμε στο στρώσιμο και μάζεμα του τραπεζιού, στο ξεσκόνισμα, στο σκούπισμα και στο σφουγγάρισμα του σπιτιού.
Και μη νομίσετε ότι το σφουγγάρισμα ήταν εύκολη δουλειά, όπως τώρα που το περνάμε με τη σφουγγαρίστρα και καθαρίσαμε. Τότε δεν υπήρχαν μωσαϊκά, πλακάκια ή παρκέ. Τα πατώματα ήταν ξύλινα. Φτιαγμένα με τάβλες, κομμένες από τα έλατα του Καδίτικου βουνού, ροκανισμένες από την πλάνη του ξυλουργού. Κάθε βρωμιά, λεκές και πολύ περισσότερο λαδιά, ήταν πολύ δύσκολο να βγει.
Κουβαλούσαμε νερό από το πηγάδι της αυλής (όσοι δεν είχαν πηγάδι, το έφερναν από μακριά). Βρέχαμε καλά με μια σκούπα από χόρτα τις σανίδες του πατώματος, για να μαλακώσει η βρομιά. Παίρναμε ύστερα μια σκληρή βούρτσα ή αστυφιά (αγκαθωτός θάμνος), που την πατούσαμε από το πλάι με το πόδι. Κουνώντας το πόδι μας μπρος πίσω, τρίβαμε μια-μια τις σανίδες του πατώματος ρίχνοντας από λίγο νερό, έως ότου ιδούμε το ξύλο να κιτρινίζει, που σήμαινε ότι καθάρισε. Μετά ρίχναμε μπόλικο νερό και ξεπλέναμε με τη σκούπα. Έπρεπε να στεγνώσει καλά και έπειτα να πατήσουμε το πάτωμα.
Πολύς ο κόπος, αλλά μεγάλη η ευχαρίστηση όταν το βλέπαμε καθαρό. Έλεγε δε η νοικοκυρά με περηφάνια: το έκανα (το πάτωμα) κίτρινο σαν το φλουρί.

Το πλύσιμο

Βοηθούσαμε ακόμη και στο πλύσιμο των ρούχων. Κουραστική δουλειά, γιατί τότε δεν υπήρχαν πλυντήρια, ούτε τρεχούμενο νερό στα σπίτια.
Ο πατέρας είχε φτιάξει κανάλους από τσίγκο, για να μαζεύονται τα νερά της βροχής από τα κεραμίδια και σε σωλήνες, πάλι τσίγκινους, τα οδηγούσε στο πατητήρι του κατωγιού. Και όταν πια προχωρούσε ο χειμώνας και τα κεραμίδια είχαν ξεπλυθεί καλά από τις σκόνες του καλοκαιριού, έριχνε τα νερά της βροχής στο πηγάδι της αυλής.
Θυμάμαι τη μητέρα, που σε μια άκρη της αυλής στερέωνε τη μεγάλη ξύλινη σκάφη. Εμείς τα παιδιά ζεσταίναμε το νερό με ξύλα, στο μεγάλο καζάνι. Η μητέρα έπλενε τα μεγάλα ρούχα τρίβοντάς τα πάνω σε μια πλάκα από πέτρα, την πλύστρα, που ήταν τοποθετημένη στη στενή πλευρά της σκάφης. Τα παιδιά στο πλάι πλέναμε μικρά ρούχα. Κάλτσες, πετσετούλες, μαντιλάκια… Τότε δεν υπήρχαν χαρτομάντηλα, χαρτοπετσέτες και άλλα σχετικά.
Ο πατέρας μου ήταν σιδηρουργός. Τα ρούχα του ήταν συνεχώς μουντζουρωμένα. Μα και τα παιδιά που πήγαιναν να τον βοηθήσουν, γέμιζαν και αυτά μουντζούρες. Τότε δεν υπήρχαν απορρυπαντικά, παρά μόνο το αγνό πράσινο σαπούνι ή το σπιτικό σαπούνι, που έφτιαχναν μόνες τους οι νοικοκυρές, χρησιμοποιώντας τα λάδια που τους έμεναν από προηγούμενες χρονιές. Για να καθαρίσουν λοιπόν αυτά τα μουτζουρωμένα ρούχα, έπρεπε να κάνουν μπουγάδα. Να σας πω πώς γινόταν η μπουγάδα;
Έπαιρναν ένα μεγάλο καλάθι. Έστρωναν μέσα τα άσπρα πλυμένα ρούχα, βρεγμένα, ένα-ένα. Πάνω από τα ρούχα σ’ ένα απλωμένο πανί, έριχναν στάχτη από ξύλα. Πάνω από τη στάχτη έριχναν κατά διαστήματα ζεστό νερό. Το σταχτόνερο διαπερνούσε τα ρούχα που ήταν στο καλάθι και έβγαινε από κάτω η αλισίβα, που έκανε τα ρούχα να καθαρίζουν εύκολα.
Έτσι τα ρούχα γίνονταν ολοκάθαρα και αρωματισμένα, γιατί μέσα στη στάχτη ρίχναμε και κλωναράκια από μυρτιά αν θέλαμε.

Στου Καβουρά

Εδώ θα πρέπει να σας πω, ότι όλες οι νοικοκυρές των Κονιστρών, όταν το καλοκαίρι λιγόστευε το νερό, ξεκινούσαν για του Καβουρά. Εκεί ήταν δυο βρύσες με πέτρινες γούρνες, που το νερό τους έτρεχε συνεχώς και πότιζε τα περιβόλια. Εκεί κουβαλούσαμε λοιπόν άπλυτα ρούχα, σκάφη και καζάνι.
Πανηγύρι για μας το πλατσούρισμα με τα νερά την ώρα που με τα κουβαδάκια μας γεμίζαμε το καζάνι.
Διασκέδαση να μαζεύουμε ξυλαράκια από τα γειτονικά χωράφια για να τα ρίχνουμε στη φωτιά κάτω από καζάνι. Με χαρά πάλι και με προσοχή, φέρναμε στη σκάφη ζεστό νερό.
Όταν τελείωνε το πλύσιμο, απλώναμε τα ρούχα στα κλαδιά των θάμνων να στεγνώσουν. Ήταν η ώρα που έπρεπε να λουστούμε με καβουρίσιο νερό.
Δεν θα ξεχάσω τα παιχνίδια που κάναμε με τα νερά και τα τραγούδια που λέγαμε ανεβασμένα στον πλάτανο, που με τα κλαδιά του σκέπαζε τη βρύση και μας προστάτευε από τις καυτερές αχτίνες του ήλιου.


Το φάντασμα

Ακόμη θυμάμαι τη νοστιμιά που είχαν τα φρέσκα αγγουράκια, οι ντομάτες, τ’ αχλάδια κι άλλα φρούτα από τα γειτονικά περιβόλια, που μας πρόσφερε η αγάπη των συγχωριανών μας.. Μα πιο νόστιμα ήταν αυτά που μας πρόσφερε ο μπάρμπα Κωστής όταν ερχόταν να πιει νερό από τη βρύση και να δροσιστεί. Γιατί όση ώρα καθόταν να ξεκουραστεί, μας έλεγε αστεία και ωραίες ιστορίες από τη ζωή του.
Αυτός είχε ένα κάρο με κάτι πελώριες ξύλινες ρόδες, που το έσερνε ένα άλογο. Όλη την ημέρα, μερικές φορές και τη νύχτα, πηγαινοερχόταν με το κάρο του μεταφέροντας διάφορα πράγματα. Εμπορεύματα, υλικά οικοδομών, τρόφιμα και γενικά ότι ήθελε να μεταφέρει ο πελάτης. Ήταν σαν να είχε τώρα ένα μικρό φορτηγάκι.
Μια νύχτα λοιπόν, ο μπάρμπα Κωστής φεύγοντας από τις Κονίστρες, πέρασε τα Διρρέματα και πλησίαζε το Μονόδρι. Αριστερά, ακριβώς δίπλα στο δρόμο, υψωνόταν ένας απότομος βράχος. Σε κείνο το σημείο λοιπόν, νύχτα είπαμε, άκουσε κάτι ουρλιαχτά. Γύρισε και είδε ένα μαύρο όγκο που κατρακυλούσε από το βράχο, ενώ τα ουρλιαχτά συνεχίζονταν. Ο όγκος αυτός έπεσε σε μικρή απόσταση από το κάρο του και αμέσως είδε κάτι σκυλιά που ουρλιάζοντας, έτρεχαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Αν ήταν άλλος θα γύριζε πίσω και τρομαγμένος θα διηγείτο στους συγχωριανούς για το φάντασμα που είδε. Ήταν γενναίος όμως ο μπάρμπα Κωστής και αντί να το βάλει στα πόδια, πλησίασε να ιδεί τι είναι.
Και τι λετε πως ήταν το φάντασμα.
Ψηλά στο βράχο είχαν ρίξει ένα ψόφιο γάιδαρο. Τη νύχτα τα σκυλιά, που όπως ξέρετε τρωνε ψοφίμια, βρήκαν καλή τροφή. Και τροφή για πολλά σκυλιά. Τραβώντας το γάιδαρο το ένα από δω, το άλλο από κει, τον έφεραν μέχρι την άκρη του γκρεμού. Δεν χρειαζόταν τώρα πολύ. Την ώρα που μερικά σκυλιά είχαν μπει μέσα στο κουφάρι για να φάνε καλύτερους μεζέδες, εκείνο άρχισε να κατρακυλάει, προς μεγάλη τρομάρα όλης της σκυλοπαρέας και πιο πολύ αυτών που είχαν εγκλωβιστεί μέσα στο κουφάρι.
Ήταν να μην ουρλιάζουν και να μη το βάλουν στα πόδια σαν διάβολοι, μόλις έφτασαν σε στέρεο έδαφος;
Απόλαυση λοιπόν η παρέα του μπάρμπα Κωστή στη βρύση του Καβουρά!
Στου Καβουρά κάναμε και κάτι που δεν ήθελα να γίνεται. Από τρύπες δίπλα στη βρύση και στο ρέμα, έβγαιναν μερικές φορές καβούρια. Οι μεγαλύτεροι τα έπιαναν με προσοχή, γιατί οι δαγκάνες τους δεν αστειεύονταν και τα έριχναν στα αναμμένα κάρβουνα.
Και από πάνω, την ώρα που τα καημένα προσπαθούσαν να γλιτώσουν, τους λέγαμε: «Σαν σ’ αρέσει κάβουρα, πήδα μεσ’ στα κάρβουνα.» Και μετά από τη σκληρή αυτή πράξη, απολαμβάναμε το νόστιμο μεζεδάκι.
Και τώρα, όποτε βλέπω ή μιλάμε για καβούρια, θυμάμαι το πλύσιμο των ρούχων στου Καβουρά.











Το μαμούνι

Θέλετε να μάθετε τι άλλη δουλειά κάναμε παιδιά;
Μαζεύαμε φύλλα μουριάς για το μεταξοσκώληκα, το μαμούνι όπως το λέγαμε.
Αγόραζε η μάνα μου θυμάμαι κουκουλόσπορο. Ήταν αυγά μεταξοσκώληκα. Την άνοιξη, μόλις η μουριά άρχιζε να βγάζει μικρά φυλλαράκια, έβαζε τον κουκουλόσπορο σε ζεστό μέρος. Τότε από κάθε μικρό αυγάκι, που δεν ήταν μεγαλύτερο από το κεφαλάκι της καρφίτσας, έβγαινε από ένα μικρό, πολύ μικρό, μαύρο σκουληκάκι. Νινί το λέγαμε. Με λαιμαργία έτρωγε τα τρυφερά φυλλάκια της μουριάς.
Με καθαρά χέρια πιάναμε τα φύλλα της μουριάς το ένα δίπλα στο άλλο και τα κόβαμε όπως τη μαρουλοσαλάτα, σε λεπτές λωρίδες όταν ήταν μικρό, πιο πλατειές όταν μεγάλωνε. Στο τέλος, όταν έπαιρνε άσπρο χρώμα και γινόταν ίσα με το δάχτυλό μας, έτρωγε λαίμαργα ολόκληρα φύλλα. Ήταν το τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του και τότε λέγαμε ότι «τρωει τις μεγάλες».
Δεν προφταίναμε να φέρνουμε μουρόφυλλα και να τα ρίχνουμε στα τελάρα, που ήταν τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο, όπως τα κρεβάτια σας, αλλά πολύ μεγαλύτερα και περισσότερα.
Σιγά-σιγά έκοβε η όρεξη του μεταξοσκώληκα, ώσπου στο τέλος στεκόταν ακίνητο και δεν έτρωγε καθόλου. Το σώμα του σιγά-σιγά από άσπρο που ήταν, γινόταν διάφανο με λαμπερό κιτρινωπό χρώμα. Το χρώμα του μεταξιού.
Τότε η μητέρα έλεγε με χαρά: «Παιδιά, ήρθε η ώρα να πλέξουν. Φέρτε κλαδιά.»
Τρέχαμε στο κατώγι, παίρναμε κλαδιά και θυμάρια που από καιρό είχαμε μαζέψει γι’ αυτή τη δουλειά, τα τινάζαμε για να πέσουν τα ξερά φύλλα και τα φέρναμε. Η μητέρα στερέωνε τα κλαδιά σε διάφορα σημεία.
Ο μεταξοσκώληκας εύρισκε το κλαδί, ανέβαινε πάνω και άρχιζε τη δουλειά.
Με το στόμα του στερέωνε γύρω του μεταξωτές κλωστίτσες, γυρίζοντας το κεφαλάκι του δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, μπρος, πίσω. Αυτό το διάφανο κιτρινωπό υγρό που είχε μέσα του, μόλις έβγαινε στον αέρα γινόταν πολύ λεπτή μεταξωτή κλωστή. Σιγά-σιγά πύκνωναν οι κλωστίτσες γύρω του τόσο, που δεν το βλέπαμε. Κλεισμένο μέσα συνέχιζε το πλέξιμο, έως ότου το κουκούλι γινόταν σκληρό. Τις ημέρες εκείνες όλοι προσέχαμε να μη φωνάζουμε, να μη κτυπάμε και γενικά να μη κάνουμε θόρυβο, γιατί οι μεταξοσκώληκες τρόμαζαν και σταματούσαν το πλέξιμο.
Η πιο ευχάριστη απασχόληση για μας ήταν το καθάρισμα των κουκουλιών. Αφού τα βγάζαμε από τα κλαδιά, σχηματίζαμε σωρούς ολόκληρους από κουκούλια. Αυτά έπρεπε να τα καθαρίσουμε ένα-ένα από οτιδήποτε είχαν πάνω τους. Ξερά φυλλαράκια, λεπτά ξυλάκια, μαζί και τις κλωστίτσες που είχαν απλώσει δεξιά, αριστερά για να στερεώσουν το κουκούλι τους.
Τρέχοντας παίρναμε θέση γύρω από το σωρό των κουκουλιών και αρχίζαμε το καθάρισμα. Όσα γειτονόπουλα το έπαιρναν είδηση, έτρεχαν και αυτά. Γιατί η μητέρα εκείνη την ώρα μας έλεγε τα πιο όμορφα παραμύθια. Τέλειωνε το ένα, άρχιζε το άλλο. Ήξερε τον τρόπο να μας κρατάει εκεί μέχρι να καθαριστούν όλα τα κουκούλια.
Βλέπετε τότε δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση. Αν κι εγώ με τίποτα δεν θ’ άλλαζα εκείνες τις στιγμές.

Γιατί εκτός από τα παραμύθια, μας έλεγε και αληθινές ιστορίες.
Αξίζει ν’ ακούσετε και ‘σεις μερικές.

Η γιαγιά της γιαγιά της, που την έλεγαν Ζαχαρού, είχε γεννηθεί σ’ ένα ρουμάνι, δηλαδή μια θαμνώδη περιοχή, στο βουνό που είναι πάνω από το Κακολύρι (τους Ταξιάρχες). Εκεί είχε πάει η μάνα της την ημέρα εκείνη για να κρυφτεί, επειδή την κυνηγούσαν οι Τούρκοι.
Ήταν πολύ όμορφη και οι γονείς της φοβόντουσαν να μη την πάρουν οι Τούρκοι στο χαρέμι τους. Γι’ αυτό μικρή, σε ηλικία δώδεκα χρονών, την πάντρεψαν μ’ έναν ηλικιωμένο. Όταν ο άντρας της γύριζε από τη δουλειά, την έβρισκε να παίζει.
Στις Κονίστρες έμενε τότε ο Τούρκος πασάς. Αυτού του άρεσε πολύ η κοτόπιτα. Κάθε τρεις και λίγο, φώναζε το δήμαρχο του χωριού που λεγόταν Κάραλης και του έλεγε: «Κότα πίτα ωρέ Κάραλη». Χωρίς άλλη κουβέντα, γυναίκες γύριζαν όλο το χωριό να βρουν κοτόπουλα, για να απολαύσει ο Τούρκος την κοτόπιτά του.
Μας έλεγε σε στοίχους και μια άλλη αληθινή ιστορία, που αρχίζει έτσι:

Φόνος φριχτός που έγινε
μέσα εις τις Κονίστρες,
φονείς και οι πρωταίτιοι
ήτανε οι Καδίτες. Ελένη ονομάζετο,
ωραία εις τα κάλλη
κι όσοι την εζήλευαν
της ‘φάγαν το κεφάλι.

Κάποιος αξιωματικός ζήτησε να παντρευτεί την Ελένη από τη Χαλκίδα, που ήταν πολύ ωραία κοπέλα. Θα την έφερνε να μείνουν στις Κονίστρες. Η μάνα της της έλεγε: «Όχι Ελένη μου, μην πας στις Κονίστρες. Στις Κονίστρες έχει λύκους και φοβάμαι. Η Ελένη όμως δεν φοβήθηκε τους λύκους. Ήρθαν, λοιπόν και κάθισαν σ’ ένα σπίτι πίσω από την Αγία Τριάδα των Κονιστρών. Αργότερα, εκεί τη σκότωσε ο υπηρέτης της πληρωμένος από τον άντρα της.
Μεταξύ των άλλων, η μάνα της στο μοιρολόγι της έλεγε:

Ελένη μου με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια,
σε σκότωσ’ ο Καράβελης
και σ’ έκανε κομμάτια. Ελένη μου Ελένη
τσεκουροσκοτωμένη!
Ελένη μου Ελένη
αδικοσκοτωμένη.

Με τις ιστορίες κοντεύαμε να ξεχάσουμε τα κουκούλια. Θυμάμαι μερικούς στοίχους από τ’ αναγνωστικό μας:
- Μικρέ μεταξοσκώληκα
Τι θέλεις να σου φέρω;
- Θέλω της άσπρης της μουριάς
Να φάω εγώ το φύλλο.

Κι όταν κλεινόταν μέσα στο κουκούλι
- Μικρέ μεταξοσκώληκα
Πες μου τι κάνεις τώρα;
- Μια πεταλούδα γίνομαι
Και θα ‘βγω κάποια ώρα.

Μεταμορφωμένοι σε πεταλούδες οι μεταξοσκώληκες θα έβγαιναν από τα κουκούλια, θα ζευγάρωναν, θα γεννούσαν τ’ αυγά τους, κι έτσι θα τελείωνε ο βιολογικός τους κύκλος.
Μα από τα τρυπημένα κουκούλια δεν μπορούσαμε να πάρουμε μετάξι. Έβαζαν λοιπόν τα κουκούλια σε αρκετά ζεστό φούρνο. Έτσι οι μεταξοσκώληκες δεν πρόφταιναν να γίνουν πεταλούδες. Σ’ ένα τέντζερη (πολύ μεγάλη κατσαρόλα από χαλκό) με νερό ζεματιστό, έριχναν έναν αριθμό από κουκούλια. Λίγα, αν ήθελαν το νήμα να γίνει λεπτό, περισσότερα, αν ήθελαν να πάρουν νήμα χοντρό. Μέσα στο ζεστό νερό μαλάκωναν.
Μ’ ένα κλαράκι από ξερό θυμάρι τ’ ανακάτωναν. Από κάθε κουκούλι γαντζωνόταν και μια πολύ λεπτή μεταξωτή κλωστούλα, που ξετυλιγόταν από το κουκούλι, όπως ξετυλίγεται ένα κουβάρι με νήμα. Οι πολλές αυτές μεταξωτές κλωστούλες, έκαναν μια κανονική μεταξωτή κλωστή. Στον αέρα στέγνωνε και γινόταν το μεταξωτό νήμα. Μ’ αυτό το νήμα ύφαιναν στον αργαλειό υφάσματα για πουκάμισα, φορέματα, κουστούμια.
Μα τα περισσότερα από τα κουκούλια τ’ αγόραζε ο κουκουλάς, που συστηματικά έφτιαχνε μετάξι. Μ’ αυτό τον τρόπο οι οικογένειες αποκτούσαν κάθε χρόνο ένα καλό οικογενειακό εισόδημα. Και σ’ αυτό συμβάλαμε και ‘μεις τα παιδιά.


Η φύση μας διδάσκει

Αν είχαμε τότε, μερικά βιβλία με χρωματιστές εικόνες, απ’ αυτά που η αγάπη των γονιών σας έχει γεμίσει τα ράφια της βιβλιοθήκης σας, θα πετούσαμε από τη χαρά μας.
Εμείς στο Δημοτικό μέχρι και την τετάρτη τάξη είχαμε μόνο το αναγνωστικό. Και όμως διαβάζαμε! Διαβάζαμε το ζωντανό βιβλίο της φύσης και παίρναμε διδάγματα.
Καθόμουνα σ’ ένα σκαλοπάτι και κοιτούσα τις κοτούλες στην αυλή. Πολλές φορές μια κότα τσιμπούσε τη διπλανή της. Αυτή όμως δε γύριζε να ανταποδώσει το τσίμπημα. Έφευγε μακριά για να μη συνεχιστεί ο καυγάς.
Η κλώσα αγαπούσε πολύ τα παιδάκια της. Όταν εύρισκε κάποιο σποράκι ή σκουληκάκι καθώς σκάλιζε με τα πόδια της το χώμα, φώναζε τα πουλάκια της για να τους τα δώσει. Κι εκείνα έτρεχαν. Μα ένα ή δυο ήταν τα τυχερά. Η τροφή που είχε βρει δεν έφτανε για όλα. Ποτέ όμως δεν τα είδα να μαλώνουν, να φωνάζουν ή να τσιμπούν το ένα το άλλο. Με ησυχία σκόρπιζαν στην αυλή αγαπημένα. Στο επόμενο κάλεσμα κάποιο άλλο θα πρόφταινε.
Η μάνα τους η κλώσα, πολύ τα πρόσεχε και τα προστάτευε. Αν έβλεπε γεράκι ψηλά στον ουρανό, ή καμιά γάτα στο φράχτη, τα φώναζε κοντά της. Κανένα μα κανένα δεν σκεφτόταν να παρακούσει την εντολή της μάνας του. Μονομιάς έτρεχαν κοντά της κι εκείνη τα σκέπαζε προστατευτικά με τα φτερά της.
Για φαντάσου τι θα πάθαινε αν κάποιο σκεφτόταν να μην υπακούσει στη «διαταγή» της μάνας του. Θα βρισκόταν ψηλά κρεμασμένο από τα νύχια κάποιου γερακιού ή στα σουβλερά δόντια κάποιας γάτας, έξω από την αυλή τσιρίζοντας και καλώντας σε βοήθεια. Μάταια όμως!
Και λυπόμουν γιατί μερικά παιδιά δεν άκουγαν τις συμβουλές των γονιών τους. Και φοβόμουν μήπως και αυτά μεγαλώνοντας βρεθούν κάποτε αρπαγμένα από τα νύχια κάποιου γερακιού. Και έπαιρνα δίδαγμα κι έλεγα στον εαυτό μου: «Πρέπει να ακούω τους γονείς μου».

Εκτός από τις κοτούλες που λετε παιδιά, παρατηρούσα και τα γατάκια. Αυτά τα είχαμε μέσα στο σπίτι. Τα παίρναμε στην αγκαλιά μας, τα χαϊδεύαμε κι εκείνα γουργούριζαν ευτυχισμένα. Πολλές φορές τη νύχτα, τα βρίσκαμε στο κρεβάτι μας. Πότε στα πόδια και πότε δίπλα στο μαξιλάρι μας.
Ήταν και στιγμές που δεν ήθελαν τα χάδια μας. Καθώς λοιπόν απλώναμε το χέρι, εισπράτταμε μια γερή γρατσουνιά. Και τότε κλαίοντας με ματωμένα χέρια τρέχαμε στη μητέρα μας για ανάλογη περιποίηση.


Το χειμώνα στο τζάκι, πρώτη και καλύτερη η γάτα. Πήγαινε τόσο κοντά στα αναμμένα ξύλα, που πολλές φορές η γούνα της έπιανε φωτιά. Τότε ξαφνικά, μ’ ένα πήδημα βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. Από πίσω τρέχαμε κι εμείς κοντά της και κοιτούσαμε μήπως είχε κολλήσει πάνω της κάποιο κάρβουνο αναμμένο.
Η γάτα μας πρόσφερε μια πολύτιμη υπηρεσία. Καθάριζε το σπίτι και τις αποθήκες από τα ποντίκια. Με τις ώρες παραμόνευε. Μόλις ο ποντικός επιχειρούσε να βγει από την τρύπα του, τον άρπαζε.
Εκείνο που χαιρόμαστε περισσότερο ήταν τα μικρά παιγνιδιάρικα γατάκια. Με μεγάλη στοργή τα μεγάλωνε η μητέρα τους. Δε φρόντιζε μόνο για την τροφή τους. Φρόντιζε επίσης πολύ για την εκπαίδευσή τους. Και επειδή δεν υπήρχε σχολείο για γατάκια, είχε αναλάβει η ίδια να τους μάθει τα απαραίτητα για τη ζωή. Έτσι σιγά-σιγά μάθαιναν να καθαρίζουν τη γούνα τους με τη γλωσσίτσα τους και το πρόσωπο με τα μπροστινά τους ποδαράκια.
Τα έβαζε και να κυνηγούν την άκρη της ουράς της. Τους έφερνε μισοπνιγμένο ποντικό και τα παρακινούσε να τον κυνηγήσουν και να τον πιάσουν. Αυτό γινόταν πολλές φορές, μέχρις ότου μάθουν τελικά να κυνηγούν και να βρίσκουν μόνα τους την τροφή τους.
Το ίδιο γίνεται και με πολλά άγρια ζώα του δάσους. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν μπορούν να μάθουν περισσότερα.


Τα ζώα αιώνες τώρα ζουν με τον ίδιο τρόπο. Τρώνε ωμή την τροφή τους. Δεν φτιάχνουν ρούχα. Δεν φτιάχνουν και δεν χρησιμοποιούν εργαλεία. Όπως ζούσαν τότε που τα δημιούργησε ο Θεός, μέσα σε κοιλώματα της γης και σε κουφάλες δέντρων, το ίδιο ζουν και τώρα. Τις ίδιες κραυγές βγάζουν. Δεν έμαθαν να μιλούν. Ούτε να γράφουν. Αλλά πώς να μάθουν τα καημένα, αφού δεν πηγαίνουν στο σχολείο.
Βλέπεις, ο καλός Θεός έδωσε μόνο στον άνθρωπο το «λογικό». Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι κυρίαρχος σ’ όλα τα άλλα δημιουργήματα.
Από τη γη παίρνει διάφορα πετρώματα για το κτίσιμο των σπιτιών, μέταλλα και άλλα υλικά σαν πρώτες ύλες στη βιομηχανία. Από τα φυτά ξυλεία, καρπούς, φύλλα. Και το σπουδαιότερο, το οξυγόνο και τον καθαρό αέρα που αναπνέομε..
Από το ζωικό βασίλειο παίρνει το κρέας, το γάλα, το μέλι. Χρησιμοποιεί ακόμη τη δύναμη των ζώων για μεταφορά φορτίων και διάφορες γεωργικές εργασίες.
Τ’ αυτιά μας δε χορταίνουν ν’ ακούν τους όμορφους κελαϊδισμούς των πουλιών.
Η ομορφιά της φύσης με τα ωραία ευωδιαστά και πολύχρωμα λουλουδάκια, γαληνεύει την ψυχή.

Προστασία της φύσης

Αφού λοιπόν σ’ όλα τα δημιουργήματα είναι αφέντης ο άνθρωπος, θα πρέπει να πει ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Θεό. Φτάνει όμως αυτό; Ο Θεός θέλει αυτά που δημιούργησε για χάρη μας, να μη τα καταστρέφουμε. Δεν πρέπει να παραβαίνουμε τους φυσικούς νόμους.
Πως έρχεσαι ‘συ κύριε άνθρωπε και δίνεις στις αγελάδες, που είναι φυτοφάγα ζώα, «ψαράλευρα» ή άλλες ουσίες που δεν προέρχονται από τα φυτά; Και τώρα να! Εσύ τα πληρώνεις. Οι αγελάδες τρελάθηκαν! Έπαθαν «σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια» και κινδυνεύεις κι εσύ.
Χρησιμοποιούμε ανεξέλεγκτα φυτοφάρμακα ή εντομοκτόνα με βλαβερές ουσίες.
Μολύνουμε μόνοι μας τον αέρα που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε, τους καρπούς από το μολυσμένο έδαφος.
Σπαταλάμε άσκοπα το νερό και αν κάποτε μας λείψει, πάλι εμείς θα φταίμε.
Εκείνες οι νάιλον σακούλες που τόσο μας εξυπηρετούν και που με τόση ευκολία πετάμε στα σκουπίδια, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ζημιά κάνουν στο περιβάλλον. Γιατί πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια, όσο να διαλυθούν στο έδαφος. Γι’ αυτά και για πολλά άλλα είναι υπεύθυνος ο άνθρωπος.
Στην αρχή ζούσε μέσα σε σπηλιές και κουφάλες δέντρων. Έτρωγε τροφές που εύρισκε μόνος του στη φύση ή κυνηγώντας. Χρησιμοποιώντας όμως το «λογικό» έφτιαξε στην αρχή πέτρινα εργαλεία… Τη συνέχεια την ξέρετε.
Πολύ βοήθησαν οι επιστήμονες και οι ερευνητές στο να καλυτερέψει η ζωή του ανθρώπου. Στο σπίτι μας για να καταλάβετε, δεν είχαμε ρεύμα ούτε νερό. Το μαγείρεμα γινόταν με ξύλα στο τζάκι. Ο φωτισμός με λυχνάρια λαδιού, ή αργότερα με λάμπες πετρελαίου. Στο σπίτι μέσα δεν υπήρχε ηλεκτρική κουζίνα, ψυγείο, πλυντήριο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, τηλέφωνο, κομπιούτερ και πολλά άλλα που δεν μπορώ να τ’ απαριθμήσω.
Μα οι ίδιοι επιστήμονες και εφευρέτες αφού έδιωξαν από την καρδιά τους την αγάπη για το Θεό και τον άνθρωπο, έφτιαξαν βόμβες, χημικά όπλα και άλλες καταστροφικές μηχανές που τόσο πόνο και δυστυχία σκορπίζουν σε αθώα παιδιά.

Κατοχή

Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρομάρα που πήρα όταν μόλις ακούστηκαν πυροβολισμοί από μια μάχη που γινόταν στην Αγία Μαρίνα, η μητέρα μου με άρπαξε από το χέρι για να βγούμε έξω από το χωριό. Τρέχοντας φτάσαμε στο ραχάκι. Σταματήσαμε για λίγο πίσω από μια ελιά. Οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα μας. Δίνουμε ένα τροχάδι και σταματάμε πάλι πίσω από άλλη ελιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατηφορίσαμε προς το ρέμα και βγήκαμε στα χωράφια.
Η μάχη δεν κράτησε πολύ ώρα. Σε ‘μας τα παιδιά η περιέργεια νίκησε το φόβο. Χωρίς να μας πάρουν είδηση οι δικοί μας, βρεθήκαμε εκεί που είχε γίνει η μάχη. Στο δρόμο μαζεύαμε αδειανές σφαίρες για να παίζουμε.
Όταν όμως προχωρήσαμε λίγο πιο πέρα από το Δημοτικό σχολείο, δεξιά όπως πηγαίνουμε προς τα Διρρέματα σε μια κατηφοριά, αντικρίσαμε φριχτό θέαμα. Ένα αυτοκίνητο καμένο που ακόμα κάπνιζε. Μέσα ήταν ένας καμένος άνθρωπος ενώ ένας άλλος, πάλι καμένος ήταν πεσμένος στο χώμα. Έλεγαν πως ο ένας ήταν ταγματασφαλίτης από τους Ανδρονιάνους και ο άλλος Λευκορώσος. Τους πήραν αργότερα Κονιστριάτες και τους έθαψαν στο νεκροταφείο της Αγίας Μαρίνας.
Άλλη μάχη είχε γίνει στο βόρειο άκρο των Κονιστρών, λίγο πιο βόρεια από ‘κει που ‘στριβε ο δρόμος για το Κουρούνι.
Ήταν Κυριακή. Οι γερμανοί που έμεναν στην Κύμη από το πρωί είχαν στείλει Λευκορώσους για να πάρουν από το παζάρι των Κονιστρών ντομάτες και άλλα λαχανικά. Πήραν τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν όλα. Άφησαν τις ντομάτες στο σπίτι του προέδρου, με σκοπό να επιστρέψουν το απόγευμα να τις πάρουν.
Το απόγευμα ακούσαμε τους πυροβολισμούς από τη μάχη και σε λίγο καλπασμούς από τα τρομαγμένα άλογα, που έτρεχαν και το γνωστό θόρυβο από τις ρόδες των κάρων.
Η ρόδα ενός κάρου μπερδεύτηκε σε μια πέτρα και ακινητοποιήθηκε στο στενό που είναι δίπλα στο σπίτι μας. Τρομάρα μας έπιασε για τις συνέπειες που θα είχαμε όταν οι Γερμανοί θα έβρισκαν το κάρο έξω από τα σπίτια μας. Μια γριά θαρραλέα πήγε μπροστά στο άλογο και κινώντας τα χέρια της ανάλογα, το ανάγκασε να πάει λίγο προς τα πίσω. Έτσι ξεμπλέχτηκε η ρόδα και το άλογο έφυγε πάλι τρέχοντας.
Τώρα περιμέναμε αντίποινα από τους Γερμανούς. Το χωριό σχεδόν άδειασε. Μαζί φύγαμε κι εμείς τα παιδιά με τον πατέρα μας, αφού πήραμε μερικές κουβέρτες και λίγα τρόφιμα. Πήραμε το δρόμο που πήγαινε για τους Κήπους. Πριν φτάσουμε στου Καβουρά στρίψαμε δεξιά, περάσαμε το ρέμα και ανηφορίσαμε στην πλαγιά ενός λόφου, στου Λαμάνου. Εκεί στο ύπαιθρο περάσαμε τη νύχτα μας. Μαζί μας ήταν και ένας γέρος, ο μπάρμπα Γιάννης. Αυτός μας έλεγε παραμύθια και ‘μεις ξεχνούσαμε για λίγο την τρομάρα.
Τότε οι αντάρτες όταν ήθελαν να ανακοινώσουν κάτι στον κόσμο αντί για μεγάφωνο που δεν υπήρχε, χρησιμοποιούσαν ένα πολύ μεγάλο χωνί από φωνόγραφο. Πλησίαζαν το στόμα τους στο πιο στενό σημείο του χωνιού και με όλη τη δύναμή τους φώναζαν: «Προσοχή, προσοχή…» και ‘μεις επαναλαμβάναμε: «Προσοχή, προσοχή, θα μιλήσει το χουνί»! Έτσι μας ειδοποιούσαν όταν επρόκειτο να περάσει από τις Κονίστρες εχθρική φάλαγγα.
Μια μέρα εκεί που καθισμένοι στα χορταράκια τρώγαμε κάτι από τα φαγώσιμα, ο μπάρμπα Γιάννης λεει: «Σταματήστε, μιλάει το χουνί»! Εμείς σκάσαμε στα γέλια. Γιατί αυτό που τα αφτιά του μπάρμπα Γιάννη άκουγαν σαν χωνί, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά το γκάρισμα ενός γαϊδαράκου, που ήταν δεμένος στο διπλανό χωράφι.
Τα γέλια μας δεν κράτησαν πολύ. Γιατί σε λίγο ακούστηκε πραγματικά το χωνί, που έλεγε ότι έρχονται οι Γερμανοί. Τρέξαμε όλοι, μικροί μεγάλοι και κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Ανάμεσα από τα κλαδιά που ήταν στην είσοδο, βλέπαμε τα σπίτια που ήταν στη νότια άκρη του χωριού.
Σε μια στιγμή παγώσαμε! Καπνός και φλόγες έβγαιναν από ένα σπίτι! Πω, πω λέγαμε. Άρχισαν να ‘καινε το χωριό. Έκαψαν το σπίτι του προέδρου. Εκεί μέσα βρήκαν τις ντομάτες που είχαν αφήσει οι Λευκορώσοι.


Η θεία Μαριώ

Δεν σας είπα ότι η μητέρα δεν μας ακολούθησε. Δεν ήθελε ν’ αφήσει το σπίτι μόνο του. Άφησε την πόρτα του κατωγιού πίσω και πίσω ανοιχτή. Ανέβηκε επάνω και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δίπλα της είχε τοποθετήσει ένα ποτήρι νερό και το θερμόμετρο. Θα έκανε την άρρωστη.
Οι Γερμανοί φωνάζοντας, έσπαζαν με κλωτσιές και με τα κοντάκια των όπλων τους τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών. Όσους άνδρες ή γυναίκες έβρισκαν, τους έπαιρναν. Ήρθαν και στο δικό μας σπίτι. Βρήκαν την πόρτα του κατωγιού ανοιχτή. Ήταν πεινασμένοι Λευκορώσοι, επειδή και αυτοί ήταν υποδουλωμένοι στους Γερμανούς, που δεν έχαναν την ευκαιρία να παίρνουν ότι φαγώσιμο εύρισκαν. Μπήκαν λοιπόν στο κατώγι για να μη τους βλέπουν οι Γερμανοί κι εκεί μέσα μοιράστηκαν ένα κασάκι λουκούμια που είχαν αρπάξει απ’ το απέναντι καφενείο.
Μέσα στο κατώγι ο πατέρας μου είχε ανοίξει ένα μεγάλο λάκκο. Τόσο μεγάλο που χωρούσε ένα μεγάλο πιθάρι με λάδι και από πάνω είχε βάλει κλαδιά για να μη φαίνεται και μας το πάρουν. Έτσι γλιτώσαμε το λάδι. Στο σπίτι επάνω δεν ανέβηκαν..
Σε μια στιγμή όμως η μητέρα άκουσε περπατησιές στη σκάλα. Ήταν μια γειτόνισσα, η θεία Μαριώ. Αυτή παρότι την είχαν πιάσει οι Γερμανοί, κατάφερε και τους έφυγε. Μπήκε σ’ ένα γειτονικό σπίτι, άνοιξε μια κασέλα, πήρε ένα άσπρο ρούχο και το στερέωσε στο κεφάλι της. Μ’ αυτό σκέφθηκε και να με ιδούν δεν πρόκειται να με γνωρίσουν.
Έτσι μπήκε μέσα στο σπίτι μας λέγοντας «Πωπώ! Ζαχαρού μου! Τουφεκάνε.» Αφού τις εξιστόρησε πώς το έσκασε, άρχισε να σταυροκοπιέται και να κάνει μετάνοιες.
Το ρούχο που είχε βάλει στο κεφάλι της, ήταν γυναικείο εσώρουχο απ’ αυτά που φορούσαν οι γυναίκες την εποχή εκείνη, με δύο ποδαρικά μέχρι το γόνατο και τέσσερα κορδόνια επάνω για να στερεώνεται στη μέση.
Η θεία Μαριώ είχε χώσει το κεφάλι της στο ένα ποδαρικό του εσώρουχου, ενώ το άλλο έκρεμε πίσω της. Καθώς λοιπόν έσκυβε μέχρι το πάτωμα για να κάνει μετάνοια, το ελεύθερο ποδαρικό του εσώρουχου μαζί με τα κορδόνια διέγραφαν ένα τόξο πάνω απ’ το κεφάλι της και έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της. Όταν σηκωνόταν γινόταν αντίθετη κίνηση και πήγαιναν στην πλάτη. Ήταν τόσο αστείο το θέαμα που η μητέρα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια, παρά τη σοβαρότητα της στιγμής.
Αργότερα κάθε φορά που μας διηγείτο το περιστατικό, έσκαγε στο γέλια.
Τελικά οι Γερμανοί μόνο ένα σπίτι έκαψαν και αυτούς που είχαν συλλάβει, τους απελευθέρωσαν με την επέμβαση κάποιου προσώπου.
Στο χωριό Ταξιάρχες όμως με άλλη αφορμή, έκαψαν σχεδόν όλα τα σπίτια και σκότωσαν τριάντα άντρες που είναι θαμμένοι στο γνωστό μνημείο λίγο έξω απ’ τις Κονίστρες προς τους Ταξιάρχες.
Κατέβαινα τη σκάλα του σπιτιού μας όταν ακούστηκαν ριπές πυροβόλου. Ήταν οι σφαίρες που σκότωσαν τους Κακολύριανους, αφού πρώτα τους έβαλαν ν’ ανοίξουν ένα μεγάλο λάκκο, το λάκκο τους. Εκεί μέσα τους έθαψαν όλους μαζί, κάποιοι από τους Γιάννηδες που αγγάρεψαν οι Γερμανοί.
Και γέμισε το Κακολύρι από μαυροντυμένες χήρες, μανάδες, αδελφές.
Και γέμισε το Κακολύρι από ορφανά παιδιά, που πολλά απ’ αυτά δεν είχαν προλάβει να γνωρίσουν τον πατέρα τους!


Και πείνα

Πολλές φορές σκέπτομαι τη δυστυχία των παιδιών που τόσα χρόνια βρίσκονται μέσα στη φωτιά και τις στερήσεις του πολέμου.
Πόσα περιστατικά δεν είναι χαραγμένα στη μνήμη μου από εκείνα τα παιδικά χρόνια που έζησα στην κατοχή και στην πείνα!
Πείνα θα πει να πεινάς, να θέλεις να φας, να έχεις ανάγκη να φάς γιατί τα πόδια σου δεν έχουν κουράγιο ν’ ανέβουν τη σκάλα και να μην υπάρχει τίποτα φαγώσιμο στο σπίτι.
Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, μεγάλοι άνθρωποι και παιδιά με πρησμένα χέρια και πόδια από την αβιταμίνωση, έβγαιναν στους δρόμους για αναζήτηση τροφής. Πολλοί δεν πρόφταιναν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους. Άφηναν την τελευταία τους πνοή έξω από κάποια κλειστή πόρτα ή στα πεζοδρόμια.
Εδώ στα χωριά μας δεν φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση. Μας έσωσε η μητέρα γη.
Εγώ δεν έκανα άλλη δουλειά, από το να γυρίζω στα χωράφια και να μαζεύω άγρια χόρτα. Κάθε μέρα τρώγαμε χόρτα. Ο καημένος ο Αιμίλιος έλεγε: «Όταν μεγαλώσω, στο σπίτι μου δεν πρόκειται να μαγειρέψω ποτέ χόρτα.» Έπαιρνα που λέτε το κοφίνι, ένα μαχαίρι και έβγαινα έξω απ’ το χωριό. Δεν πήγαινα μακριά γιατί φοβόμουνα. Πόσο όμως καμάρωνα για τα μπράβο και τους επαίνους που έπαιρνα όταν γύριζα σπίτι φορτωμένη και άκουγα τη μητέρα να λέει στις γειτόνισσες: «Η Μαρίκα μας φέρνει χόρτα. Και τι γρήγορα γεμίζει το καλάθι της!» Και να ‘ξεραν, σκέφτομαι τώρα!
Εκείνα τα χρόνια δεν περνούσε σκουπιδιάρης. Τα σκουπίδια τα έριχναν σε κάποια ρεματάκια κοντά στο χωριό. Εκεί κοντά φύτρωναν τα πιο μεγάλα χόρτα. Υπολόγιζα με το φτωχό μου μυαλό ότι ένα δυο μέτρα μακριά από τις βρωμιές ήταν αρκετά για να μαζέψω καθαρά χόρτα. Έτσι κατόρθωνα να γεμίζω το καλάθι μου δύο και τρεις φορές την ημέρα. Ευτυχώς που η μητέρα έπαιρνε μια μεγάλη λεκάνη, κατέβαινε στην αυλή δίπλα στο πηγάδι κι εκεί τα έπλενε με μπόλικο νερό. Έπειτα και με το βράσιμο δεν υπήρχε φόβος μικροβίων.
Θυμάμαι τα μεγάλα αδέλφια μου που έλεγαν ότι η γη θα μας σώσει. «Να σπείρετε ακόμα και στις γλάστρες».
Ο πατέρας μου, προκομμένος άνθρωπος, άρχισε να σπέρνει και να φυτεύει. Από το περιβόλι παίρναμε ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, μελιτζάνες και άλλα. Και τι νόστιμα που ήταν! Στα χωράφια που πολλά απ’ αυτά ήταν νοικιασμένα, έσπερνε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι φασόλια, ρεβίθια, κουκιά και άλλα.
Μια φορά είχαμε σπείρει ένα νοικιασμένο χωράφι καλαμπόκι. Βρισκόταν δίπλα στο δρόμο που πηγαίνει για την Κύμη λίγο πιο πέρα απ’ το γυμνάσιο. Πολλοί καθώς περνούσαν, έμπαιναν μέσα και έκοβαν καλαμπόκια. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τελικά δε θα έμενε τίποτα για μας. Έπρεπε κάποιος να φυλάει τα καλαμπόκια. Εμένα βρήκαν σαν πιο κατάλληλο φύλακα.
Στη μέση του χωραφιού είχαμε φτιάξει με κλαδιά μια καλύβα και μέσα είχαμε ένα πρόχειρο κρεβάτι. Την ημέρα που έφερνα βόλτες στο χωράφι, με έβλεπαν και δεν έμπαιναν μέσα. Μια μέρα που ήμουν μέσα στην καλύβα, είδα ανάμεσα από τα κλαδιά κάποιον που πήδησε μέσα στο χωράφι, έκοψε ένα καλαμπόκι κι έφυγε γρήγορα. Εγώ όμως έκανα σαν να μην τον είδα.
Μια μέρα είχε νυχτώσει κι εγώ φοβόμουν. Σε λίγο ήρθε ο πατέρας κι έφερε ένα πιάτο με τηγανισμένες μαρίδες. Γρήγορα στρώθηκε το τραπέζι κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Άρχισα να τρώω με βουλιμία, υποθέτοντας ότι όλες οι μαρίδες ήταν για μένα και ότι ο πατέρας είχε φάει στο σπίτι. Έτρωγα που λέτε γρήγορα- γρήγορα. Ένας Θεός ξέρει τι πείνα είχα. Που και που έπαιρνε κι ο πατέρας καμία. Νόμιζα ότι παίρνει από το μερίδιό μου και έτρωγα ακόμα πιο γρήγορα.
Όταν τελείωσε το φαγητό, με την κουβέντα κατάλαβα ότι ο πατέρας για να έρθει πιο γρήγορα σ’ εμένα δεν κάθισε στο σπίτι να φάει. Πήρε τις δύο μερίδες και ήρθε να φάμε μαζί. Τελικά έμεινε σχεδόν νηστικός για να φάω εγώ περισσότερο.
Μεγάλη η καρδιά του πατέρα!
Πέσαμε να κοιμηθούμε μέσα στην καλύβα, για να φυλάμε και τη νύχτα το καλαμπόκι. Δε θυμάμαι πόση ώρα έκανε να με πάρει ύπνος. Είχα τύψεις γιατί άφησα τον πατέρα σχεδόν νηστικό. Μέχρι τώρα όταν το σκέφτομαι, κάτι μου σφίγγει την καρδιά.

Ο πατέρας

Όταν πηγαίναμε στην Κύμη στο γυμνάσιο, κάθε Σάββατο μετά το μάθημα όλα τα παιδιά ξεκινούσαμε για τα χωριά μας.
Άλλοτε με ήλιο, άλλοτε με βροχή και μερικές φορές με χιόνια, περπατούσαμε περισσότερο από δύο ώρες. Με τις κουβέντες, με τ’ αστεία, με αθώα πειράγματα, δεν καταλαβαίναμε την κούραση. Προχωρούσαμε με τα σακούλια αδειανά από τρόφιμα, μα και με το στομάχι αδειανό τις περισσότερες φορές. Τα τρόφιμα που είχαμε πάρει από το σπίτι μας στην αρχή της εβδομάδας πολλές φορές δεν έφθαναν μέχρι το Σάββατο.
Η μητέρα άναβε φούρνο κάθε Σάββατο. Έψηνε ψωμί για να το πάρουμε φρέσκο τη Δευτέρα. Μαζί με το ψωμί μέσα στο φούρνο, έψηνε ένα ταψί πατάτες. Τι νόστιμες που ήταν!
Από τη σκάλα ακόμη η μυρωδιά μας γαργαλούσε τα ρουθούνια.
Πριν φθάσουμε στο σπίτι, περνούσαμε απ’ το σιδηρουργείο του πατέρα. Μόλις έπαιρνε είδηση ότι τα παιδιά έρχονταν από την Κύμη, άφηνε το σφυρί και το αμόνι και έβγαινε έξω να μας υποδεχτεί.
Σαν να τον βλέπω στη μέση του δρόμου με την πέτσινη μουτζουρωμένη ποδιά του, μουτζουρωμένος κι ο ίδιος από πάνω μέχρι κάτω, έλαμπε από χαρά. Έλαμπαν τα μάτια του, το χαμόγελό του, το πρόσωπό του, ολόκληρος!
Έλαμπε η ομορφιά της αγάπης.
Θυμάμαι ακόμα τα βράδια όταν όλα τα παιδιά είχαμε μαζευτεί σπίτι. Τελευταίος ερχόταν ο πατέρας. Η πρώτη λέξη που έλεγε μπαίνοντας στο σπίτι ήταν «Καλησπερούδια». Η μαγική αυτή λέξη έφτιαχνε τη διάθεση σε όλους.
Ένα βράδυ μου είπαν να φωνάξω τον πατέρα, να έρθει να φάμε. Δεν έτρωγε ο καθένας μόνος του. Έπρεπε να καθίσουμε στο τραπέζι όλοι μαζί. Εκείνο το βράδυ είχαμε τραχανά, πολύ συνηθισμένο φαγητό την εποχή εκείνη. Θα πρέπει να ήμουν πολύ μικρή γιατι θυμάμαι βγήκα στο παράθυρο του σπιτιού και φώναζα: «Μπαμπά, μπαμπά, έλα να φάμε τραχανά. Μπαμπά, μπαμπά, έλα να φάμε τραχανά» και επαναλάμβανα τη φράση μέχρις ότου ο πατέρας μου που ήταν στο καφενείο, ακούσει και ξεκινήσει για το σπίτι.
Και περιμέναμε όλοι ν’ ακούσουμε τα «Καλησπερούδια».
Από τότε που τον χάσαμε, δεν ξανάκουσα αυτή τη μαγική λέξη!

Οι ζητιάνοι

Εκείνη τη χρονιά οι ελιές είχαν δώσει πολύ καρπό. Κάναμε πολύ λάδι από ελιές που είχαμε πάρει μισακές. Τα ελαιόδεντρα δηλαδή ήταν ξένα. Με συμφωνία διαλέγαμε τον καρπό και από το λάδι που βγάζαμε δίναμε το μισό στον ιδιοκτήτη του χωραφιού.
Επίσης είχαμε διαλέξει και πολλές φαγώσιμες ελιές. Τις είχαμε βάλει σε μεγάλα πιθάρια με άρμη (αλατόνερο).
Πολλοί ζητιάνοι την εποχή εκείνη είχαν πάρει τους δρόμούς.Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν κάτι να φάνε.
«Κανένα ζητιάνο να μην αφήσουμε να φύγει από την πόρτα μας με άδεια χέρια» έλεγε η μητέρα.«Και αν δεν έχουμε τίποτα άλλο, να τους δίνουμε δυο ελιές».
Πολλοί απ’ τους ζητιάνους που ήταν από μακρινά χωριά, ήθελαν το βράδυ να μείνουν κάπου για να συνεχίσουν την άλλη μέρα σε άλλα χωριά. Οι γονείς μου ποτέ δεν τους έκλειναν την πόρτα. Τους έστρωναν σε μια γωνιά στρωσίδια που είχαν μόνο για τους ξένους και εκεί περνούσαν την νύχτα τους. Το πρωί με ευχαριστίες και ευχές μας αποχαιρετούσαν και συνέχιζαν το δρόμο τους. Ήταν ένας αγώνας για επιβίωση.
Αξέχαστα θα μου μείνουν δύο μικρά παιδάκια, αδελφάκια από την Κύμη. Ήταν οι πιο μικροί σε ηλικία ζητιάνοι. Μόνα τους έφταναν στις Κονίστρες ζητιανεύοντας από χωριό σε χωριό. Το μικρότερο δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από τεσσάρων χρονών. Το έλεγαν Κωστάκη. Η μάνα τους φαίνεται για να μη τα ιδεί πεθαμένα από την πείνα, αφού δεν είχε τίποτα να τους δώσει να φάνε, τα έστειλε τόσο μακριά να ζητιανέψουν. Κρατήσαμε λοιπόν κι αυτά τα δυο παιδάκια για να περάσουν στο σπίτι μας τη νύχτα τους.
Κάθισαν και τα δυο πάνω σε ξύλινα σκαμνάκια κοντά στο τζάκι. Τους δώσαμε σταφίδες. Σε μια στιγμή ο Κωστάκης, την ώρα που στη χουφτίτσα του ενός χεριού κρατούσε τις σταφίδες και με το άλλο έβαζε μια-μια στο στόμα, έδειξε ανήσυχος. Άρχισε να κουνάει τις ωμοπλάτες του προς όλες τις κατευθύνσεις, πάνω κάτω, δεξιά αριστερά. Ήταν φανερό ότι είχε φαγούρα στην πλάτη. Κάτι τον τσιμπούσε. Και ενώ προσπαθούσε να ξυστεί μας λεει: «Εγώ εν έχω τσίλες» (ψείρες ήθελε να πει). Φαίνεται ότι το είχαν συμβουλέψει να μη λεει ότι έχει ψείρες και με την παιδική του αφέλεια φανερώθηκε. Κι αν θέλετε να μάθετε τι απέγιναν τα δυο αδελφάκια, σας λεω ότι έζησαν. Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο στην Κύμη τα έβλεπα. Αργότερα μάλιστα άνοιξαν δικό τους μαγαζί, ψιλικατζίδικο.
Ένας άλλος γέρος που τον έλεγαν Ολοζούντανο γιατί στα νιάτα του ήταν ψαράς και φώναζε «ψάρια ολοζούντανα», ήταν ξένος. Έμενε στις Κονίστρες. Δεν είχε κανένα δικό του. Στην πείνα πεινούσε κι αυτός ο καημένος.
Με βαριά κουρασμένα βήματα περνούσε από τα δρομάκια του χωριού και φώναζε: «Πεινάω, πεινάω! Ή σκοτώστε με, ή σώστε με!». Όσοι μπορούσαν έβγαιναν και του έδιναν κάτι φαγώσιμο.


Πάει η κουνέλα μας

Μεγάλη πείνα παιδιά. Και εμείς πεινάσαμε, αλλά όχι τόσο όσο άλλοι, χάρη στον πατέρα μας που ήταν τεχνίτης και δουλευτής.
Στο σιδηρουργείο του έφτιαχνε γεωργικά εργαλεία όπως τσαπιά, δικέλια, τσεκούρια και δρεπάνια για το θέρισμα. Τα εργαλεία αυτά τα πήγαιναν τα αδέλφια μου στα κάτω χωριά, όπου η κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία. Εκεί τα πουλούσαν, η καλύτερα τα αντάλλασσαν με καρπούς και όχι με χρήματα. Έπαιρναν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια ρεβιθιά και άλλα. Έτσι όλο και κάτι είχαμε να μαγειρέψουμε στο σπίτι.
Τρέφαμε όμως και μερικά ζωάκια. Αρνάκια, κατσικάκια, κότες, κουνελάκια, που κι εκείνα πάλι μας έτρεφαν με τη σειρά τους.Με τα κουνέλια τι είχαμε πάθει μια φορά!
Είχαν έρθει από την Κύμη Λευκορώσοι. Γύριζαν τα σπίτια του χωριού και έκλεβαν φαγώσιμα. Μπήκαν και στην αυλή μας. Πήραν όσες κότες μπόρεσαν να πιάσουν. Προχώρησαν όμως και στον κουνελιώνα. Πήραν την κουνέλα . Την κουνέλα που είχε μικρά. Κι αυτά ήταν τόσο μικρά που δεν μπορούσαν να φάνε άλλη τροφή παρά μόνο γάλα από τη μάνα τους. Η στενοχώρια μας δεν περιγράφεται. Βγάλαμε τα μικρά κουνελάκια από τη φωλιά τους, τα βάλαμε σ’ ένα κασόνι και τα πήραμε επάνω στο σπίτι. Τι να τα κάναμε όμως; Πώς να τα ταΐσουμε που ήταν πολύ μικρό το στοματάκι τους;
Τη λύση τη βρήκα εγώ. Στα παιχνίδια της κουζίνας που μου είχαν χαρίσει, υπήρχαν και κάτι πολύ μικρά κουταλάκια για την κούκλα. Να! λέω, με αυτά θα τα ταΐσουμε. Πήραμε γάλα από την κατσίκα και με το κουταλάκι ρίχναμε λίγο- λίγο στο στοματάκι τους. Κι αυτά το έπιναν. Και σιγά-σιγά μεγάλωναν ώσπου έγιναν ικανά να τρώνε χορταράκια και καρπούς.
Δεν φαντάζεστε τη χαρά μας όταν τα βλέπαμε να πηδούν. Οι γάτες που θα έπρεπε να τα κυνηγάνε, είχαν πιάσει φιλία μαζί τους και μερικές φορές κοιμόντουσαν δίπλα-δίπλα, λες και είχαν καταλάβει την ορφάνια τους.
Αυτά και πολλά άλλα δυσάρεστα περιστατικά θα είχαν αποφευχθεί, αν μερικοί αρχηγοί κρατών δεν προσπαθούσαν να πλουτίσουν σε βάρος άλλων.

Γιορτές

Δε θέλω όμως να μείνετε με στενόχωρες σκέψεις. Γι’ αυτό θα ‘θελα τώρα να σας πω για τις γιορτές στα παιδικά μου χρόνια.
Η μεγαλύτερη γιορτή στο σπίτι μας ήταν του Αγίου Νικολάου. Η γιορτή του πατέρα. Καθαρίζαμε το σπίτι και το στολίζαμε με λουλούδια που κόβαμε από τον κήπο μας, αλλά και με αγριολούλουδα.
Η μητέρα έφτιαχνε πολλά γλυκά, κυρίως κουραμπιέδες. Αγόραζε και πολλά στραγάλια.
Η γιορτή άρχιζε από το πρωί με το χτύπημα της καμπάνας. Ντυμένοι όλοι με τα καλύτερά μας ρούχα, ξεκινούσαμε για την εκκλησία. Η μητέρα από πολύ πρωί είχε πάει ένα μπουκάλι λάδι για τα καντήλια και ένα πρόσφορο για να λειτουργήσει ο παπάς. Μαζί με το πρόσφορο έδινε και ένα χαρτάκι με τα ονόματα του πατέρα, της μητέρας και των παιδιών κατά ηλικία. Μετά σχεδίαζε ένα σταυρό και από κάτω έγραφε τα ονόματα των παππούδων και γιαγιάδων που είχαν πεθάνει. Ο παπάς παρακαλούσε για την καλή υγεία των ζωντανών και τη συγχώρηση των ψυχών των πεθαμένων.
Όταν τελείωνε η λειτουργία, παίρναμε όλοι αντίδωρο απ’ τον παπά φιλώντας του το χέρι. Ο πατέρας έπαιρνε και το ύψωμα, ένα κομμάτι που είχε σφραγίδα από το πρόσφορο.
Γυρίζαμε στο σπίτι. Ο πατέρας ντυμένος με τα καλά του όρθιος. Όλοι περνούσαμε με τη σειρά, του ευχόμασταν «χρόνια πολλά» απ’ την καρδιά μας και του φιλούσαμε το χέρι.
Μετά το μεσημέρι άρχιζαν οι επισκέψεις. Δώρα δεν έφερναν τότε. Μας χάριζαν όμως την αγάπη τους, που είχε μεγαλύτερη αξία.
Τότε όλοι οι συγχωριανοί περνούσαν απ’ όλα τα σπίτια που γιόρταζαν. Ένα γλυκό και ένα ποτό ήταν το κέρασμα. Πόσα γλυκά να φάει ο καθένας, αφού έπρεπε να περάσει μέσα σ’ ένα απόγευμα όλους τους εορτάζοντες; Λίγοι λοιπόν έτρωγαν το γλυκό. Οι άλλοι το έπαιρναν τυλιγμένο στο χαρτί και συνέχιζαν τις επισκέψεις.
Τα παιδιά λέγαμε με άλλο τρόπο τις ευχές μας.
Σχηματίζαμε ομάδες, πηγαίναμε έξω από την πόρτα του σπιτιού που γιόρταζε και φωνάζαμε εν χορώ. «Να χαιρετίσομε; Να χαιρετίσομε;» έως ότου μας ακούσουν και βγουν έξω. Τότε λέγαμε όλοι μαζί συγχρόνως «χρόνια πολλά» και συνήθως μας έδιναν στραγάλια. Μεγάλη ήταν η χαρά μας, αν σε κάποιο σπίτι που εμείς θεωρούσαμε πλούσιο, μας έδιναν φοντάν η σοκολατάκι.
Γενέθλια δε γιορτάζαμε τότε τα παιδιά. Στην ονομαστική μας γιορτή, πηγαίναμε στην εκκλησία, δεχόμαστε εκεί και στο δρόμο ευχές από τους συγχωριανούς, όχι όμως επισκέψεις στο σπίτι.
Οι ευχές των γονιών μας ήταν το καλύτερο δώρο.


Τα βαφτίσια

Γιορτή είχαμε και όταν γινόταν γάμος η βαφτίσια στο χωριό. Προσκλήσεις δεν χρειάζονταν. Όλοι ήξεραν ότι ήταν καλεσμένοι. Σε ‘μας τα παιδιά περισσότερο άρεσαν τα βαφτίσια.
Την ώρα που ο μικρός ανθρωπάκος θα γινόταν χριστιανός, όλα τα παιδιά του χωριού βρισκόμαστε στριμωγμένα γύρω από την κολυμπήθρα. Παρακολουθούσαμε το μυστήριο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Με περισσότερο ενδιαφέρον παρατηρούσαμε το μωρό, την ώρα που ο παπάς το έβαζε μέσα στην κολυμβήθρα. Παρατηρούσαμε με ενδιαφέρον και τα καινούρια φανταχτερά ρούχα του μωρού. Έτσι στολισμένο την επόμενη στην εκκλησία θα έπαιρνε τη θεία κοινωνία..
Είχαμε και κάποιον άλλο λόγο να χαιρόμαστε όταν γινόταν βάπτιση στο χωριό. Μόλις τέλειωνε το μυστήριο, ο νονός έβγαινε έξω από την εκκλησία. Από κοντά και τα παιδιά, σπρώχνοντας το ένα το άλλο προσπαθούσαμε να τον πλησιάσουμε. Τότε ο κουμπάρος κρατώντας μια χούφτα με νομίσματα, συνήθως πενηνταράκια η δραχμές, στεκόταν για λίγο, κοιτούσε χαμογελαστός ένα γύρω τα παιδιά και με δύναμη τα πετούσε όσο μπορούσε πιο ψηλά. Κι εμείς αφού πρώτα παρακολουθούσαμε τη διαδρομή των κερμάτων, πέφταμε στη γη με τα τέσσερα για να μαζέψουμε ότι μπορούσαμε, προς μεγάλη διασκέδαση των μεγάλων που μας παρακολουθούσαν. Χαρούμενα εμείς, με ένα νόμισμα στο χέρι γυρίζαμε στο σπίτι, αφού πρώτα λέγαμε τις ευχές, στον κουμπάρο «πάντα ψυχικά» και στους γονείς «να σας ζήσει».
Στα βαφτίσια υπήρχε και μια άλλη συνήθεια. Η μητέρα του μωρού έμενε έξω από την εκκλησία, μέχρις ότου ο νονός έλεγε το όνομα του παιδιού. Κάποιος τότε έτρεχε να της πει το όνομα του παιδιού. Εκείνη τον φίλευε και έμπαινε μέσα στην εκκλησία.
Μεγάλη ήταν και η χαρά του παππού ή της γιαγιάς όταν το όνομά του δινόταν στο νεοφώτιστο.
Στο σπίτι αργότερα οι γονείς του μικρού για να τιμήσουν τους κουμπάρους, έκαναν τραπέζι σε συγγενείς και φίλους όπου γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Από εκείνη τη μέρα θα σταματούσαν να φωνάζουν το μωρό μπέμπη ή μπέμπα. Θα είχε πλέον το όνομά του όπως και οι μεγάλοι.

Τα Χριστούγεννα

Τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές τις περιμέναμε με λαχτάρα και τις περνούσαμε με χαρά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, μ’ ένα πάνινο σακουλάκι στο λαιμό για τα χρήματα, περνούσαμε απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για να πούμε τα κάλαντα.
Τα Χριστούγεννα πηγαίναμε όλοι μαζί στην εκκλησία. Νύχτα ήταν όταν ακούγαμε τις καμπάνες και συγχρόνως τη φωνή της μητέρας.
«Παιδιά Χριστούγεννα.! Σηκωθείτε για την εκκλησία.» Δεν χρειαζόταν να το πει δεύτερη φορά. Με μισοκλεισμένα μάτια απλώναμε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι. Επιφωνήματα χαράς, μόλις ανακαλύπταμε τα λίγα νομίσματα που μας είχε βάλει ο Σκαλικάτζαρος, κάτω από το μαξιλάρι μας. Πετιόμαστε κυριολεκτικά από το κρεβάτι και σε λίγα λεπτά είχαμε ετοιμαστεί. Από το προηγούμενο βράδυ, το κάθε παιδί είχε δίπλα στο κρεβάτι του πάνω σε μία καρέκλα, τα καινούρια ρούχα που μας είχε ράψει η μητέρα μόνη της και τα καινούρια παπούτσια που μας είχε αγοράσει ο πατέρας.
Ο ένας κοντά στον άλλο, προχωρούσαμε μέσα στο σκοτάδι, επειδή τότε δεν υπήρχε ρεύμα και φωτισμός στους δρόμους, προσέχοντας να μη σκοντάψουμε σε καμιά πέτρα. Ευτυχώς που η εκκλησία ήταν κοντά και έλαμπε από το φως των κεριών και των πολυελαίων. Εκείνη την ημέρα κοινωνούσε ο πατέρας. Εμείς είχαμε κοινωνήσει από προηγούμενες μέρες.
Όταν γυρίζαμε στο σπίτι λέγαμε πάλι με τη σειρά χρόνια πολλά στους γονείς μας, φιλώντας τους το χέρι. Αυτό γινόταν σε κάθε μεγάλη γιορτή.
Όπως σε όλα τα σπίτια εκείνη την ώρα, πρωί –πρωί, θα έμπαινε η σούβλα με κομματάκια από χοιρινό κρέας στο τζάκι, δίπλα στ’ αναμμένα κάρβουνα.
Η ανυπομονησία μας ήταν μεγάλη. Δεν ήταν μόνο επειδή είχαμε νηστέψει σαράντα μέρες, όλη τη σαρακοστή. Ήταν και η γαργαλιστική μυρωδιά που γέμιζε το δωμάτιο, γιατί το χοιρινό κρέας προερχόταν από δικό μας γουρούνι που το είχαμε θρέψει με καλές τροφές, κυρίως με βελανίδια. Το ίδιο έκαναν όλες οι οικογένειες.
Τότε κανείς δεν αγόραζε χοιρινό κρέας. Αν μαθαίναμε ότι κάποια οικογένεια ή μοναχικό άτομο δεν είχε δικό του γουρούνι, από την παραμονή κόβαμε ένα κομμάτι από το δικό μας, που το λέγαμε «λούρο» και του το δίναμε. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι.
Τους λούρους με το κρέας τους μεταφέραμε εμείς τα παιδιά. Με τι χαρά γυρίζαμε στο σπίτι, φορτωμένα με τις ευχές που μας έδιναν ανήμπορες γριούλες ή φτωχοί οικογενειάρχες!
Το ίδιο και τις επόμενες μέρες. Πηγαινοέρχονταν τα πιάτα με τη νοστιμότατη πηχτή που έφτιαχνε η μητέρα με το κεφάλι, τα ποδαράκια και κρέας από το δικό μας χοιρινό.
Με τις αναμνήσεις αυτές ξέχασα να σας πω ότι το τραπέζι στρωμένο γιορτινά με άσπρο τραπεζομάντιλο περίμενε. Μεγάλη χαρά κάναμε όταν και τα εννέα άτομα της οικογένειας καθόμασταν γύρω από το τραπέζι.
Θυμάμαι κάποια χρονιά που έλειπε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο πατέρας έβαλε στο τραπέζι ένα αδειανό κάθισμα. «Αυτή η καρέκλα είναι του Τάση» είπε. Μπροστά από την καρέκλα, πάνω στο τραπέζι, τοποθέτησε μια πρόσφατη φωτογραφία του, που πίσω έγραφε: «Αφού δεν μπορώ να έρθω εγώ, σας στέλλω τη φωτογραφία μου».
Αχ! Αχ! Χριστουγεννιάτικο
της φαμελιάς τραπέζι
που ταίρι-ταίρι η όρεξη
με την αγάπη παίζει.


Πρωτοχρονιά

Την πρωτοχρονιά άλλες χαρές. Από την παραμονή όπως και τα Χριστούγεννα, φτιάχναμε παρέες, πηγαίναμε έξω από την πόρτα του κάθε σπιτιού και φωνάζαμε όλοι μαζί: «να τραγουδήσομε; να τραγουδήσομε;» έως ότου να μας ανοίξουν την πόρτα.
Και το πρωί που ξημέρωνε πρωτοχρονιά, με κλειστά σχεδόν τα μάτια, ψάχναμε κάτω από το μαξιλάρι μας. Τη νύχτα είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης και χωρίς να το πάρουμε είδηση, μας είχε βάλει από ένα νόμισμα. Με χαρά το δείχναμε ο ένας στον άλλο.
Στην εκκλησία ανταλλάσσαμε ευχές με όλους τους χωριανούς. Και στο σπίτι μετά τις ευχές, ερχόταν η πιο γλυκιά στιγμή. Η μητέρα με την πιατέλα έφερνε γλυκά. Όχι ένα και δύο. Αυτή η μέρα, η πρωτοχρονιά, ήταν η μόνη μέρα που μπορούσαμε να φάμε όσα γλυκά θέλαμε. Και τι γλυκά! Σπιτίσια, παραδοσιακά, νοστιμότατα, φτιαγμένα από τη μητέρα και τη μεγαλύτερη αδερφή μας, την Ασπασία.
Λουκουμάδες, μια λεκάνη γεμάτη με μπόλικο μέλι της περιοχής.
Κουραμπιέδες με αμύγδαλα και μπόλικη άχνη ζάχαρη.
Και το πιο σπουδαίο, το γνωστό μπακλαβά Κύμης με καρύδια ή αμύγδαλα και φύλλα όχι από αυτά που βρίσκουμε στα σούπερ μάρκετ. Φύλλα από αυτά που έφτιαχναν οι ίδιες οι νοικοκυρές.
Πάνω σε ένα στρογγυλό και χαμηλό τραπέζι, «το σοφρά», τοποθετούσαν μια μικρή μπάλα από ζύμη και λίγο νισεστέ (κάτι σαν πολύ λεπτό αλεύρι). Με τη ξύλινη σαγίτα στα χέρια καθισμένες στο πάτωμα, όλη τη νύχτα άνοιγαν φύλλα, λεπτά σαν χαρτί, μέχρι να γεμίσει το ταψί. Κόπος πολύς, μα η γλύκα μεγάλη.
Δεν είχαμε καλά- καλά χορτάσει από γλυκά και άρχιζαν τα δρομολόγια των παιδιών. Η μητέρα άπλωνε στο τραπέζι μια καθαρή, σιδερωμένη, άσπρη πετσέτα του φαγητού. Στη μέση τοποθετούσε ένα πιάτο με γλυκά. Έπειτα έπιανε τις τέσσερις άκρες της πετσέτας, και τις ένωνε πάνω από τα γλυκά. Κρατώντας το πιάτο κρεμασμένο μέσα στην πετσέτα, παίρναμε τους δρόμους. Πηγαίναμε γλυκά σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Αυτός που δεχόταν τα γλυκά το θεωρούσε τιμή. Έπαιρνε τα γλυκά, έβαζε από τα δικά του μέσα στο ίδιο πιάτο και φίλευε το παιδί κάποιο νόμισμα. Γι’ αυτό και εμείς με προθυμία πηγαίναμε. Μέχρι το μεσημέρι, παιδιά από κάθε γειτονιά πηγαινοέρχονταν με τα γλυκά.
Η πρωτοχρονιά είναι μια ξεχωριστή μέρα. Είναι η πρώτη μέρα της χρονιάς που όλοι ευχόμαστε να την περάσουμε χαρούμενοι. Μα δε φθάνουν μόνο οι ευχές. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε για ν’ απολαύσουμε αυτή τη χαρά.
Κι εμείς δε χάναμε καιρό. Είχαμε πάρει απόφαση όλοι στο σπίτι, αυτή την ημέρα να μη βγει πικρός λόγος από το στόμα μας σε καμιά περίπτωση. Λόγια γλυκά λοιπόν όλη την ημέρα, σαν τα γλυκά που τρώγαμε. Κατεργαριές, ψέματα, γκρίνιες, αταξίες δεν είχαν θέση στο σπίτι μας εκείνη τη μέρα.
Και συχνά υπενθύμιζε ο ένας στον άλλο: «Ότι κάνουμε σήμερα, θα γίνεται κάθε μέρα».
Δε μπορώ να πιστέψω ότι τα σημερινά παιδιά με τόσα δώρα, περνούν μεγαλύτερη χαρά από όση περνούσαμε εμείς.


Κι άλλες χαρές

Τα βράδια της μεγάλης σαρακοστής, κανένα παιδί δεν έλειπε από την εκκλησία. Όλα τα παιδιά μαζί ψάλλαμε το « Κύριε των δυνάμεων…» και κάναμε μετάνοιες σωστές. Να φτάνουν τα χέρια μας μέχρι το πάτωμα.
Τυχερά ήταν τα παιδιά που πρόφταιναν να πάρουν θέση μπροστά-μπροστά, στα σκαλοπατάκια. Έτσι τα χεράκια μας στις μετάνοιες σταματούσαν στο πρώτο σκαλοπάτι και δεν σκύβαμε μέχρι κάτω. Επίσης τυχερό θεωρούσαμε και το παιδί που πρόσεχε ένα ψυχοκέρι.
Ψυχοκέρι ήταν ένα μακρόστενο κουβάρι από κερωμένο φυτίλι, χοντρό ίσαμε το δαχτυλάκι μου. Οι κλωστές με τις οποίες έφτιαχναν το φυτίλι ήταν βουτηγμένες σε λειωμένο κερί. Ξετυλίγαμε λίγο από το ψυχοκέρι, το ισιώναμε λίγο προς τα επάνω, να στέκεται όπως το κερί, το ανάβαμε και το πιέζαμε πάνω στο σκαλάκι για να μη γέρνει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Όταν η φλόγα έκαιγε το ψυχοκέρι, ξετυλίγαμε λίγο και πάλι το αφήναμε κάτω. Ψυχοκέρι έφτιαχνε η θεία μου, η αδελφή της μάνας μου, που είχε χάσει τον άντρα της και δύο παιδιά, στην επιδημία της γρίπης, γύρω στα 1920.


Η Καλέ

Η θεία αυτή καθόταν δίπλα στο σπίτι μας και την αγαπούσαμε πάρα πολύ. Να φανταστείτε ότι δεν τη φωνάζαμε θεία, αλλά «Καλέ», όπως τη φώναζαν και οι κόρες της. Αλλά και αυτή μας αγαπούσε. Όταν κάναμε καμιά ζημιά και μυριζόμαστε ξύλο, φωνάζαμε: «Καλέ, Καλέ!» κι εκείνη έτρεχε και μας γλίτωνε. Μα κι όταν ήθελα ν΄ αναφερθώ σ’ αυτήν, η «Καλέ» μας έλεγα.
Τι θυμήθηκα τώρα; Η Καλέ μας κάθε χρόνο, την εποχή που τρυγάνε τα σταφύλια, έφτιαχνε σουτζούκια και κουλουράκια από μουσταλευριά.
Για να φτιάξει τα σουτζούκια, έπαιρνε μια μεγάλη βελόνα με μια γερή κλωστή και περνούσε σαν χάντρες, καθαρισμένα καρύδια και αμύγδαλα. Σε μια γωνιά της αυλής, σ’ ένα μεγάλο καζάνι έβραζε η μουσταλευριά. Μιστόπιτα τη λέγαμε εμείς. Εκεί βουτούσαν τα σουτζούκια, τα κρεμούσαν στον αέρα να στεγνώσουν και πάλι τα ξαναβουτούσαν, έως ότου γίνουν χοντρά. Ήταν τα περίφημα σουτζούκια της περιοχής Κύμης.
Έφτιαχναν και κουλουράκια από μουσταλευριά.
Σε μεγάλα χαλκωματένια, γανωμένα ταψιά, έριχναν τη μουσταλευριά και έγερναν το ταψί δεξιά- αριστερά για να πάει μια λεπτή στρώση σ’ όλη την επιφάνεια. Άφηναν το ταψί λίγο στον ήλιο, για να στεγνώσει και γινόταν λεπτό σαν φύλλο για πίτα. Από πάνω έριχναν ασπρισμένα αμύγδαλα. Τύλιγαν τα φύλλα σε μικρά ρολά, τους έδιναν το σχήμα που δίνουν στα κουλούρια και τ’ άπλωναν σ’ ένα καθαρό πανί να στεγνώσουν καλά. Αυτά νομίζω ότι τα έφτιαχναν μόνο στην περιοχή Κύμης και ήταν περιζήτητα, κυρίως τους χειμωνιάτικους μήνες.
Αυτές οι δουλειές όπως καταλαβαίνετε χρειάζονταν πολλά χέρια. Γι αυτό εκείνη την ημέρα, η αυλή της Καλές ήταν γεμάτη. Μα όχι μόνο από τις συγγενείς, φίλες, και καλές γειτόνισσες που βοηθούσαν με προθυμία.
Η αυλή ήταν γεμάτη και από μικρά παιδιά. Όχι μόνο από παιδιά της γειτονιάς. Ήταν και παιδιά από άλλες μακρινές γειτονιές, όλα με ένα κουταλάκι στο χέρι.
Και όταν από το καζάνι έβγαινε και το τελευταίο σουτζούκι, ερχόταν και η σειρά των παιδιών. Στον πάτο και τα τοιχώματα του καζανιού, είχε μείνει ένα λεπτό στρώμα από μουσταλευριά. Με προθυμία αναλάμβαναν τα παιδιά να το καθαρίσουν. Στριμωγμένα γύρω από το καζάνι με τα κουταλάκια τους, εκτελούσαν ευσυνείδητα το έργο του καθαρισμού. Το καζάνι γινόταν λαμπίκος, κι όλα τα παιδιά ήταν ευχαριστημένα γιατί είχαν κάνει την πιο γλυκιά δουλειά της ζωής τους.
Εγώ και τα αδέρφια μου «τιμής ένεκεν», λόγω συγγενείας, δεν παίρναμε μέρος στο καθάρισμα του καζανιού.
Απολαμβάναμε τη μιστόπιτά μας στο πιάτο, καθισμένοι σ’ ένα σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας του σπιτιού, περήφανοι για την ιδιαίτερη αυτή περιποίηση.


Άλλες γιορτές

Τι λέγαμε; Α! για τις γιορτές.
Δεν ήταν μόνο οι μεγάλες γιορτές που μας έδιναν χαρά, αλλά και όταν γιόρταζε κάποιο ξωκλήσι η εκκλησία άλλου χωριού.
Πηγαίναμε το βράδυ στον εσπερινό και το πρωί στη θεία λειτουργία. Βάζαμε τα καλά μας ρούχα και παρέες παρέες, με ευχάριστες συζητήσεις, περπατώντας φθάναμε στο χώρο της εκκλησίας. Ήταν τόπος συνάντησης πολλών κατοίκων των τριγύρω χωριών και όχι μόνο.
Της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο, πηγαίναμε στο Κάδδι.
Της Μεταμορφώσεως στις 6 Αυγούστου, στους Γιάννηδες.
Των Αγίων Ταξιαρχών στις 8 Νοεμβρίου, στο Κακολύρι.
Του Αγίου Βλασίου στις 11 Φεβρουαρίου στου Πασά, όπως λέγαμε τότε το χωριό Άγιος Βλάσιος.
Του Αγίου Πολυκάρπου στις 23 Φεβρουαρίου, στο Κουρούνι.
Και πολλές άλλες γιορτές που δεν μπορώ να τις απαριθμήσω.
Θα σας αναφέρω όμως κάποια άλλη γιορτή γιατί γινόταν κάτι διαφορετικό.
Ήταν η μέρα που γιορτάζουμε την Αποκεφάλιση του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στις 29 Αυγούστου. Γιόρταζε το εκκλησάκι που είναι έξω από το χωριό Κήποι.
Πηγαίναμε και την παραμονή και το πρωί με τα πόδια. Δεν υπήρχαν τότε αυτοκίνητα. Στα ποιο μακρινά χωριά πήγαιναν με γαϊδουράκια ή άλογα. Γραφικό ήταν το θέαμα με τα «παρκαρισμένα» αυτά μεταφορικά μέσα, στολισμένα με πολύχρωμα στρωσίδια στα σαμάρια τους, λόγω του πανηγυριού. Και γέμιζε ασφυκτικά η εκκλησία. Και γέμιζαν και τα γύρω χωράφια από τον κόσμο.
Άλλος πήγαινε για να ευχαριστήσει τον Άγιο για κάποιο καλό που του έκανε, όταν τον παρακάλεσε με πίστη στην προσευχή του. Άλλος γιατί είχε κάποια στεναχώρια και παρακαλούσε τον Άγιο να λύσει το πρόβλημά του. Και όταν τελείωνε η θεία λειτουργία, παίρναμε αντίδωρο, παίρναμε και άρτο και φεύγαμε.
Περνώντας μέσα από το χωριό των κήπων συναντούσαμε την φιλοξενία των κατοίκων.
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ορθάνοιχτες. Γνωστοί αλλά και άγνωστοι τελείως, ήταν καλοδεχούμενοι στο στρωμένο τραπέζι με τα νηστίσιμα, γιατί αυτή την ημέρα νηστεύουν. Κανένας δεν έφευγε νηστικός από το χωριό.
Οι νοικοκυρές είχαν ξενυχτήσει για να ετοιμάσουν μεγάλες ποσότητες φαγητών.
Και τι νόστιμα ήταν τα ρεβιθιά με το ρύζι, οι κηπιώτικες μελιτζάνες, το κεσκέσι και το φρέσκο χωριάτικο ψωμί!
Πήγαιναν κι έρχονταν τα πιάτα στο τραπέζι από τους νοικοκυραίους. Σκοτώνονταν να περιποιηθούν το ίδιο γνωστούς και ξένους, που στην τύχη έμπαιναν σε κάποια από τις ανοιχτές πόρτες.
Τι μεγάλες καρδιές!


Η Κυριακή

Αμ εκείνη η Κυριακή, τι χαρά για μας!
Στην εκκλησία πηγαίναμε όλα τα παιδάκια. Πριν πάμε δεν τρώγαμε τίποτα, για να πάρουμε αντίδωρο. Στεκόμαστε μπροστά- μπροστά, κοντά στα ψαλτήρια και αν τα ρούχα μας ήταν καινούρια, μας φαινόταν ότι μας κοίταζαν όλα τα παιδιά.
Την ώρα που τελείωνε η εκκλησία, άρχιζε το κυριακάτικο «παζάρι». Ένας χωροφύλακας σφύριζε δυνατά με μια σφυρίχτρα περπατώντας κατά μήκος του δρόμου. Ήταν το σύνθημα ότι τώρα οι πωλητές, κυρίως περιβολάρηδες από τα γύρω χωριά και πραματευτάδες, θα μπορούσαν ν’ αρχίσουν το πούλημα. Το ίδιο και τα μαγαζιά.
Όλη η αγορά των Κονιστρών ήταν γεμάτη κόσμο που είχε έρθει και από τα γύρω χωριά με τα γνωστά μεταφορικά μέσα της εποχής εκείνης. Όλα τα στενά και τα δρομάκια στις άκρες του χωριού είχαν γίνει «πάρκιγκ» για γαϊδουράκια. Εκεί τα υπομονετικά τετράποδα δεμένα, περίμεναν να τα φορτώσουν με ψώνια. Τα αφεντικά τους δεν έχαναν την ευκαιρία να τα πεταλώνουν μια και βρίσκονταν στις Κονίστρες. Έτσι ο πατέρας μου που ήταν και πεταλωτής, έκανε χρυσές δουλειές.
Πετάλωνε με πέταλα και καρφιά σιδερένια που έφτιαχνε μόνος του, σφυροκοπώντας το πυρωμένο σίδερο, με το σφυρί και το αμόνι. Τάκα- τούκου! Τάκα- τούκου! Κτυπούσε με τα γερά μπράτσα του ρυθμικά. Ήταν η γλυκιά μουσική που τον συνόδευε στη σκληρή δουλειά του. Το σφυροκόπημά του ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά. Πολλές φορές η μητέρα, περήφανη που είχε για σύντροφο έναν άξιο δουλευτή, μας έλεγε: Άκου! Ο πατέρας σας κελαηδεί!
Η πιο χαρούμενη στιγμή για μας ήταν το μεσημέρι που τελείωνε η δουλειά του πατέρα. Ήταν η ώρα του φαγητού. Αν ήταν καλοκαίρι, ένα παιδί έτρεχε στο πηγάδι να φέρει κρύο νερό να δροσιστεί ο πατέρας. Άλλο έφερνε από το φουρνάρικο το φαγητό. Και τι φαγητό! Κρέας με μακαρόνια!
Το μεγάλο πήλινο γιουβέτσι βρισκόταν τώρα στη μέση ενός χαμηλού τραπεζιού. Παίρναμε θέση γύρω του και περιμέναμε. Όταν καθόταν και ο πατέρας, κάναμε το σταυρό μας και αρχίζαμε. Οι γονείς έτρωγαν μέσα από τα πιάτα τους. Τα παιδιά κατευθείαν μέσα απ’ το γιουβέτσι. Εκεί να δείτε πως καμακώναμε με τα πιρούνια μας άλλοτε κομματάκια κρέας και άλλοτε μακαρόνια. Τρώγαμε όσο θέλαμε κι ακόμα παραπάνω. Και περιμέναμε να ‘ρθει πάλι η άλλη Κυριακή, να φάμε πάλι κρέας με μακαρόνια στο φούρνο.
Αργότερα όμως έτρωγε ο καθένας από το πιάτο του. Η αδελφή μου που ήταν μεγάλη, είχε πάει ένα ταξίδι στην Αθήνα στο θείο μας. Όταν γύρισε μας είπε ότι δεν είναι σωστό να τρώμε όλοι από ένα σκεύος. Μας είπε ακόμα ότι δεν είναι ωραίο να κοιμόμαστε όλα μαζί τα παιδιά στρωματσάδα στο πάτωμα.
Από δω και πέρα το κάθε παιδί θα είχε το κρεβάτι του. Αυτό προς μεγάλη απογοήτευση δική μου. Γιατί όταν έσκυβε η Ασπασία στο πάτωμα να στρώσει τα στρωσίδια για ύπνο, εγώ δεν έχανα την ευκαιρία. Ανέβαινα στην πλάτη της κι εκείνη χοροπηδώντας σαν αλογάκι έτρεχε στο άλλο δωμάτιο να φέρει και τα υπόλοιπα ρούχα. Και εκεί να βλέπατε γέλια και χαρές!


Η δύναμη της προσευχής

Εδώ θα σας πω κάτι όχι ευχάριστο για μένα, αν και πρόκειται για γιορτή. Ήταν το πρώτο Πάσχα μετά τι θάνατο του πατέρα μου. Με μεγάλη στεναχώρια είχα αποχαιρετήσει τα δύο αδέλφια μου, που είχαμε ζήσει περισσότερα χρόνια μαζί. Θα πήγαιναν εθελοντές στο στρατό. Εκεί θα γίνονταν αξιωματικοί.
Έμεινα στο σπίτι μόνη με τη μητέρα. Και ερχόταν Πάσχα. Και όλα τα σπίτια γέμιζαν από ξενιτεμένους και χαρά. Από τα αδέρφια μου κανένα δεν μπορούσε να ‘ρθει όπως μας είπαν.
Ήταν και δύσκολα τότε τα ταξίδια. Και για να καταλάβετε θα σας διηγηθώ το εξής: Όταν αργότερα πήγαινα στην ογδόη τάξη του γυμνασίου, με πήρε ο Αιμίλιος ο αδερφός μου ένα ταξίδι για να δω την Αθήνα και την Ακρόπολη. Ξεκινήσαμε από τις Κονίστρες το πρωί με τη συγκοινωνία. Το μεσημέρι στην Χαλκίδα, φάγαμε βιαστικά σ’ ένα εστιατόριο και συνεχίσαμε το ταξίδι. Στην Αθήνα φθάσαμε το βράδυ. Έτσι γίνονταν τότε τα ταξίδια γιατί οι δρόμοι δεν ήταν καλοί. Ήταν γεμάτοι πέτρες και τα αυτοκίνητα πήγαιναν σιγά-σιγά. Άλλο δρομολόγιο δε γινόταν. Ένα αυτοκίνητο την ημέρα πήγαινε στην Αθήνα και ένα ερχόταν από εκεί.
Ήταν μεγάλο Σάββατο βράδυ. Κοίταζα τους επιβάτες που έβγαιναν από το αυτοκίνητο με λαχτάρα, μήπως δω κάποιον απ’ τους δικούς μου. Τίποτα, οι χαρές και τα καλωσορίσματα ήταν για άλλους. Απελπισμένη ανέβηκα τα σκαλιά του σπιτιού.
Ήταν βραδάκι, έξι η ώρα. Άλλο αυτοκίνητο δεν επρόκειτο να έρθει από την Αθήνα. Τι να έκανα; Πιο πολύ σκεφτόμουνα τη στεναχώρια που θα περνούσε η μητέρα μου.
Και τότε χτύπησε μέσ’ την καρδιά μου η ελπίδα.
Ο Θεός, είπα μέσα μου, είναι πατέρας όλων μας. Ο Θεός μας αγαπάει. Ο Θεός μπορεί να κάνει και ότι για μας είναι αδύνατο.
«Θεέ μου σε παρακαλώ, κάνε να έρθει ένα από τα αδέρφια μου» είπα μέσα από την καρδιά μου, με πίστη ότι τα λόγια μου θα έφθαναν μέχρι το θρόνο Του.
Πλησίαζε η ώρα που θα κτυπούσαν οι καμπάνες για την εκκλησία. Η μητέρα βυθισμένη στο πένθος της, δεν είχε κουράγιο. Θα πήγαινα μόνη μου στην Ανάσταση. Λίγο πριν ξεκινήσω για την εκκλησία έρχεται μια θεία μου και μου λέει: «Εσύ δεν κάνει στην Ανάσταση να κρατάς λαμπάδα γιατί έχεις πένθος». Πήγα στην Ανάσταση πολύ λυπημένη.
Εκείνα τα χρόνια μετά την Ανάσταση συνήθιζαν να φέρνουν γύρω την εκκλησία. Μπροστά πήγαινε ο παπάς με το Ευαγγέλιο, οι ψάλτες και πίσω όλος ο κόσμος. Εκείνη τη στιγμή που ετοιμαζόμουν κι εγώ ν’ ακολουθήσω τον κόσμο, έρχεται πάλι η θεία μου. «Εσύ δεν κάνει να φέρεις γύρω την εκκλησία. Έχεις πένθος» μου λέει.
Δεν άντεξα άλλο και με πήραν τα κλάματα. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο στην εκκλησία. Τα μάτια μου έτρεχαν σαν βρύσες. Χωρίς ν’ ανταλλάξω ευχές με κανέναν από τους συγχωριανούς μου, έφυγα όσο μπορούσα πιο γρήγορα, μόνη για το σπίτι.
Βρήκα τη μητέρα μου κουκουλωμένη στο κρεβάτι. Πρέπει να έκλαιγε και δεν ήθελε να τη δω. «Έχει φαγητό έτοιμο. Πάρε και φάε» μου λέει. Αλλά εγώ δεν έφαγα μπουκιά. Έπεσα κι εγώ για ύπνο.
Σε λίγο ακούσαμε κάποιο κτύπημα στην πόρτα. Παραξενευτήκαμε. Το χτύπημα επαναλήφθηκε πιο δυνατά. «Ποιος είναι;» ρώτησα. «Εγώ ο Αριστείδης» απάντησε. Σκοτώθηκα από τη βιάση μου μέχρι να βγάλω την αμπάρα από την πόρτα.
Μετά τα καλωσορίσματα μας είπε: «Ξέρετε, για λόγους υπηρεσίας, βρέθηκα στη Χαλκίδα. Κατά τις έξι η ώρα συνάντησα κάποιον απ’ τα χωριά μας και κουβεντιάζαμε. Σε μια στιγμή του λέω: παίρνομε ένα ταξί, να πάμε στα χωριά μας, να κάνομε Πάσχα με τους δικούς μας; Συμφώνησε και σε λίγο ξεκινήσαμε. Όταν φθάσαμε στο χωριό, ο κόσμος ήταν στην εκκλησία. Νόμιζα ότι κι εσείς είστε εκεί. Έτσι, πήγα κατευθείαν στην εκκλησία και τώρα που σχόλασε, ήρθα».
Και ενώ ο αδερφός μου συνέχιζε να μιλάει, σκέφτηκα: Την ώρα που εγώ έκανα την προσευχή μου, ο Θεός κατηύθυνε τη σκέψη του αδερφού μου.
Πήγα τότε μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού, γονάτισα και είπα ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Θεό, που μπορεί και κάνει ότι εμείς οι άνθρωποι θεωρούμε αδύνατο να γίνει.
Εκείνο το Πάσχα θα μου μείνει αξέχαστο. Ο Αναστημένος Χριστός είχε φέρει και στο σπίτι μας τη χαρά.
Εδώ θα ήθελα να σας εξιστορήσω ένα άλλο περιστατικό που δεν έγινε στα παιδικά μου χρόνια. Ήμουν μεγάλη και μάλιστα μάνα τεσσάρων παιδιών. Ένα από τα παιδιά μου αρρώστησε. Τρέχαμε σε γιατρούς, του έδιναν φάρμακα, μα πάλι ξαναρρώσταινε. Στα νοσοκομεία του έκαναν επώδυνες εξετάσεις. Κάθε βογκητό του παιδιού μου ήταν μια μαχαιριά που μου τρυπούσε την καρδιά. Μετά από πολύ καιρό στο νοσοκομείο, μου σύστησαν να κάνουμε ιατρικό συμβούλιο. Να μαζευτούν δηλαδή πολλοί γιατροί με διαφορετικές ειδικότητες, να πει ο καθένας τη γνώμη του και να βγάλουν γνωμάτευση. Να μας πουν δηλαδή από τι πάσχει και τι θεραπεία πρέπει να κάνει.
Η απάντηση ήταν ότι έχει έναν όγκο στην κοιλία και ότι πρέπει ν’ αφαιρεθεί με εγχείρηση και μάλιστα γρήγορα. Αυτό και κάναμε.
Με αγωνία εγώ και ο πατέρας περιμέναμε έξω από το χειρουργείο. Ο χειρούργος μας κάλεσε στο γραφείο του για να μας πει σχετικά με την εγχείρηση. Φορούσε μια άσπρη φόρμα που σε πολλές μεριές ήταν κόκκινη από το αίμα του παιδιού μου. Το πρόσωπό του σοβαρό, στεγνό, ανέκφραστο, δεν φαινόταν να βιάζεται να μας μιλήσει. «Είχε έναν όγκο τόσο», μας λέει. Και χρησιμοποίησε και τις δυο παλάμες του για να μας δείξει το μέγεθός του. «Θα τον εξετάσουμε, αλλά εγώ τον βλέπω για κακό πράγμα». Και κινδυνεύει η ζωή του γιατρέ; ρώτησα. «Όχι τώρα δα μου λεει. Θα το κρατήσουμε λίγο καιρό με θεραπείες, που θα γίνουν στο νοσοκομείο και ύστερα στο σπίτι».
Ο πατέρας κατέρρευσε. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Εγώ στηρίχτηκα από τα αόρατα νήματα που μας ενώνουν με το θρόνο του Θεού και είπα μέσα μου: «θεέ μου ότι κι αν είναι μπορείς να τ’ αλλάξεις».
Και άλλος διακεκριμένος γιατρός, καθηγητής, που παρακολούθησε την εγχείρηση, όταν ρωτήθηκε αν έκρινε σκόπιμο να πάμε στο εξωτερικό, απάντησε: «Τι να κάνετε στο εξωτερικό; Για τουρισμό; Και εγώ πριν δυο χρόνια δεν έχασα τη γυναίκα μου, από την ίδια αρρώστια».
Μα και πάλι εγώ δεν έχασα την ελπίδα μου.
Την ώρα που ξενυχτούσα στο μαξιλάρι του, οι προσευχές μου ανέβαιναν ψηλά. Προσευχή έκανε και ο πατέρας, η γιαγιά, οι θείες του και η θεία μου, που καθώς μάθαμε αργότερα, με την παρέα της έκανε παρακλήσεις στην εκκλησία.
Εγώ κάθε πρωί ρωτούσα τους γιατρούς για τα αποτελέσματα από την εξέταση του όγκου. Δεν βρήκαμε τίποτα κακό μου έλεγαν, αλλά θα κάνουμε κι άλλες εξετάσεις.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα μέχρι που έκλεισε η τομή από την εγχείρηση και έπρεπε να φύγουμε από την κλινική. Πήγα λοιπόν και ρώτησα το γιατρό: «Τι θεραπεία πρέπει να κάνουμε στο σπίτι»; «Καμία μου λεει. Είναι εντελώς καλά»!
Αυτή ήταν η πιο χαρούμενη στιγμή της ζωής μου. Θα ξανάβλεπα το παιδί μου να γελάει και να χαίρεται τη ζωή.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ έστειλα στο Θεό που είχε δώσει άμεση απάντηση στις προσευχές μου, αλλά και στις προσευχές πολλών άλλων.
Γυρίσαμε στο χωριό παραμονές Χριστουγέννων. Όλοι στο σπίτι γιορτάσαμε τα πιο χαρούμενα Χριστούγεννα.
Η γιαγιούλα διάλεξε έναν άλλο τρόπο για να πει το «ευχαριστώ» της. Παράγγειλε και έφτιαξαν δύο μεγάλες εικόνες που είναι τοποθετημένες δεξιά και αριστερά στο τέμπλο της Αγίας Τριάδας. Η μία είναι των Αγίων Πάντων, γιατί καθώς έλεγε, παρακαλούσε όλους τους αγίους να κάνουν καλά το εγγονάκι της. Η άλλη είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου, γιατί αυτή η εικόνα έλειπε από την εκκλησία.
Πολλές φορές ο θεός έχει δώσει απάντηση στις προσευχές μου. Γι’ αυτό σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μου, σ’ αυτόν απευθύνομαι.
Πάντοτε όμως μετά την προσευχή, όση στεναχώρια και αν έχουμε, ο Θεός γαληνεύει την ψυχή μας, δεν μας αφήνει να απελπιζόμαστε και μας δίνει κουράγιο να ξεπεράσουμε τη δυσκολία. Και αν καμιά φορά βρισκόμαστε σε δίλημμα, γιατί δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, πάλι με μια προσευχή, ο Θεός θα κατευθύνει τη σκέψη μας για να πάρουμε τη σωστή απόφαση.
Ποτέ δεν πρέπει να απελπιζόμαστε. Πολλοί είναι εκείνοι που παλεύουν ν’ ανακουφίσουν τον άνθρωπο από τον πόνο και τη δυστυχία.
Για σκεφθείτε πόσες ώρες πρέπει να έχουν διαθέσει επιστήμονες, κλεισμένοι στα εργαστήριά τους για να βρουν τρόπο να θεραπεύσουν τη λευχαιμία στα παιδιά, με τη μεταμόσχευση μυελού των οστών!
Και τι μεγαλείο δείχνουν χιλιάδες συνάνθρωποί μας, όταν τρέχουν να δώσουν δείγμα από το αίμα τους στα νοσοκομεία, με την ελπίδα να βρεθεί ο κατάλληλος δότης μυελού, για να σωθεί ένα παιδάκι!
Τι μεγαλείο και αγάπη δείχνουν χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο όταν συνωστίζονται να δώσουν το αίμα τους για να σωθεί κάποιος συνάνθρωπός τους!
Οι αιμοδότες δίνουν ζωή και χαρά σε χιλιάδες παιδάκια με μεσογειακή αναιμία.
Αλλά και πόσοι άλλοι μέσα στην απελπισία τους όταν χάνουν τον συνάνθρωπό τους από κάποιο ατύχημα, αποφασίζουν να χαρίσουν τα όργανά του!
Τα μάτια του αγαπημένου τους προσώπου δίνουν φως σε κάποιο τυφλό. Η καρδιά του κτυπά στο στήθος κάποιου άλλου που ήταν καταδικασμένος. Με τη μεταμόσχευση, δίνουν την υγεία και τη χαρά σε πολλούς απελπισμένους.


Τα χρόνια του πολέμου

Χαρά μας γέμιζε και η εθνική μας γιορτή της 25ης Μαρτίου. Η γαλανόλευκη κυμάτιζε σε όλα τα σπίτια. Εμείς τη βάζαμε στο μπαλκόνι που το είχαμε στολίσει με μυρτιές. Εκεί μέσα στις μυρτιές κρεμούσαμε εικόνες ηρώων του 1821.
Στα χρόνια της μαύρης κατοχής οι καταχτητές απαγόρευαν κάθε εκδήλωση για εθνική γιορτή. Οι σημαίες ήταν κρυμμένες. Ούτε γιορτές στα σχολεία, ούτε παρελάσεις, ούτε ποιήματα, ούτε τραγούδια. Μια αβάσταχτη θλίψη πλάκωνε την καρδιά μας.
Μια τέτοια μέρα βλέπω τον Κώστα να μπαίνει στο σπίτι με μια αγκαλιά μυρτιές. Τι πάει να κάνει τώρα; σκέφτηκα. Πλησιάζει την εταζέρα, τοποθετεί πάνω εικόνες ηρώων, τη στολίζει με μυρτιές και με θλιμμένο αλλά περήφανο ύφος άρχισε το τραγούδι:
Όλη η δόξα όλη η χάρη
άγια μέρα ξημερώνει…
Τον ακολουθήσαμε και εμείς με σιγανή φωνή. Είπαμε και τον Εθνικό Ύμνο και ευχηθήκαμε του χρόνου να γιορτάσουμε ελεύθεροι.
Και η ευχή μας έπιασε, γιατί ύστερα από λίγο καιρό όχι μόνο την 25η Μαρτίου γιορτάζαμε ελεύθεροι, αλλά και την καινούργια εθνική γιορτή, την 28η Οκτωβρίου 1940.
Γιατί σαν αυτή τη μέρα άρχιζε ο πόλεμος.
Οκτώ χρονών ήμουνα τότε. Ξαφνικά ακούσαμε και τις δυο καμπάνες της εκκλησίας να χτυπάνε γρήγορα και δυνατά για πολλή ώρα. Πεταχτήκαμε έξω.
Πόλεμος! Πόλεμος! έλεγε ο ένας στον άλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ειδοποιούσαν τα παλικάρια και όσους δεν ήταν γέροι να παρουσιαστούν.
Σε λίγο χρονικό διάστημα κατέφθασαν απ’ όλη την περιοχή με θάρρος, αυτοί που θα κυνηγούσαν και θα νικούσαν τους Ιταλούς στα Αλβανικά σύνορα.
Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μας, έξω από το φούρνο, ένα φορτηγό αυτοκίνητο σταμάτησε. Βιαστικά ανέβαιναν πάνω οι πολεμιστές, ενώ οι δικοί τους, τους έδιναν ευχές να γυρίσουν νικητές. Μια κοπέλα ορφανή, την ώρα του αποχωρισμού με τον αδερφό της έβαλε τις φωνές. Ακόμα αντηχούν στα αφτιά μου «Γιάννη, Γιάννη, Γιάννη!». Αυτές τις λέξεις ξεχώρισα απ’ τις κραυγές της. Και για την ιστορία, αυτός ο Γιάννης πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον πήγαν στην Ιταλία. Ύστερα όμως, γύρισε πάλι στο χωριό.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν που κηρύχτηκε ο πόλεμος, όλο το χωριό μαζεύτηκε στην εκκλησία για να κάνει παράκληση. Είχε έρθει και ο δεσπότης της Κύμης ο Φωστίνης. Με απλά λόγια έδωσε θάρρος και ελπίδα στον κόσμο.
Όσο διαρκούσε ο πόλεμος όλοι, μικροί μεγάλοι κάθε βράδυ πηγαίναμε στην εκκλησία. Και η Παναγία βοηθούσε το στρατό μας. Γιατί κάθε λίγο ακούγαμε τις καμπάνες του χωριού να χτυπούν χαρούμενα. Και κάθε φορά μαθαίναμε: «Πήραμε το Αργυρόκαστρο, πήραμε την Κορυτσά, πήραμε τη Χειμάρα…». Η παιδική ψυχή μου γέμιζε περηφάνια.
Για τις νίκες αυτές δεν είχαν πολεμήσει μόνο οι άντρες με τα όπλα τους. Είχαν αγωνιστεί και οι γυναίκες. Στην Πίνδο κουβαλούσαν πυρομαχικά. Εδώ, στο χωριό μας, πολεμούσαν με τις βελόνες.
Κάτω από το σπίτι μας, ήταν το κοινοτικό κατάστημα των Κονιστρών. Εκεί μέσα σε μια άκρη είχαν σχηματίσει σωρό με λυσίδια και κουβάρια από μάλλινο νήμα που είχαν γνέσει οι χωριατοπούλες βόσκοντας τα πρόβατά τους. Μ’ αυτά θα έφτιαχναν την προίκα τους. Μα τώρα, έπρεπε να ζεστάνουν τα παγωμένα κορμιά των στρατιωτών.
Οι γυναίκες την ημέρα έκαναν όχι μόνο τις γυναικείες δουλειές, αλλά και τις δουλειές των στρατιωτών που πολεμούσαν. Έπρεπε αυτές να φροντίζουν για την οικογένεια. Τη νύχτα με τις βελόνες πλεξίματος στα χέρια έφτιαχναν με το μαλλί των προβάτων που έπαιρναν από το κοινοτικό γραφείο φανέλες, κάλτσες, γάντια. Τα πλεχτά αφού τα έφτιαχναν σε δέματα, ένα για κάθε στρατιώτη, τα πήγαιναν στον πρόεδρο της κοινότητας. Εκείνος φρόντιζε να φθάσουν στο μέτωπο. Η μητέρα μου σε κάθε δέμα που έφτιαχνε, έβαζε μέσα και ένα χαρτάκι με ευχές σε στίχους, διαφορετικούς σε κάθε στρατιώτη.
Να ‘στε καλά λεβέντες μου
Εκεί που πολεμάτε
Και εύχομαι από καρδιάς
Πάντοτε να νικάτε
ή
Με γεια να τα φορέσετε
Λίγο να ζεσταθείτε
Και με τη νίκη συντροφιά
Πάλι να ξαναρθείτε.
Μα και τα παιδιά δεν έμεναν έξω απ’ αυτή την προσπάθεια. Το ένα παιδί με τα χεράκια του κρατούσε τεντωμένο το λυσίδι με το νήμα, ενώ το άλλο παίρνοντας την άκρη του νήματος με προσοχή να μη μπερδευτεί, το τύλιγε και το έκανε κουβάρι.
Αλλά και με την προσευχή μας νομίζω ότι βοηθούσαμε τα παλικάρια μας.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μας παρακαλούσαμε το Θεό να μας βοηθήσει.
Η μητέρα κάθε πρώτη του μήνα έφερνε τον παπά να κάνει αγιασμό στο σπίτι. Τον αγιασμό τον φυλάγαμε σ’ ένα μπουκάλι, στο εικονοστάσι. Κάθε πρωί σηκωνόμαστε, πλενόμαστε, κάναμε την προσευχή μας και πίναμε λίγο αγιασμό. Όλη την ημέρα είχαμε σιγουριά.
Το βράδυ πάλι ποτέ δεν ξεχνούσαμε με την προσευχή μας να πούμε ένα ευχαριστώ στο Θεό.
Να σας πω τι έλεγα στη βραδινή μου προσευχή όταν ήμουν πολύ μικρή; Γύριζα προς την ανατολή σταύρωνα τα χεράκια μου και έλεγα:
«Παναγίτσα μου, φύλαγε το μπαμπά μου, τη μητέρα μου, τον Τάση, την Ασπασία, τον Κώστα, τον Αιμίλιο, το Γιώργο, τον Αριστείδη κι εμένα τη μικρούλα. Φύλαγε ακόμα, όλους τους καλούς ανθρώπους και τους κακούς να τους φωτίσεις στο καλό».
Μετά την προσευχή, όλα τα παιδιά φιλούσαμε το χέρι του πατέρα και της μητέρας και πέφταμε για ύπνο. Και ο καλός Θεός έστελνε το φύλακα άγγελό του και μας φύλαγε από κάθε κακό. Ο φόβος δεν είχε θέση στην ψυχή μας.
Πολλά παιδιά, φοβόντουσαν ακόμα και μέσα στο σπίτι τους. Εμείς με το σταυρό που φορούσαμε στο λαιμό και με δυο λόγια προσευχής που λέγαμε μέσα μας, διώχναμε το φόβο.

Νεράιδες και φαντάσματα

Πολλές φορές στα χωράφια περνούσαμε από σημεία όπου έλεγαν ότι βλέπουν φαντάσματα. Ή περνούσαμε από ρεματιές, όπου έβλεπαν νεράιδες να χορεύουν.
Να σας πω την αλήθεια κι εγώ σαν παιδί φοβόμουν. Όση ώρα περνούσαμε από εκείνα τα μέρη, έλεγα το «Πάτερ ημών…» και ποτέ δεν είδα τίποτα.
Ένα καλοκαίρι ο αδελφός μου φύλαγε στ’ αλώνια τα στάχυα από το θερισμένο σιτάρι, μη τυχόν και πάνε ζώα και τα φάνε. Αλλά και για να μη μας τα κλέψουν, όσο να έρθει η σειρά μας να αλωνίσουμε. Το ίδιο έκαναν και άλλα παιδιά του χωριού.
Ήταν νύχτα. Πιάσανε κουβέντα για φαντάσματα. Ο αδελφός μου είπε πως δεν φοβόταν. «Ούτε στο νεκροταφείο;» του λένε. «Ούτε» απαντά εκείνος. «Και τώρα αν θέλετε πηγαίνω», συνέχισε.
Φεύγει λοιπόν από τ’ αλώνια μεσάνυχτα, πηγαίνει μόνος του στο νεκροταφείο της Αγίας Μαρίνας και για να τον πιστέψουν χτύπησε μερικές φορές την καμπάνα.
Το πρωί οι χωρικοί ρωτούσαν ο ένας τον άλλο αν άκουσαν την καμπάνα.

Θα σας πω ένα περιστατικό με νεράιδες. Όπως έχω ξαναπεί, μέσα στο χωριό δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Έπαιρναν από πηγάδια, που και σ’ αυτά το νερό όλο και λιγόστευε και τότε έπρεπε να πάνε μακριά, στη βρύση.
Ένα πηγάδι κοντά στο δημοτικό σχολείο είχε λίγο νερό. Για την ακρίβεια το πρωί είχε νερό, αργότερα όμως τελείωνε.
Αυτό το ήξεραν οι γυναίκες από τις πάνω γειτονιές. Παρέες παρέες από πολύ πρωί, πήγαιναν και έπαιρναν νερό. Όταν αργότερα, αφού ξημέρωνε, οι γυναίκες από το Χωρίο (γειτονιά κοντά στο πηγάδι) πήγαιναν για νερό, δεν εύρισκαν.
Και να τι σκέφτηκε κάποιος από το Χωρίο που ήταν βιολιτζής.
Μια νύχτα λοιπόν φόρεσε μια άσπρη μακριά πουκαμίσα, πήρε το βιολί του και τράβηξε για το πηγάδι. Την ώρα που οι κουβάδες ανέβαιναν γεμάτοι νερό, άρχισε ο καλός μας να παίζει το βιολί. Μέσα στη νύχτα το μόνο που διέκριναν οι γυναίκες όταν γύρισαν το κεφάλι, ήταν η άσπρη πουκαμίσα. Παρέλυσαν από το φόβο τους. Οι κουβάδες με τα σχοινιά έπεσαν μέσα στο πηγάδι. Λαχανιασμένες έφτασαν στα σπίτια τους και με ασυνάρτητα λόγια, άρχισαν να λένε για την νεράιδα που έπαιζε βιολί. Από τότε οι γυναίκες του Χωρίου εύρισκαν νερό το πρωί.

Ήθελα κι άλλες πολλές ιστορίες να σας γράψω. Σκέφτηκα όμως να σταματήσω και να συνεχίσετε εσείς, όταν θα γίνετε παππούδες και γιαγιάδες, πράγμα που εύχομαι στα εγγόνια μου και στα παιδιά όλου του κόσμου.

Μα δεν είναι και τόσο εύκολο!
Σκέψεις και περιστατικά από τα παιδικά μου χρόνια στριμώχνονται μέσα στο μυαλό μου και βιάζονται να αποτυπωθούν πάνω στο χαρτί.
«Κι εγώ», μου λεει μια σκέψη «να με διαβάσουν τα εγγονάκια σου». Και πριν προφθάσω να αποφασίσω, άλλο περιστατικό διαμαρτύρεται έντονα: «Εμένα να γράψεις! Τα εγγονάκια σου θα με διαβάσουν μ’ ενδιαφέρον». Και όσο περνά η ώρα, τόσο πληθαίνουν οι φωνές από διάφορα γεγονότα.
Κι εγώ που θέλω αν είναι δυνατόν να είναι όλοι ευχαριστημένοι από εμένα, τους λέω:
Περιμένετε λίγο, να σας βάλω στη σειρά και θα έρθει μια στιγμή που όλα θα βρείτε μια θέση στο γραπτό μου.
Τι λετε και ‘σεις παιδιά; Καλά δεν είπα;




ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑ ΕΓΓΟΝΑΚΙΑ ΜΟΥ


Παιδιά μου αγαπημένα! Όχι!
Δυο φορές παιδιά μου!
Γιατί μια παροιμία λέει: «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί».
Αλλά και αλλιώς θα μπορούσα να ονομάσω το κάθε παιδί, να το πω «λουλούδι μου».
Γιατί τα παιδιά είναι λουλούδια που ομορφαίνουν το σπίτι. Αλήθεια τι λουλούδι μπορεί να είναι το κάθε παιδί;
Για μένα είναι το πιο όμορφο λουλούδι, με άρωμα φανταστικό. Είναι ο βασιλιάς των λουλουδιών. Το χιλιοτραγουδισμένο τριαντάφυλλο.
Αλλά το όμορφο ζωηρόχρωμο τριαντάφυλλο εκτός απ’ το φανταστικό άρωμά του, έχει και μερικά αγκαθάκια. Μικρά είναι μα δεν τρυπούν μόνο το χέρι εκείνου που πλησιάζει, αλλά και την καρδιά. Είναι τα ελαττώματα, οι κακές λέξεις, η ανυπακοή… Αν θέλετε ζητήστε απ’ τους γονείς σας, να σας βοηθήσουν να ξεριζώσετε τ’ αγκαθάκια τώρα που είναι μικρά, για να μείνει σε σας για πάντα, η ομορφιά της ψυχής και το άρωμα της αγάπης.
Πολύ θα ήθελα να σας είχα κοντά μου. Πολύ κοντά μου. Μέσα στο ίδιο σπίτι. Με τα πιο μικρά θα λέγαμε παραμύθια και θα κουβεντιάζαμε για τα παιχνίδια τους. Με τα πιο μεγάλα, θα συζητούσαμε για τα μελλοντικά τους σχέδια, τις προσπάθειές τους, τις νίκες, τις δυσκολίες τους και καμιά φορά τις αποτυχίες τους.
Και εγώ φορτωμένη εβδομήντα τόσα χρόνια στην πλάτη, με την πείρα από τον εαυτό μου και από άλλα παιδιά σαν κι εσάς που μεγάλωσαν κοντά μου, να σας δίνω θάρρος. Να μη λυγίζετε στις δυσκολίες. Γιατί η ζωή παιδιά μου είναι ένας αγώνας. Ένας αγώνας που φέρνει χαρά, πρώτα στο ίδιο το παιδί και έπειτα στους γονείς του και γιατί όχι και στους δασκάλους του. Και τη χαρά αυτή στους δασκάλους δεν τη δίνουν μόνο σαν μαθητές στο σχολείο, αλλά και αργότερα.
Πριν από λίγες μέρες καθώς προχωρούσα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, άκουσα πίσω μου γρήγορα βήματα. Κατάλαβα ότι κάποιος προσπαθούσε να με φτάσει και σταμάτησα. Μια κυρία γελαστή με πλησίασε, με αγκάλιασε και μου είπε το όνομά της. Είχα να τη δω από μαθήτρια του δημοτικού και τώρα είχε δυο παιδιά, ένα γιατρό και μία καθηγήτρια. Πολλές φορές μου λέει, συζητάμε και λέμε με τις αδερφές μου, πόσο σας αγαπούσαμε και ότι «σας είχαμε σαν μάνα μας». Με τα λόγια αυτά, η άλλοτε μικρή μαθήτρια, ένα από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας, μου έδειξε ότι μέσα στο σπίτι τους τιμούσαν και αγαπούσαν πολύ τους γονείς τους. Γι’ αυτό όταν θέλησε να μου δείξει την αγάπη της μου είπε, «σαν τη μάνα μας».
Πολύ χαίρομαι όταν με πλησιάζουν άγνωστοι, με χαιρετούν, μου λένε τ’ όνομά τους και ξαναφέρνουν στη μνήμη μου το μαθητάκο, ζωηρό ή ντροπαλό, υπάκουο ή ατίθασο, επιμελή ή αμελή, που άλλοτε με επαίνους, με προτροπές, με παρατηρήσεις και τιμωρίες καμιά φορά, έσκυβα πάνω του με αγάπη να βάλλω κι εγώ ένα λιθαράκι στο κτίσιμο ενός καλού χαρακτήρα, για ένα ευτυχισμένο μέλλον.
Μα πιο πολύ χάρηκα όταν την παραμονή της Παναγίας μετά τον εσπερινό, έξω από την εκκλησία, με πλησίασε κάποιος. Τον γνώρισα, αλλά χρειάστηκε να μου θυμίσει το όνομά του. Στη συνέχεια μου σύστησε τη γυναίκα του και την κορούλα του. «Ήταν καλό παιδί ο πατέρας σου» είπα στη μικρή. «Και τώρα είναι αστέρι» μου απάντησε.
Θαύμασα και είπα μπράβο στο παιδί που έχει τοποθετήσει τόσο ψηλά τον πατέρα του.
Τα παιδιά που αγαπούν τους γονείς τους, θα γίνουν σίγουρα καλοί άνθρωποι. Θα πετύχουν στη ζωή τους. Τ’ αδέλφια θα είναι αγαπημένα, δεν θα λένε άσχημα λόγια σε κανένα, δεν θα κλέψουν, δεν θα βάλουν στο στόμα τους βλαβερές ουσίες που τους πρότεινε κάποιος δήθεν φίλος ή φίλη. Προσέχουν τις παρέες να είναι καλές. Ζητούν μάλιστα και τη γνώμη των γονιών τους.
Κανένας δε σας αγαπάει όπως οι γονείς σας. Οι γονείς σας είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε θυσία, κούραση, στέρηση.
Κάποιος έλεγε ότι ο Θεός δεν άφησε τα παιδιά να φυτρώνουν στη γη σαν τα χορταράκια μόνα τους, αλλά τα έδωσε σε δυο γονείς, γιατί έχουν ανάγκη από την αγάπη και τη φροντίδα τους.
Οι συμβουλές και οι απαγορεύσεις από τα πρόσωπα που σας αγαπούν περισσότερο στον κόσμο, είναι πολύτιμες. Μη τις αφήνετε να πέσουν κάτω. Κι αν έχετε αντίρρηση, συζητείστε καλοπροαίρετα, με αγάπη, χωρίς ένταση μαζί τους για να βρεθεί η λύση που είναι για το συμφέρον σας.
Τα παιδιά που παίρνουν άσχημους δρόμους, κυριεύονται από πάθη όπως ο αλκοολισμός, ο τζόγος, τα ναρκωτικά, με φυσικά επακόλουθα τις κλοπές, τη βία, τα εγκλήματα, την πορνεία. Οι φυλακές ανηλίκων είναι γεμάτες από παιδιά που θα έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο, να παίζουν, να κάνουν εκδρομές, να χαίρονται τη ζωή. Δυστυχώς και οι φυλακές ενηλίκων είναι ασφυκτικά γεμάτες.
Νομίζετε ότι τα παιδιά αυτά, αν είχαν καλούς γονείς σαν τους δικούς σας, που κύριο έργο τους είναι να σας δώσουν καλή ανατροφή, αν άκουγαν με προσοχή τις συμβουλές τους, θα έφθαναν σ’ αυτό το χάλι; Μπορεί στιγμιαία να είχαν στεναχωρηθεί λίγο από την απαγόρευση κάποιας επιθυμίας τους. Θα γλίτωναν όμως από πολύ μεγαλύτερες στενοχώριες.
Εδώ θέλω να σας γράψω δύο σχετικά ποιηματάκια που διάβαζα από παιδί. Αλλά τα εβδομήντα τόσα χρόνια που φορτώθηκα στην πλάτη, μου πήραν και ένα μέρος από τη μνήμη μου. Θα σας τα πω όμως όπως τα θυμάμαι.
Αρνάκι άσπρο και παχύ
της μάνας του καμάρι
εβγήκε εις την εξοχή
και στο χλωρό χορτάρι
Η μάνα του που ανησυχούσε γιατί το έβλεπε να ξεστρατίζει, του έλεγε:
Καθώς παιδί μου προχωρείς
και σαν ελάφι τρέχεις
να κακοπάθεις ημπορεί
και πρέπει να προσέχεις!
Το αρνάκι όμως δεν άκουσε τη συμβουλή της μάνας του. Έφυγε θαμπωμένο από τις ομορφιές του κόσμου κι έφθασε στις πανέμορφες όχθες ενός μικρού ποταμού. Εκεί παραμόνευε ο λύκος, που για να δικαιολογήσει τις προθέσεις του λέει:
Κλέφτη θα τιμωρηθείς
Ήρθες εις τον ποταμό μου
και μου πίνεις το νερό μου.
Μα της μάνας μου το γάλα!
Ούτε μια δεν ήπια στάλα.
Και το στόμα του ανοίγει
και το δύστυχο το πνίγει!
Αν το αρνάκι άκουγε τη συμβουλή της μάνας του δε θα πάθαινε αυτό το κακό.
Και ένα άλλο που έχει τίτλο: «Η καρδιά της μάνας»

Ένα παιδί μοναχοπαίδι αγόρι
πήγε και αγάπησε
μιας μάγισσας την κόρη

Κι εκείνη του λέει:
Αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου την καρδιά να φέρεις,
Να τη ρίξεις να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει

Ενώ όμως ο νέος γυρίζει με την καρδιά της μάνας του στα χέρια, σκοντάφτει, πέφτει κάτω…

Και η καρδιά κυλάει και λέει:
«χτύπησες παιδί μου;»
Εδώ δεν χρειάζονται σχόλια.
Η αγάπη της μάνας, των γονιών γενικότερα, είναι τόσο μεγάλη για τα παιδιά που ότι κι αν πάθουν απ’ την κακή τους συμπεριφορά, όχι μόνο δεν λιγοστεύει αλλά γίνεται μεγαλύτερη.
Τη μανούλα μου πολλές φορές την ακούγαμε να απαγγέλλει με στόμφο, λες και ήταν μαθήτρια σε σχολική γιορτή: «Αρνάκι άσπρο και παχύ…», καταλαβαίναμε τι ήθελε να πει και προσπαθούσαμε να την ευχαριστήσουμε με τη συμπεριφορά μας.
Σας έχω ξαναπεί νομίζω, ότι στο γυμνάσιο πηγαίναμε τότε μετά την τετάρτη τάξη του δημοτικού. Θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που πήγαινα στο γυμνάσιο. Προσπαθούσα και διάβαζα πολύ καλά. Όταν δεν καταλάβαινα κάτι, έτρεχα στ’ αδέλφια μου να με βοηθήσουν, γιατί οι γονείς μου δεν τα κατάφερναν. Ποτέ δεν πήγαινα σχολείο απροετοίμαστη.
Την εποχή εκείνη τα βιβλία δεν μας τα χάριζε το κράτος. Τ’ αγοράζαμε εμείς. Πού να βρουν οι γονείς μας τόσα χρήματα για ν’ αγοράσουν όλα τα βιβλία για τρία παιδιά; (τ’ άλλα τρία τα μεγαλύτερα, πήγαιναν σε ανώτατες σχολές).
Αγοράζαμε λοιπόν παλιά βιβλία από μαθητές μεγαλυτέρων τάξεων. Την ιστορία μου π.χ. της εβδόμης γυμνασίου (είχε οκτώ τάξεις το γυμνάσιο), την είχε χρησιμοποιήσει ο αδελφός μου ο Αριστείδης και πριν απ’ αυτόν ο Γιώργος, που κι αυτός την είχε αγοράσει μεταχειρισμένη από ένα παιδί από το Κακολύρι, που τώρα είναι ο παππούς ο Γιώργος.
Την ημέρα που το πρόγραμμα έγραφε μάθημα για το οποίο δεν είχα βιβλίο, έφευγα από το σπίτι πολύ νωρίς. Πήγαινα στο γυμνάσιο και περίμενα να έρθει το πρώτο παιδί από την τάξη μου. Του ζητούσα το σχετικό βιβλίο, πήγαινα σε μια γωνιά στο προαύλιο του σχολείου και διάβαζα και ξαναδιάβαζα το μάθημα, ώσπου το μάθαινα καλά.
Μια φορά μου αγόρασαν καινούριο βιβλίο θρησκευτικών. Δεν φαντάζεστε τη χαρά που το πέρασα! Ήταν μικρό σε μέγεθος, με άσπρο χοντρό εξώφυλλο. Το έντυσα για να μείνει καινούριο. Όταν το κρατούσα στα χέρια να διαβάσω, δεν άνοιγα τελείως τα φύλλα του, ούτε σημείωνα το μάθημα που είχαμε. Τελείωσα την τάξη κι αυτό ήταν ολοκαίνουριο. Το καμάρωνα!
Όταν άρχιζε η επόμενη σχολική χρονιά, μου ζήτησε η αδερφή μου να το δανείσω σ’ ένα παιδί από το Κακολύρι. Στενοχωρήθηκα, μα έπρεπε να το δώσω. Το παιδί αυτό ήταν ορφανό. Τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί, μαζί με άλλους τριάντα συγχωριανούς τους. Με σφιγμένη την καρδιά το έδωσα και όταν μου το επέστρεψε την επόμενη χρονιά, τι απογοήτευση! Καμιά σχέση δεν είχε με το αγαπημένο μου «ολοκαίνουριο βιβλίο».
Εδώ θα ήθελα να σας πω ακόμα ότι τα παιδιά για να γραφτούν στο γυμνάσιο έπρεπε να πληρώσουν εγγραφές. Τη χρονιά που χάσαμε τον πατέρα, η μητέρα δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το χρηματικό ποσό που χρειαζόταν. Σε λίγες μέρες περνούσε η προθεσμία και τρία αδέρφια δε θα μπορούσαμε να φοιτήσουμε στο γυμνάσιο. Η μητέρα που δεν ήθελε να μας αφήσει αγράμματα, πήρε την απόφαση να ζητήσει δανεικά από συγγενείς που θεωρούσαμε ευκατάστατους.
Ήταν περήφανη γυναίκα και ποτέ δε ζητούσε από άλλους ότι μπορούσε να κάνει μόνη της. Τώρα όμως για χάρη μας, θα ζητούσε λίγα χρήματα από τον καθένα κι έπειτα θα δούλευε (ήταν μοδίστρα),για να τα επιστρέψει.
Δυστυχώς, εκείνες τις ημέρες έτυχε να μην έχει κανένας χρήματα. Τότε σκέφτηκε ν’ απευθυνθεί σε ξένους. Πήγε σε μια γειτόνισσά μας και γύρισε στο σπίτι καταχαρούμενη. Μόλις της ζήτησε τα χρήματα, εκείνη αμέσως φώναξε στο γιο της «Γιάννη φέρε τρεις χιλιάδες». Συμπλήρωσε τα υπόλοιπα από μια μακρινή συγγενή μας από τα Διρρεύματα και την άλλη μέρα πήγε και πλήρωσε τις εγγραφές.
Έτσι καταφέραμε να συνεχίσουμε το γυμνάσιο, ενώ η μητέρα και τα μεγαλύτερα αδέρφια, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξοικονομήσουν το γρηγορότερο το ποσό για να το επιστρέψουν.
Μερικά καλοκαίρια τα μεγαλύτερα αδέρφια μου για να εξασφαλίσουν χρήματα για τις σπουδές τους, δούλευαν στο στραγαλά που έφτιαχνε μόνος του στραγάλια.
Είχε ένα χτιστό καμίνι που από κάτω έκαιγαν ξύλα. Πάνω ήταν στερεωμένο ένα μεταλλικό δοχείο σαν τηγάνι, που είχε διάμετρο μεγαλύτερη από δύο μέτρα. Μέσα εκεί έριχνε καθαρή άμμο. Μέσα στην καυτή άμμο έριχνε τα ρεβίθια, ενώ κάποιος ανακάτωνε μέχρι τα ρεβίθια ψηθούν και πάρουν το γνωστό άσπρο χρώμα. Η μυρωδιά των φρεσκοψημένων στραγαλιών απλωνόταν σ’ όλη τη γειτονιά. Τότε ξεχώριζαν τα στραγάλια από την άμμο, με ένα μεγάλο κόσκινο. Η άμμος έπεφτε κάτω από τις τρυπούλες και μέσα στο κόσκινο έμεναν τα ζεστά στραγάλια.
Από αυτά τ’ αφράτα στραγάλια, αγόραζε θυμάμαι η μητέρα. Τα έβαζε μέσα σ’ ένα καθαρό πάνινο σακουλάκι. Μέσα έβαζε κι ένα ποτηράκι του κρασιού. Έπαιρνα εγώ λοιπόν το σακουλάκι την Κυριακή μετά την εκκλησία και έβγαινα στο παζάρι, που γινόταν τότε στον κεντρικό δρόμο, έξω από το σπίτι μας και είχε πολύ κόσμο.
Στεκόμουν όρθια πίσω από το σακουλάκι και όταν κάποιος πλησίαζε, γέμιζα το ποτηράκι με στραγάλια, του το έδινα και εκείνος μου έδινε το αντίτιμο.
Κανονικά θα έπρεπε να φωνάζω: «Στραγάλιααα! Εδώ τα φρέσκα στραγάλιααα, πάρτε αφράτα στραγάλια»! Τότε θα με πλησίαζαν περισσότεροι και δραχμούλες θα μάζευα περισσότερες. Δεν μπορούσα όμως γιατί ντρεπόμουν. Να σας πω την αλήθεια υπέφερα σ’ αυτή τη δουλειά. Ευτυχώς όμως δεν κράτησε για πολύ.
Το ποσό συγκεντρώθηκε και η μητέρα επέστρεψε τα χρήματα στην καλή γειτόνισσα, αφού την ευχαρίστησε. Αργότερα επέστρεψε και τα υπόλοιπα στην κυρία από τα Διρρεύματα, εκείνη όμως δεν θέλησε να τα πάρει πίσω.
Θα μπορούσα πλέον απερίσπαστη ν’ αφοσιωθώ στη μελέτη γιατί αγαπούσα τα βιβλία.
Μου άρεσαν πολύ τα μαθηματικά. Η ώρα των μαθηματικών ήταν ψυχαγωγία για μένα. Στο σπίτι ξεφύλλιζα βιβλία που χρησιμοποιούσαν τ’ αδέλφια μου για την εισαγωγή τους σε ανώτατες σχολές. Αυτά με βοηθούσαν στη λύση δύσκολων ασκήσεων.
Άρχιζα το διάβασμα για την επόμενη μέρα με τα μαθηματικά.
Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς γιατί μετά από λίγο άκουγα τη φωνή μιας συμμαθήτριάς μου «Μαρία, Μαρία…». Ήταν η ώρα που το τετράδιο των μαθηματικών θα έπαιρνε τους δρόμους. Από μαθήτρια σε μαθήτρια γύριζε από τα πρώτα σπίτια της Κύμης, μέχρι το δρόμο του Χωνευτικού.
Την επόμενη μέρα πρωί- πρωί στο σχολείο, ερχόταν πάλι το τετράδιο στα χέρια μου.
Τώρα όμως άρχιζε άλλη διαδικασία. Έπρεπε να εξηγήσω τις λύσεις των ασκήσεων. Ακουμπούσα ένα πρόχειρο τετράδιο κάτω, στο τσιμέντο της ταράτσας του σχολείου και γύρω-γύρω αμέτρητα κεφαλάκια παρακολουθούσαν τη σκέψη για τη λύση των ασκήσεων. Με τι ευχαρίστηση και ικανοποίηση έμπαινα στην τάξη!
Και σκεφτόμουν πόσο τυχερή ήμουν που με έστελναν σχολείο!

Γι’ αυτό παιδιά μου θα πρέπει να αισθάνεστε την ευτυχία σας και να λέτε ένα «ευχαριστώ» στους καλούς γονείς που έχετε κοντά σας.
Και εύχομαι να έρθει μια μέρα, όταν οι γονείς σας φθάσουν στην ηλικία μου, να καμαρώνουν και αυτοί για τα καλά παιδιά και τα μικρά τους εγγονάκια.

Η γιαγιά Μαρία

1 σχόλιο:

Σπυρίδων Ι. Ψυχογυιός είπε...

Αθήνα , 13-12-2009
Είμαι ενθουσιασμένος από το εξαιρετικό κείμενο της θείας Μαρίκας.Με συγκίνησε ιδιαιτέρως,διότι είχα ακούσει πολλά από αυτά σε διηγήσεις του πατέρα μου Γιάννη Ψυχογυιού και της θείας μου της Ασπασίας Μπενέτου,που δεν ευρίσκονται πλέον εν ζωή. Η διήγηση αυτή βέβαια είναι εμπλουτισμένη με την εμπειρία της δασκάλας και είναι ευδιάκριτο σε όλο το κείμενο το λογοτεχνικό της ταλέντο και το άρωμα της ψυχικής της καλλιεργείας .Συγχαίρω εκ βαθέων την ενέργεια και θα χαρώ να υπάρξει συνέχεια και υπό τη μορφή βιβλίου ή εντύπου δημοσιεύσεως .
Σπυρίδων.Ι.Ψυχογυιός